Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας, κυρὸς Χρυσόστομος Θέμελης 1965-2007, δέκα ἔτη ἀπὸ τὴν κοίμηση αὐτοῦ

Tοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Λαμπρινάκου, Πρωτοσυγκέλλου

τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Μεσσηνίας.

 

Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν ἀπὸ τότε ποὺ ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης παρέδωκε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μνήμη του στὶς καρδιές μας εἶναι αἰωνία καὶ ἡ σεβάσμια μορφή του παραμένει ἀνεξίτηλη. Κατέλιπε ἄπειρες ἀφορμὲς καὶ ἀμέτρητους λόγους γιὰ νὰ τὸν μνημονεύουμε μέχρι σήμερα μὲ νοσταλγία. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς Ἱερεῖς του, συχνὰ γίνονταν ἔκδηλα μὲ διάφορους τρόπους. Οἱ διδαχές του ἀκόμη ἀντηχοῦν στ᾿ αὐτιά μας καὶ τὰ λόγια του ἐπαληθεύονται συχνὰ στὴ ζωή μας ἐνῷ ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, συνειδητοποιοῦμε, ἐντέλει, ὅτι ἡ αὐστηρότητα καὶ ἡ συνέπεια, ποὺ ὑπερβαλλόντως τὸν χαρακτήριζαν, πόσο πολὺ ὠφέλησαν τὴν ἱερατική μας πορεία καὶ ζωή.

Ὅταν ἱερουργοῦσε ἡ προφητικὴ μορφή του καθυπέβαλε ἐνῷ τὸ ἰδιαίτερο ὕφος τῆς ψαλτικῆς του ἱκανότητος ἔθαλπε καὶ ὁδηγοῦσε τοὺς προσευχομένους σὲ μία ἱερὴ μυσταγωγία, ὡς ἄλλος ἱεροφάντης. Ἡ ἱεροπρέπεια ἦταν τὸ ἔνδυμά του. Ἡ εὐταξία, ἡ ἀδυναμία του. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἁπλότητα, ἡ ἀσκητικότητα καὶ ἡ προσευχή, ἡ μελέτη καὶ ἡ ἐργασία, εἶχαν καταστεῖ ἡ καθημερινότητά του ἐνῷ ἡ μέγιστη πεῖρα του, ἦταν ἡ λυσιτέλεια σὲ πολλὲς ἀδιέξοδες καταστάσεις, γι᾿ αὐτό, καὶ τελοῦσε τὴν οἰακοστροφία μὲ εὐχέρεια.

Κατὰ τὴν πολυετῆ ἱερατικὴ ζωὴ καὶ ποιμαντορία του ἀναλώθηκε στὴ διακονία τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν. «Γι᾿ αὐτοὺς χειροτονηθήκαμε», ἔλεγε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἐνθρονίσεώς του στὸν κατάμεστο Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, ἐνώπιον τῆς Ἁγίας καὶ θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, στὶς 5 Δεκεμβρίου 1965, ἐπαγγελλόταν ὅτι, ὡς ἀνταπόδοση στὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ θὰ προσφέρει «εἰς τὸν ἐκλεκτὸν λαόν, τὸν εὐσεβῆ καὶ εὐγενῆ … τὴν ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας» του, «ὁλοκληρωτικὴν ἀφοσίωσιν καὶ ἀφιέρωσιν … καὶ τὴν παντελῆ προσφορὰ τῆς ὑπάρξεώς του εἰς τὴν πνευματικὴν καὶ ποιμαντικὴν ἐν γένει ἐξυπηρέτησιν … διὰ τὴν ἐν Κυρίῳ δόξαν καὶ καύχησιν τῶν Χριστιανῶν», διαβεβαιώνοντας ὅτι, «…ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ ἐν ἡλίῳ καὶ ἐν παγετῷ καὶ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἐν χειμῶνι, σταθήσομαι φύλαξ ἀκοίμητος, περισκοπῶν τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, ἵνα τύχω καλῆς ἀπολογίας ἔμπροσθεν τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ».

Ἡ κοίμησή του ἦταν ὁσιακή, ἐπειδὴ ἡγιασμένη ἦταν καὶ ἡ βιωτὴ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος. «Ἡρπάγη» ἀφοῦ «ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς», τὰ ξημερώματα τῆς 28ης Φεβρουαρίου.

Περιμέναμε, ὅπως κάθε πρωί, νὰ κατεβεῖ στὸ Γραφεῖο ἀπὸ τὸ δωμάτιό του, ὁ ἐνενηκοντούτης σχεδόν, Γέρων. Οἱ ὧρες περνοῦσαν καὶ ἀπορήσαμε γιὰ τὴν ξένη πρὸς τὶς συνήθειές του, καθυστέρηση. Οὔτε γιὰ τὸ καθιερωμένο πρωϊνὸ εἶχε κατεβεῖ. Στὸ τηλέφωνο δὲν ἀπαντοῦσε παρὰ τὶς ἐπίμονες κλήσεις μας. Ἀρχίσαμε νὰ ἀνησυχοῦμε καὶ νὰ καλλιεργοῦμε ποικίλους λογισμούς. Περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μυαλό μας, σὰν ἀστραπή, οἱ χείριστες ἰδέες. Ὅμως τὶς ἀποδιώχναμε γιατὶ ἕνα ἀσήμαντο κρυολόγημα ποὺ τὸν βασάνιζε ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, σίγουρα δὲν θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ ἐπιφέρει τὸ μοιραῖο.

Καθηκόντως ἔπρεπε νὰ ἀνεβῶ στὸ δωμάτιό του. Γνωρίζαμε ὅλοι οἱ σύνεγγυς αὐτοῦ, ὅτι οὐδέποτε κλείδωνε ἀλλὰ πάντοτε ἄφηνε ἀνοικτὲς τὶς πόρτες, μήπως τοῦ συμβεῖ κάτι, γιὰ νὰ τὸν βροῦμε, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπανειλημμένες ὁδηγίες του. Καὶ νά, ποὺ ὁ παπποῦς ἐπαληθεύτηκε. Ἄνοιξα τὴν πρώτη πόρτα. Φώναξα !… κανείς. Συνέχισα πρὸς τὸ ὑπνοδωμάτιό του. Εἶδα ἀπὸ τὴ χαραμάδα τῆς πόρτας τὴ φιγούρα του στὸ κρεββάτι. Κτυπῶ, μὰ ἀπάντηση καμμία. Ἀναθαρρῶ καὶ εἰσέρχομαι. Μπροστά μου ἀντικρίζω τὸν Μητροπολίτη ξαπλωμένο στὸ μικρὸ ξύλινο κρεβάτι του, φορῶντας τὸ ζωστικὸ καὶ τὸ κοντόρασό του. Τὰ χέρια του σταυρωμένα στὸ στῆθος. Καμμία κίνηση, οὐδεμία ἀπόκριση. Ὁ παπποῦς ἐτελεύτησε !  Τὸ ὅτι εἶχε πεθάνει τὸ καταλάβαινε κανεὶς μόνο ἐπειδὴ δὲν κινεῖτο. Ἔτσι ἀθόρυβα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά, ταπεινὰ καὶ ἀνώδυνα, παρέδωκε τὴν τῷ Κυρίῳ ἀρεστὴν ψυχὴν αὐτοῦ, μὲ τὴν ἐπίγνωση τῶν παυλείων λόγων, «ἐάν τε … ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ, 8).

Μᾶς ἔλεγε πάντοτε ὅτι ὁ Θεὸς χορήγησε πλούσια τὰ ἐλέη Του στὴ ζωή του, χωρὶς κόπο καὶ δίχως δική του ἀναζήτηση. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο αἰσθανόταν εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ φάνηκε καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμή.

Τὸ ποίμνιό του τὸν σεβόταν καὶ τὸν ἀγαποῦσε, καὶ γι᾿  αὐτό, ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ νύκτες, ὅταν τὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ Μητροπολίτου ἐκτίθετο στὸν Ναὸ γιὰ λαϊκὸ προσκύνημα, ἡ προσέλευση κάθε ἡλικίας ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ μὴ Χριστιανῶν, ἦταν ἀθρόα προκειμένου νὰ προσκυνήσουν τὴν ἁγία του σορό.

Ὅμως, «τί πρῶτον, τί δ᾿  ὕστερον, τί δ᾿ ὑστάτιον καταλέξω» περὶ τοῦ ἀοιδίμου;

Αἰσθάνομαι ἐνδεής μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητός του καὶ ἀπ’ ὅσους λειμῶνες, ὅσα ἄνθη καὶ ἂν συλλέξω γιὰ νὰ στολίσω τὴν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος, δὲν θὰ ἐπαρκέσουν.

Διαρκῶς δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Μεγαλόχαρη, ὅπως συνήθιζε νὰ ὀνομάζει τὴν Παναγία μας. Ἕνα δεῖγμα τῆς εὐχαριστιακῆς του προσευχῆς εἶναι καὶ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς εἰς Ἐπίσκοπον Χειροτονίας του, στὶς 21 Νοεμβρίου 1957, ἡ ὁποία στὴν οὐσία, ὁλόκληρη, ἦταν μία δοξολογικὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Ἀναφωνοῦσε κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν», Κύριε, προσεκόμισα τῇ Ἐκκλησίᾳ σου, καὶ ἐξ ἰδίων προσέφερα οὐδέν. Πλήρης ἡ ζωή μου καὶ κατάμεστος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Κυρίου καὶ ἐγὼ ἐξαγγέλω τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ τὴν ἄπειρον αὐτοῦ πρὸς ἐμὲ ἀγαθότητα. Οὐχὶ διὰ τὴν δικαιοσύνην μου, ἀλλὰ διὰ τὴν ἄμετρον τοῦ Χριστοῦ συγκατάβασιν».

 

Χρυσοστόμου τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Μεσσηνίας,

εἴη αἰωνία ἡ μνήμη.

Διαβάστε ακόμα