Φιλανθρωπικὴ βραδιὰ στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου (ΦΩΤΟ)

Του Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, Μέγα Ὑμνογράφο τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Ὁ Ἱεραποστολικὸς καὶ Φιλανθρωπικὸς Ὅμιλος «Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας», ποὺ ἵδρυσε ὁ μακαριστὸς Ἡγούμενος τῆς Κατεχόμενης Μονῆς τῆς Κύπρου μας, Γέροντας Γαβριήλ, διοργάνωσε τὴν Δευτέρα 8 Ἰουλίου στοὺς κήπους τοῦ Μετοχίου Κύκκου τὴν ἐτήσια φιλανθρωπική του ἀγορά. Ἡ     φιλανθρωπικὴ αὐτὴ ἐκδήλωση ποὺ στοχεύει τόσο στὴ σύσφιξη τῶν σχέσεων τῶν «ἐν Χριστῷ» ἀδελφῶν, ὅσο καὶ στὴν ἀνακούφιση τῶν ἐμπεριστάτων πραγματοπεῖται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Προέδρου τοῦ Ὁμίλου, Πανιερωτάτου μητροπολίτου Ταμασοῦ κ.κ. Ἡσαΐου καὶ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Πανιερωτάτου Μητρπολίτου Κύκκου καὶ Τηλλυρίας κ.κ. Νικφόρου. Μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἐμπερίστατοι εἴμαστε ὅλοι σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ποὺ «οὐκ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14), ὅλοι μας ποὺ δὲν γνωρίζουμε «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα»  (Παροιμ. γ΄ 28), ποὺ διαπιστώνουμε καθημερινὰ ὅτι «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33, 11).

Τὸ μουσικὸ μέρος τῆς ἐκδηλώσεως κάλυψε ἡ φιλαρμονικὴ τῆς Ἀστυνομίας καὶ λόγῳ της ἐπετείου τῆς 9ης Ἰουλίου ἀπήγγειλαν τὸ ποίημα «Ἡ Χιώτισσα» οἱ Χριστίνα καὶ Ἄλκηστις Παυλίδου μὲ μουσικὴ κάλυψη λαούτου καὶ τραγούδι ἀπὸ τὸν Λαρκο Λάρκου, καὶ στὸ πνευματικὸ ἀπηύθυνε χαιρετισμὸ ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀγαθόνικος, Ἔφορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου καὶ μίλησε ὁ Δρ Χαραλάμπης Μπούσιας, Ὑμνογράφος, μὲ τὸ θέμα ποὺ παραθέτουμε: «Δὲν ζῶ, ὅταν δὲν ἐλεῶ».

Δὲν Ζῶ ὅταν δὲν ἐλεῶ.

Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς, ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ, εἶναι τὸ πᾶν, θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ διδακτικώτατος Ὅσιος Πορφύριος. Ὅποιος ἀγαπάει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ζεῖ τὴν ζωή. Ζωὴ χωρὶς Χριστὸ εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση δὲν εἶναι ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μὴ ἀγάπη. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀφοῦ καὶ Αὐτὸς ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς, εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους. Ἢ θὰ εἶσαι στὴν ζωὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, ἢ θὰ εἶσαι  στὸν θάνατο, μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ μὲ νεκρὰ ἔργα ἀγάπης καὶ συμπαθείας. Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται νὰ διαλέξεις.

Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς μας, ὁ γλυκύτατος καὶ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ζωῆς μας πέρασε ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή Του «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι΄ 38). Δὲν ἡσύχαζε ὅταν κάποιος ἄλλος ἀνησυχοῦσε. Δὲν χαιρόταν ὅταν κάποιος ἦταν θλιμμένος. Δὲν ἔνοιωθε ὑγιὴς ὅταν κάποιος ἀσθενοῦσε. Τὴν ἴδια γραμμὴ ἀπαράλακτα ἀκολουθοῦσε,- καὶ πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ διαφοροποιεῖται; – καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος στοὺς Κορινθίους ἔγραφε: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (Β΄ Κορ. ια΄ 29);».

Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν ζωὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔγραφε, «Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. ια΄ 1), τὴν   ζωὴ τῶν Ἁγίων μας, τῶν ἐλεημόνων, τῆς Ταβιθᾶ, τοῦ Κορνηλίου, τῆς Ἁγίας Φιλοθέης καὶ τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων μας ποὺ ἐπαναλάμβαναν τὸ παύλειο: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δ’ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄ 20), ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε γιὰ νὰ ἐλεοῦμε, ἀφοῦ ζωὴ καὶ ἐλεημοσύνη ἀποτελοῦν μαθηματικὴ ταυτότητα.

Ὀφείλουμε νὰ κατανοήσουμε ὅλοι μας, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ καινὴ ζωὴ εἶναι ἡ μόνη ζωή, γιὰ τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ζοῦμε. Μακριά της εἴμαστε νεκροί, ἀφοῦ ἄνθρωπος νεκρὸς στὰ ἔργα εἶναι νεκρὸς καὶ στὴν ψυχή. Δὲν ζοῦμε ὅταν δὲν ἐλεοῦμε.

Εἶναι γνωστό, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ Θεός. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀναστάσεως τὸν ὀνομάζουμε «Ἀγάπη», γιατὶ ὁ Χριστός μας μὲ τὴν ἀνάστασή Του μᾶς ἑνώνει μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἀγάπης, αὐτῆς ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ ἑκούσιο πάθος καὶ τὸ ἀνέβασε ἀκόμη καὶ στὸν Σταυρό.

Ἕνας Γέροντας ποὺ ζεῖ γνήσια ἀσκητικὴ ζωὴ, ζωὴ ποὺ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀφοῦ ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης, μοῦ διηγήθηκε αὐτὸν τὸν μύθο, ποὺ πολὺ παραστατικὰ δείχνει τὴν ἀξία τῆς ἀγάπης, μὲ ἔργα ἐλεημοσύνης ἐνεργουμένης, ποὺ ὀφείλουμε ὅλοι ὡς Χριστιανοὶ νὰ τὴν ἔχουμε σύνοικη στὴ ζωή μας:

Μιὰ γυναίκα φρόντιζε τὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ της, ὅταν ξαφνικὰ βλέπει τρεῖς πολιοὺς γέροντες, φορτωμένους μὲ τὶς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, νὰ τὴν πλησιάζουν στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ. Ἂν καὶ τῆς ἦταν ἄγνωστοι τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς εἶπε:

-Ἀσφαλῶς θὰ πεινᾶτε, περάστε στὸ σπίτι μας νὰ σᾶς δώσουμε λίγο ζεστὸ φαγητό!

Αὐτοὶ εὐχαριστήθηκαν ἀπὸ τὴν πρόταση, ἀλλὰ μὲ λεπτότητα τὴν ρώτησαν:

-Ὁ σύζυγός σου εἶναι στὸ σπίτι;

-Ὄχι δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀπάντησε ἐκείνη.

-Τότε δὲν μποροῦμε νὰ ἔρθουμε, τῆς εἶπαν οἱ γέροντες.

Ὅταν ἀργότερα ὁ σύζυγος ἐπέστρεψε στὸ σπίτι, ἡ γυναίκα τοῦ διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ καὶ τὸν ἄκουσε πρόθυμα νὰ τῆς λέει:

-Ἂς ἔρθουν, τώρα ποὺ ἐπέστρεψα, νὰ τοὺς κάνουμε τὸ τραπέζι!

Ἡ γυναίκα ἔτρεξε τότε νὰ τοὺς συναντήσει στὸν δρόμο καὶ νὰ τοὺς προσκαλέσει. Ὅταν τοὺς  βρῆκε μὲ ἔκπληξη ἄκουσε νὰ τῆς λένε:

– Δὲν μποροῦμε νὰ ἔρθουμε καὶ οἱ τρεῖς.

Ἡ γυναίκα μὲ ἀπορία τοὺς ρώτησε: Γιατί!

Ὁ πρῶτος, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς τρεῖς τῆς ἐξήγησε τὴν ἄρνησή του  ξεκινώντας τὶς συστάσεις:

-Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πλούτου καὶ οἱ φίλοι μου εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Εὐτυχίας καὶ τῆς Ἀγάπης. Πὲς στὸν ἄνδρα σου νὰ διαλέξει ποιὸν ἀπὸ τοὺς τρεῖς θέλει νὰ καλέσει στὸ τραπέζι σας!

Ἡ γυναίκα προβληματισμένη ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ διηγήθηκε στὸν ἄντρα της αὐτὰ ποὺ ἄκουσε. Ὁ ἄνδρας της ἐνθουσιασμένος ἔτριψε τὰ χέρια του καὶ τῆς εἶπε:

-Νὰ καλέσεις τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Πλούτου. Ἔτσι, θὰ ἔχουμε ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦμε!

Ἡ σύζυγος, ὅμως, δὲν συμφωνοῦσε λέγοντας:

-Καὶ γιατί νὰ μὴν ἔχουμε τὴν χαρὰ τῆς Εὐτυχίας;

Ἡ κόρη τους ποὺ ἄκουγε ἀπὸ μιὰ γωνιὰ πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε:

-Δὲν θὰ ἦταν καλύτερα νὰ προσκαλούσαμε τὸν ἐκπρόσωπο τῆς Ἀγάπης; Τὸ σπίτι μας θὰ εἶναι πάντα γεμάτο ἀγάπη!

– Οἱ γονεῖς τότε συμφώνησαν μὲ τὴν θυγατέρα τους καὶ πῆγε ἡ γυναίκα νὰ προσκαλέσει τὴν ἀγάπη.

-Ποιὸς ἀπὸ ἐσᾶς εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀγάπης, τοὺς ρώτησε; Ἂς ἔρθει νὰ δειπνήσει μαζί μας.

Αὐτὸς τότε τὴν πλησίασε, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἄλλοι τὴν ἀκολούθησαν. Ὅταν εἶδε ἡ γυναίκα καὶ τοὺς τρεῖς νὰ τὴν πλησιάζουν, εἶπε στοὺς δύο ἐκπροσώπους τοῦ Πλούτου καὶ τῆς Εὐτυχίας.

-Ἐγὼ κάλεσα μόνο τὸν ἐκπρόσωπο τῆς Ἀγάπης! Γιατὶ ἔρχεσθε καὶ ἐσεῖς. Δὲν μοῦ εἴπατε ὅτι μόνον ἕναν μπορῶ νὰ καλέσω ;

Τότε ἀπάντησαν καὶ οἱ τρεῖς γέροντες μαζί:

-Ἂν εἶχες καλέσει τὸν Πλοῦτο ἢ τὴν Εὐτυχία, οἱ ἄλλοι δύο θὰ ἔμεναν ἔξω. Τώρα, ὅμως, ποὺ κάλεσες τὴν Ἀγάπη, ὅπου πάει ἐκείνη πηγαίνουμε  καὶ ἐμεῖς μαζί της. Τὴν ἀγάπη πάντοτε συνοδεύει καὶ ὁ Πλοῦτος καὶ ἡ Εὐτυχία!

Ὀφείλουμε, ἀδελφοί μου, νὰ ἐλεοῦμε χωρὶς διάκριση καὶ  χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε ἀνταπόδοση. Αὐτὴ θὰ τὴν δώσει ὁ εὔσπλαχνος Θεός μας μὲ τὴν ἀπείρως ἀγαπῶσα καρδιά Του χωρὶς νὰ τὴν ζητήσουμε. Μᾶς τὸ εἶπε ἄλλωστε: «Ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ἑβρ. ι΄ 30). Καὶ τὸ ἀνταπόδωμά Του θὰ εἶναι ἡ ἄφθαρτη μακαριότητα, θὰ εἶναι ἡ εἴσοδός μας στὴν ἀτελεύτητη Βασιλεία Του. Στὴν γῆ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε, πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό μας νὰ μᾶς διανοίγει τοὺς ψυχικούς μας ὀφθαλμούς, γιὰ νὰ βλέπουμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν ἐπίγεια διαμονή μας ἀπὸ τὴν οὐράνια, τὴν παροικία ἢ τὸ ξενοδοχεῖο τῆς γῆς ἀπὸ τὴν μόνιμη κατοικία μας, ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό, τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς, τὴν λάσπη τοῦ ἕλους ἀπὸ τὰ καθαρὰ χώματα, τὴν σάρκα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ πρόθεση τῆς ἐλεημοσύνης μας καὶ ἡ πρακτικὴ ἔκφρασή της ἀντανακλᾶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεό μας.

Ἀναλώνοντας τὸν ἑαυτό μας στὴν ἐλεημοσύνη καὶ δίνοντας ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μας στοὺς φτωχοὺς γινόμαστε πλούσιοι σὲ αἰώνια ἀγαθά. Δίνοντας λίγα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι δικά μας, ἀλλὰ μᾶς τὰ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς, Ἐκεῖνος μᾶς τὰ ἀνταποδίδει πλούσια. Ἡ ἐλεημοσύνη δείχνει καρδιὰ ταπεινή, καρδιὰ μὲ φόβο Θεοῦ, ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ ποὺ σίγουρα ἀπολαμβάνει τῆς ἀγάπης Του. Δείχνει καρδιὰ ζῶσα καὶ ὄχι νεκρή. Δείχνει καρδιὰ ποὺ ζεῖ καὶ ἀναπνέει μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή της.

Διαβάστε ακόμα