Ἀναλήφθηκε ὁ Χριστός – ἀναλήφθηκα κι ἐγώ

Αὐτὴν τὴν περίοδο γιορτάζουμε τὴν θεία Ἀνάληψη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τὴν εἴπανε κορυφὴ ὅλων τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν. Γι᾽ αὐτὸ χαιρετούμαστε στὸν δρόμο μὲ αὐτὴν τὴν ὡραία φράση: «Ἀναλήφθηκε ὁ Χριστός» καὶ ἀπαντᾶ ὁ χριστιανός: «Ἀναλήφθηκα κι ἐγώ». Ὁ χαιρετισμὸς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀρχαιοτάτη παράδοση. Αὐτὸ μᾶς τὸ περισώζει ἕνας ἀποδημητικὸς ψαλμὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Λέγει μὲ παράπονο ὁ ἐξόριστος καὶ σκλαβωμένος Ἑβραῖος: «Καὶ δὲν μᾶς εἶπαν οἱ περαστικοὶ “Εὐλογία Κυρίου σὲ σᾶς” γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε κι ἐμεῖς “Εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐν ὀνόματι Κυρίου”».

Οἱ χαιρετισμοὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἦταν οἱ ἑξῆς:

Μόλις ἀνέβαινε ὁ ἥλιος ἀπ᾽ τὴν ἀνατολή, ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ἔλεγε μιὰ παχειὰ «Καλημέρα». Ἂν ὑπῆρχαν ἀντιπάθειες καὶ ψυχρότητες μεταξύ τους, λεγότανε πολὺ πικρὰ καὶ σὰν ἀερικὸ φυσοῦσε στὰ αὐτιὰ τοῦ συνοδοιπόρου.

Ὅταν μεσουράνιζε ὁ ἥλιος, ἀνταλλάζαμε μεταξύ μας τὸ «Χαίρετε». Ὁ χαιρετισμὸς αὐτός, ποὺ τὸν ἀπηύθυνε καὶ ὁ ἀναστὰς Ἰησοῦς στὶς Μυροφόρες, χρησιμοποιεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Αὐτὸ μᾶς τὸ διασώζει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὅταν μᾶς προτρέπει τοῖς αἱρετικοῖς μηδὲ χαίρειν λέγειν. Αὐτὸ τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει ἀντικατασταθῆ μὲ τὸ «Καλὸ μεσημέρι» καὶ μὲ ἄλλους χαιρετισμούς, ὅπως «Καλὴ συνέχεια» ἢ τὸ ψυχρότατο «Γειά σου», ποὺ εἶναι σὰν νὰ τοῦ λὲς τοῦ ἄλλου «Ἄϊ παράτα μας». «Χαίρετε» δὲν ἀκοῦς πιά. Φαίνεται ὅτι ὁ τόπος μας δὲν σηκώνει τὴν χαρά, παρ᾽ ὅτι οἱ χριστιανοὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες γιορτάζουμε τὴν γιορτὴ τῆς χαρᾶς, ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάληψη. Ἡ γιορτὴ τῆς Ἀναστάσεως χαρακτηρίζεται ὡς ἡ γιορτὴ τῆς ἐλπίδας καὶ ἡ γιορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ὡς ἡ γιορτὴ τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγαλλιάσεως καὶ τῆς εὐφροσύνης, γιατὶ ἀλλάξαμε τόπο, φύγαμε ἀπὸ τὴν τυραννισμένη γῆ, ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, καὶ ἀνεβήκαμε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ πεσοῦσα, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ἐκεῖ ποὺ κάθεται ὁ Χριστός. Τὴν ἀνέλαβε ὁλόκληρη καὶ τὴν μετέφερε στὸν οὐρανό. Μᾶς ἄφησε τὸν κυριακὸ χαιρετισμὸ «Χαίρετε» μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλ᾽ ἐμεῖς καὶ αὐτὸν τὸν ἀρνηθήκαμε.

Κι ὅταν ὁ ἥλιος ἔγερνε πρὸς τὴν δύση, λέγαμε τὸ «Καλησπέρα». Κι ὅταν τὴν νύχτα πλάκωνε τὸ σκοτάδι καὶ ἡ ἀφεγγιά, λέγαμε τὸ «Καληνύχτα». Αὐτὰ ἀντικαταστάθηκαν μὲ ἕνα ψυχρὸ χαιρετισμὸ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: «Καλὸ βράδυ». Οἱ πρόγονοί μας δὲν ἐγνώριζαν τέτοιου εἴδους χαιρετισμούς. Σὲ κάθε συνάντηση ὁ ἕνας προκαλοῦσε τὸν ἄλλον νὰ χαιρετιστοῦν. Ἂν δὲν μιλοῦσε ὁ συναπαντώμενος, τοῦ ἔλεγαν: «Καὶ τὰ γαϊδούρια, ὅταν συναντοῦνται μεταξύ τους, μυρίζει τὸ ἕνα τὸ ἄλλο στὸ στόμα». Τὰ ἀκούσματα τῶν χαιρετισμῶν ὅλη τὴν ἡμέρα ἦταν λύρα γλυκόφθογγη, ἦταν ἁρμονία ἀνεπανάληπτη. Μόνον τὴν νύχτα ὑπῆρχε σιγή. Ὁ ψαρὰς ποὺ ὤρθριζε καὶ ὁ ἀγρότης γέμιζαν τὴν ἡμέρα μὲ εὐχὲς ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Τὸ νὰ μὴ χαιρετάη κάποιος τὸν συνάνθρωπό του γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ θεωρεῖτο ἐμπόδιο νὰ κοινωνήση.

− Δὲν χαιρετῶ τὸν ἀδελφό μου.

− Δὲν θὰ κοινωνήσης −ἔλεγε ὁ πνευματικός.

− Μὰ τοῦ λέγω καὶ δὲν ἀπαντᾶ.

− Πὲς ἐσὺ τὸν χαιρετισμὸ κι ἂς μὴ σοῦ ἀπαντήση.

Καὶ οἱ συγκατοικοῦντες καλημέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα ἔπλεναν τὸ πρόσωπό τους, σταυροσημειοῦντο καὶ ἔλεγαν τὶς πρωϊνές τους προσευχές. Μετὰ ἄκουγες τὴν μάμμη καὶ τὴν μάννα: «Καλημέρα, παιδί μου».

Μαζὶ μὲ τοὺς σπουδαίους αὐτοὺς χαιρετισμούς, ποὺ ἦταν τὰ κλειδιὰ ποὺ ἄνοιγαν τὴν ἐπαφὴ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἐπιμελὴς ἦταν καὶ ἡ τήρηση σὲ κάθε γιορτὴ τῶν θρησκευτικῶν ἢ ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, γιατὶ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἵλκυαν τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους. Ἡ θεία Ἀνάληψη συνοδευόταν ὅλη τὴν ἡμέρα ἀπὸ πολλὲς μεγαλοπρέπειες. Αὐτὴν τὴν ἡμέρα ὅσοι εἴχανε μάνδρες ἄρμεγαν τὸ γάλα καὶ δὲν τὸ τυροκομοῦσαν· τὸ μοίραζαν στοὺς γνωστοὺς καὶ φίλους. Ὅλα τὰ σπίτια αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἔτρωγαν ρυζόγαλο.

Ἤμουν παιδὶ καὶ ἡ μάννα μου μὲ μία κατσαρόλα μὲ χερούλι μὲ ἔστελνε καὶ στὶς πιὸ ἀπομακρυσμένες γειτονιὲς νὰ τοὺς προσφέρω γάλα. Τὰ τελευταῖα χρόνια ποὺ ἔζησα στὸ χωριό μου, κρατώντας τὴν κατασαρόλα τὸ γάλα, συνάντησα τὴν νέα γενιά, τοὺς νταγλαράδες, ὅπως ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες στὸ χωριό μου, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ διάφορα κινήματα νὰ ἀνατρέψουνε, νὰ θάψουνε, νὰ ἐξαφανίσουνε τὶς παραδόσεις μας, μόλις μὲ ὑπάντησαν μὲ τὴν κατσαρόλα μὲ τὸ γάλα, εἶπαν μεταξύ τους εἰρωνευτικά: «Οἱ χωριάτες σήμερα μοιράζουν τὸ γάλα, γιὰ νὰ μὴ ψωριάσουν τὰ πρόβατά τους». Πάντα ἀπαίσια ζωηρός, ἔρριξα τὴν κατσαρόλα μὲ τὸ γάλα στὸ χῶμα καὶ εἶπα στὴν μάννα μου: «Τέλος αὐτὴ ἡ συνήθεια». Δὲν γνωρίζω τὶ γίνεται σήμερα· ἂν σταμάτησε ἢ ἂν ὑπάρχη ἡ συνήθεια αὐτή, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως νὰ μὴ μπαίνη γάλα στὸ καζάνι τοῦ τυροκομειοῦ.

Ἄλλη συνήθεια ἤτανε στὶς 12 τὸ μεσημέρι νὰ χτυποῦν χαρμόσυνα ὅλες οἱ καμπάνες τοῦ χωριοῦ. Προβόδιζαν τὸν Χριστό, ποὺ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό. Νύχτα ἡ γέννηση, νύχτα ἡ ἀνάσταση, μεσημέρι ἡ ἀνάληψη. Ἁγιασμὸς σὲ ὅλα. Μὲ τὸν ἦχο τῶν κωδωνοκρουσιῶν, ὅλοι βρισκόμασταν στὴν θάλασσα, γιατὶ πιστεύαμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἁγίασε τὰ ὕδατα. Νίπταμε τὰ πρόσωπά μας καὶ τοὺς πόδας μας. Καὶ οἱ μητέρες, ἂν δὲν εἶχαν θυμιατὸ στὸ σπίτι τους, μὲ τὸ φουγουδάκι γεμᾶτο κάρβουνα καὶ λιβάνι, θύμιαζαν τὸν οὐρανό, ὅπου ἀνέβηκε ὁ Χριστός. Ὅλοι χαιρόμασταν, ὅλοι γιορτάζαμε, ὄλοι πανηγυρίζαμε αὐτὸν τὸν ἀποχωρισμό. Ὅλοι κοιτάζαμε τὸν οὐρανὸ καὶ βλέπαμε τὸν Χριστὸ καθισμένο ἐπάνω σὲ μιὰ νεφέλη νὰ ἀνεβαίνη. «− Ἀλήθεια τὸν βλέπατε; − Τὸν βλέπαμε καὶ τὸν βλέπουμε καὶ θὰ τὸν βλέπουμε!» Σύσσωμο τὸ χωριό, στὴν κυριολεξία γλεντοῦσε αὐτὸν τὸν ἀποχαιρετισμό. Μοῦ θύμιζε τὰ παλιὰ καράβια, τὰ ἱστιοφόρα, ποὺ ἔβγαιναν στὸ πέλαγος καὶ σφύριζε ἡ μπουροῦ καὶ ἀνεμίζαν τὰ πανιὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι κρατούσανε κάθε ἄσπρο πανὶ καὶ ἀποχαιρετούσανε τοὺς θαλασσοδαρμένους ναυτικούς μας.

Σὲ ἄλλα μέρη, μόλις ἔπεφτε τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, κάνανε λαμπαδοφορίες, γιὰ νὰ βλέπη ὁ Χριστὸς νὰ ἀνέβη στοὺς οὐρανούς. Πλήρης ἡ μέρα πανηγύρια καὶ γιορτές. Ὁ Χριστὸς στὸν οὐρανὸ κι ἐμεῖς μέναμε στὴν γῆ μὲ τὴν προσμονὴ τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κανεὶς δὲν μαγάριζε τὴν ἡμέρα αὐτὴν οὔτε μὲ τὴν συζυγικὴ συνεύρεση. Θεία καὶ ἱερὰ ὠνόμασαν τὴν Ἀνάληψη. Καὶ μέχρι σήμερα οἱ χριστιανοὶ θεία Ἀνάληψη τὴν ὀνομάζουνε καί −φοβερὸ πρᾶγμα− χαίρονται τὸν ἀποχωρισμό, γιατὶ περιμένουνε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ θὰ παραμείνη μαζί μας μέχρι τὴν ἐσχάτη ὥρα.

Ὁ Χριστὸς μὲ ἀλαλαγμό −λέγει ὁ προφήτης− ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει ὄτι ὁ Χριστὸς θὰ ᾽ρθῆ πάλι στὸν κόσμο μὲ ἀλαλαγμὸ σάλπιγγος. Θὰ φέρη τοὺς τύπους τοῦ πάθους του καὶ θά ᾽ναι τὰ ἱμάτιά του ἐρυθρά, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ πατητήρι. Πάτησε κάθε ἁμαρτία, κάθε παρανομία κι ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ μὲ ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτιά του. Μᾶς τὰ προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες, μᾶς τὰ δίδαξαν οἱ Ἁπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες, φερόμενοι ὑπὸ Ἁγίου Πνεύματος. Στὸν περίτεχνο ἀργαλειὸ τῆς καρδιᾶς τους ὕφαναν ὕμνους γι᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέρα, περίτεχνους ὕμνους, ποὺ ἐμεῖς σήμερα τοὺς ψάλλουμε καὶ τοὺς τραγουδοῦμε, ὅπου καὶ ἂν βρισκώμαστε.

Ἀναλήφθηκε ὁ Χριστός, ἀναλήφθηκα κι ἐγώ. Δόξα τῷ ἀναληφθέντι Χριστῷ.  Ἀμήν.

 

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

(Η φωτό από το προσωπικό αρχείο του Δημοσιογράφου Ηλία Προύφα είναι από τον εορτασμό της Αναλήψεως του Κυρίου στο ομώνυμο εξωκλήσι της Ι.Μ. Δοχειαρίου όπου πραγματοποιείται το έθιμο της Λαμπαδηφορίας)

Διαβάστε ακόμα