«Ἐνθρόνιση στήν Δημητσάνα λίγο πρίν τόν πόλεμο τοῦ 40″ τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη

Ὁ Γορτύνιος καθηγητής τῆς θεολογίας Χρῖστος Κουστένης, ἦταν ἀπό τά πρόσωπα πού προσφώνησε τόν μητροπολίτη Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Προκόπιο, κατά τήν Ἐνθρόνισή του στήν Δημητσάνα στίς 6 Ἰουλίου 1934. Ἀπό τόν λόγο του αὐτόν ἀξίζει νά σημειωθοῦν μερικά σημεῖα πού ἀφοροῦν στό πῶς ἀφενός ἔβλεπε τό ἔργο τοῦ Ἀρχιερέα καί ἀφετέρου πῶς χαρακτήριζε τούς συμπατριῶτες του κληρικούς καί λαϊκούς.

Ἔχει μεγάλη ἀξία νά σκεφθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε σέ μιά δύσκολη περίοδο γιά τήν πατρίδα μας ἀλλά καί γιά τήν Εὐρώπη ἀφοῦ τά σύννεφα τοῦ πολέμου ἔχουν κάνει καί πάλι αἰσθητή τήν παρουσία τους. Ἐποχές δύσκολες, πού ὅμως ἀναζητοῦν ἀνθρώπους, πρόσωπα, πού θά μπορέσουν νά ἐμπνεύσουν τούς φοβισμένους ἀπό τά δεινά καί θά ἐπουλώσουν τά τραύματα τῶν ταλαιπωρημένων καί κουρασμένων. Σέ μιά ἐποχή λοιπόν μέ δυσκολίες, ἀνέρχεται στό θρόνο τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως ἕνας ἱεράρχης, πού ἡ Ἐκκλησία ἐξέλεξε. Ὁ Μητροπολίτης Προκόπιος εἶναι αὐτός πού θά ἐνθρονιστεῖ στόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Κυριακῆς γιά νά ποιμάνει τούς πιστούς τῆς Γορτυνίας καί τῆς Μεγαλοπόλεως. Τόν λόγιο ἱεράρχη, ἐκτός τῶν ἄλλων Ἐκκλησιαστικῶν καί πολιτικῶν ἀρχῶν, θά προσφωνήσει ὁ καθηγητής Χρῖστος Κουστένης. Θά ἐστιάσουμε σέ μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ ἐνθρονιστηρίου λόγου.

Καταρχήν ὁ μακαριστός καθηγητής διαζωγραφίζει, τεκμηριώνοντας μάλιστα Ἁγιογραφικά, τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ ἀρχιερέα, τοῦ κάθε ἀρχιερέα. Κάνει ἐντύπωση ἐνῶ ὁ σεβασμός του πρός τόν νέο μητροπολίτη εἶναι δεδομένος καί σαφής, τοῦ ὑπενθυμίζει τό ὑψηλό ἔργο του, τόν θέτει πρό τῶν εὐθυνῶν του. Προτάσσει τό θαυμαστό ἔργο τῶν προκατόχων του καί γενικότερα τήν μεγάλη προσφορά στήν Ἐκκλησία καί στό Γένος ὅσων γεννήθηκαν καί ἐργάστηκαν στή Γορτυνία. Στήν συνέχεια ἐπιγραμματικά καί μέ φόβο Θεοῦ ἀναφέρεται στό πῶς χρειάζεται νά εἶναι ὁ ἐπίσκοπος. Λέγει χαρακτηριστικά: «Δέν ἀγνοεῖ ἡ ὑμετέρα Σεβασμιότης, ὅτι κατά τούς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀρχιερωσύνη ἀγγελικῆς πολιτείας δεομένη καί τελειότητος τοσοῦτον ὑπερτερεῖ στρατηγίας καί βασιλείας, ὅσον αἱ ψυχαί τῶν σωμάτων καί ὁ οὐρανός τῆς γῆς καί ὅτι ὁ τούς πιστούς ποιμαίνων ἐπίσκοπος τοσοῦτον δεῖ αὐτούς ὑπερβάλλειν ἐν ἀρετῇ καί φρονήσει, ὅση πρός τά ἄλογα τῶν λογικῶν ἀνθρώπων ἡ διαφορά».
Λίγο παρακάτω ὁ καθηγητής ἀναφέρει μέ μεγαλύτερη σαφήνεια τό ἔργο τοῦ ἀρχιερέως. Εἶναι, λέει, αὐτός πού θά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους νά ξεπεράσουν τόν πανταχοῦ παρόντα ἐγωισμό, τήν ἰδιοτέλεια, τήν ὑλοφροσύνη καί σαρκολατρεία, πού μάστιζαν τήν ἐποχή του. Εἶναι δηλαδή ὁ φωτισμένος ἄνθρωπος πού μπορεῖ νά βοηθήσει τούς πιστούς στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη τους. Μέ τό ἔργο αὐτό ἔχει κάνει ὁ Ἐπίσκοπος ἕνα σπουδαῖο ἔργο στήν κοινωνία ἀφοῦ ὅταν ἕνας ἄνθρωπος προοδεύει ὅλη ἡ κοινωνία προοδεύει.

Ἐκτός ἀπό τά παραπάνω, ὁ καθηγητής Κουστένης, τούς λόγους τοῦ ὁποίου συγκέντρωσε ὁ Παλαιοχωρίτης δραστήριος διδάσκαλος Νίκος Κουστένης, ἀναφέρεται κατά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου Προκοπίου καί στόν χαρακτῆρα τῶν συμπατριωτῶν του. Λέει: «…ἐκλήθητε νά ποιμάνητε..λαόν κατά βάθος εὐσεβῆ μή δηλητηριασθέντα ἀκόμη ἀπό τό μικρόβιον τῆς ἀσεβείας καί τῆς θρησκευτικῆς ψυχρότητος καί ἀδιαφορίας. Θά συναντήσητε λαόν, ὅστις ἔχει μέν ἀρκετάς ἴσως καί κακίας καί ἐλαττώματα, ἀλλά εἶναι φιλότιμος καί εὐγενής καί εὐάγωγος. Θά εὕρητε χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προθύμως δέχονται τήν διδασκαλίαν καί τά συμβουλάς καί οἱ ὁποῖοι εὔκολον εἶναι καί μέ τήν διδασκαλίαν καί μέ τόν τρόπον καί τά χριστιανικά ἔργα νά μεταβληθοῦν εἰς χρηστούς καί ἐνάρετους ἀνθρώπους ἀποβάλλοντες τάς κακάς ἕξεις καί τά ἐφάμαρτα πάθη».

Ἐκτός τῶν συμπατριωτῶν του ἀναφέρεται ὁ καθηγητής καί στούς κληρικούς τῆς ἐπαρχίας. Λέει: «Θά εὕρητε ἱερόν κλῆρον οὐχί μέν πλήρως μεμορφωμένον ἐπί τῷ συνόλῳ του ἕνεκα τῶν γνωστῶν καιρικῶν περιστάσεων, ἀλλά κλῆρον μέ φόβο Θεοῦ, μέ εὐλάβειαν, μέ ζῆλον θρησκευτικόν, μέ πειθαρχίαν καί ὑπακοήν εἰς τόν Ποιμενάρχην του».
Περατώνει τόν λόγο ὁ μακαριστός δίνοντας τήν προσωπική του ὑπόσχεση ὅτι θά εἶναι τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί οἱ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι τῆς περιοχῆς πρόθυμοι νά βοηθήσουν ὅπου τούς ζητηθεῖ.

Πράγματι, ἡ Ἀρκαδία, ἡ Γορτυνία καί ἡ Μεγαλόπολη, ἀποτελοῦν τόπους πού γέννησαν καί ἀνέθρεψαν ἀνθρώπους μέ σπάνια προσόντα, μέ εὐλάβεια στήν ψυχή τους, σεβασμό πρός τά Θεῖα καί μέ θυσιαστική διάθεση. Μέ τέτοιους προγόνους ἀπό τήν μιά μπορεῖς νά καμαρώνεις ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη χάνεις κάθε τέτοιο δικαίωμα ἄν δέν προσπαθεῖς νά βαδίζεις στά δικά τους ἴχνη.

 

Διαβάστε ακόμα