Εκοιμήθη ο Γέρων Κοδράτος ο Καρακαλληνός

Ἔφυγε σήμερα, ξημερώνοντας ἡ Ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15-8-2018 / 28-8-2018 κατά τό νέο ἡμερολόγιο), ἀπό τήν ἐπίγειο Μονή του, τήν Ἱερά Μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Καρακάλλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πρός τήν ἐπουράνιο μονή, τήν ὑπό τοῦ Κυρίου μας ἠτοιμασμένη δι’ αὐτόν, ὁ Μοναχός Γέροντας Κοδράτος.

Ἔφυγε ἤρεμος, γεμάτος γαλήνη, ἔπειτα ἀπό 60 ἔτη μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ π. Κοδράτος, κατά κόσμον Σταῦρος Εὐθυμίου τοῦ Δημητρίου καί τῆς Δήμητρας, ἐγεννήθη τό ἔτος 1931 στό Τετράκωμο Ἄρτης. Προσῆλθε στή Μονή Καρακάλλου τό ἔτος 1958 καί παρέμεινε ἀδελφός τῆς Μονῆς ἕως καί τῆς κοιμήσεώς του. Τό 1960 ἐκάρη Μοναχός καί τό 1962 ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Τό 1970 ἐξελέγη Προϊστάμενος τῆς Μονῆς.

Ὅσοι τόν γνωρίσαμε -ὅσο μπορεῖ κάποιος νά γνωρίζει τά τῆς καρδίας τοῦ ἄλλου- ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία ἀπό τίς τελευταῖες καί σπάνιες μορφές τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί τοῦ μοναχισμοῦ ἐν γένει∙ μορφή μίας ἐποχῆς πού χάνεται. Ὄχι γιατί ὁ μοναχισμός καί ἡ Ἐκκλησία μας δέν «δίνουν» Ἁγίους χάριτι Θεοῦ, ἀλλά γιατί ἐμεῖς μάθαμε νά ταυτίζουμε τόν «σωστό» μοναχισμό μέ τά θαύματα, μέ τήν προόραση, μέ τή διόραση, μέ τό ταπεινόσχημο παρουσιαστικό, μέ τήν ἰσχνή ὁμιλία, μέ τήν τυπολατρική τήρηση τοῦ Τυπικοῦ καί τοῦ προγράμματος, παραθεωρώντας τήν ἄδολη καί ἁγνή ἁπλότητα καί ἀγάπη.

Ἄν μοῦ ζητοῦσε κάποιος νά περιγράψω μέ λίγες λέξεις τόν Γέροντα Κοδράτο, θά ἔλεγα ὅτι ἦταν ἕνα παιδί ἀνεξαρτήτως τῆς κατά σάρκα ἡλικίας του. Ναί! Ἕνα παιδί! Καί τό παιδί τό χαρακτηρίζει ἡ ἁπλότητα, ἡ ἁγνότητα, τό ἀπονήρευτο, ἀλλά συχνά καί ἡ χωρίς κακία ἐπιπολαιότητα∙ ἁπλῶς γιατί ἔτσι εἶναι ἕνα παιδί…

Θά ἀναφέρουμε κάποια περιστατικά, ὄχι πρός τιμήν τοῦ Γέροντος Κοδράτου. Δέν θά ἤθελε κάτι τέτοιο, καί δέν ἔχει καί κανένα νόημα νά τιμήσουμε ἕναν μοναχό πού ἔφυγε τήν τοῦ κόσμου τιμή. Θά τά ἀναφέρουμε ἁπλῶς γιά νά τά θυμόμαστε ἐμεῖς καί νά ὠφελούμεθα ἀπό αὐτά.

Ὁ Γέροντας ἔζησε τό Ἅγιον Ὄρος σέ ἄλλες ἐποχές. Πολλοί λένε ἐποχές παρακμῆς. Ἴσως γιατί δέν ὑπῆρχαν τότε πολλοί μοναχοί καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ οἱ πιό πολλές Μονές λειτουργοῦσαν τύποις μέ τό Κοινοβιακό σύστημα, στήν οὐσία ὡς Ἰδιόρρυθμα Μοναστήρια. Δέν εἶναι τῆς παρούσης νά ἀναφερθῆ ποιό σύστημα θεωρεῖται καλύτερο καί ποιό χειρότερο. Μᾶλλον θά λέγαμε ὅτι δέν εἶναι τό σύστημα ἐκεῖνο πού φτιάχνει τόν μοναχό, ἀλλά ἡ προαίρεση τοῦ μοναχοῦ.

Ὁ Γέροντας Κοδράτος, λοιπόν, γαλουχήθηκε στό μοναχισμό ὡς ἐπί τό πλεῖστον μέσα σέ αὐτές τίς ἐποχές τῆς παρακμῆς. Τά χρόνια πέρασαν καί ἡ Μονή τοῦ Καρακάλλου, ἡ Μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔπεσε σέ ἀκόμη μεγαλύτερη παρακμή. Οἱ μοναχοί λιγόστευσαν καί ὅσοι ἀπέμειναν ἦσαν μεγάλης ἡλικίας. Κάποτε τό Μοναστήρι πέρασε σέ χέρια ἀκατάλληλα καί δοκιμάστηκε σκληρά. Ὁ Κοδράτος δέν τό ἐγκατέλειψε ποτέ, ὅταν ἄλλοι ἔφυγαν γιά ἄλλα Μοναστήρια καί Κελλιά. Ἄν καί ἀγράμματος, πῆρε τούς δρόμους καί βρῆκε ἐκείνους πού θά τόν βοηθοῦσαν νά ἀναστήση καί πάλι τό Μοναστήρι. Ἔγραψε στό Πατριαρχεῖο, ἀπευθύνθηκε στό Πρωτᾶτο καί ζήτησε νά μήν παραθεωρήσουν τήν τοῦ Καρακάλλου Μονή. Προσευχήθηκε θερμῶς, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νά ξανακάνουν τό Μοναστήρι τόπο μετανοίας καί ἁγιότητος. Καί τά κατάφερε. Ἔπειτα ἀπό περιπέτειες ἡ Μονή ἀπέκτησε ἀδελφότητα, μέ τό Κοινοβιακό πλέον σύστημα.

Ἐκεῖνος παρέμεινε κατά κάποιον τρόπο ἰδιόρρυθμος. Ἔτσι μεγάλωσε κι ἔτσι ἔζησε τά περισσότερα χρόνια της μοναχικῆς του ζωῆς. Γιά παράδειγμα, γιά ἐκεῖνον δέν ἦταν εὔκολο τό πρωί μετά τήν Ἀκολουθία, στίς 5 ἤ 6 τά χαράματα, νά φάει φασολάδα. Ἐκεῖνος εἶχε μάθει ὅτι ἡ τράπεζα εἶναι τό μεσημέρι κι ὄχι τά χαράματα. Ἤθελε οἱ ἐπιστολές πού ἐλάμβανε νά εἶναι σφραγισμένες κι ὄχι νά ἔχουν περάσει ἀπό ἔλεγχο. Ἤθελε νά παρευρίσκεται σέ πανηγύρεις ἄλλων Μονῶν χωρίς ἐμπόδιο, ἤ νά πηγαίνει συχνά στίς Καρυές γιά νά προμηθευτεῖ κάτι ἤ νά συναντήσει παλιούς του φίλους Μοναχούς.

Κάποιες τέτοιες «ἰδιορρυθμίες» του ἦταν πολλές φορές ἡ ἀφορμή νά εὑρίσκεται στό περιθώριο. Ὅπως ἀνέφερα, δέν ἐγνώριζε παρά ἐλάχιστη γραφή καί ἀνάγνωση. Ἔτσι, πολλές φορές ζητοῦσε τή βοήθεια ἄλλων, ἀκόμη καί τῶν ἐπισκεπτῶν τῆς Μονῆς, γιά νά γράψη ἕνα γράμμα, νά ἀπαντήση σέ κάποιο ἄλλο καί φυσικά νά τοῦ διαβάσει κάποιος τίς ἐπιστολές τίς ὁποῖες ἐλάμβανε.

Κάποτε μοῦ ἐζήτησε κι ἐμένα νά τοῦ φτιάξω ἕνα ἰδιαιτέρως χονδρό κομποσχοίνι γιά νά μπορεῖ νά προσεύχεται, γιατί τά κοινά σέ μέγεθος κομποσχοίνια δέν τόν βόλευαν. Τό ἔκανα μέ χαρά γι’ αὐτό τό γεροντάκι. Κι ὅταν τό κομποσχοίνι τελείωσε, πῆγα ἐπίσκεψη στόν Γέροντα. Εἶχε τελειώσει καί τό Ἀπόδειπνο καί σχεδόν ὅλοι, Μοναχοί καί ἐπισκέπτες, εἶχαν πάει γιά ξεκούραση ὅταν χτύπησα τήν πόρτα τοῦ κελιοῦ του. Εἶχα δεῖ κι ἄλλες φορές φῶς ἀπό τή χαραμάδα τῆς πόρτας καί ἤξερα ὅτι δέν κοιμᾶται τίς συνηθισμένες ὧρες. Ἐκείνη τή νύχτα κατάλαβα ὄχι ὅτι δέν κοιμόταν τίς συνηθισμένες ὧρες, ἀλλά ὅτι κοιμόταν ἐλάχιστα.

Ἄνοιξε καί ἔκανε σάν μικρό παιδί ἀπό χαρά ὅταν τοῦ ἔδειξα τό κατοστάρι κομποσχοίνι πού τοῦ εἶχα ἑτοιμάσει. Δέν μέ ἄφηνε μέ τίποτε νά φύγω. Ἐπέμενε νά μέ κεράσει ἕνα τσάι στό κελί του. Κι ἔτσι μπῆκα γιά πρώτη φορά στόν προσωπικό του χῶρο. Ἐκεῖνος πῆγε δίπλα σέ ἕνα μικρό χώλ τοῦ κελιοῦ του, ὅπου εἶχε στήσει μία πρόχειρη κουζίνα γιά νά μαγειρεύει τό φαγητό του. Ἐγώ κάθισα στό κρεβάτι του καί περιεργαζόμουν τόν χῶρο. Οἱ τοῖχοι ἦταν γεμάτοι μικρές καί μεγάλες εἰκόνες, καί ἀρκετές φωτογραφίες. Κατάμαυροι ἀπό τό θυμίαμα καί τά κεριά, ἀλλά ὄχι μελαγχολικοί. Λιγοστά ροῦχα καί σχεδόν καθόλου βιβλία. Τί νά τά κάνει ἄλλωστε; Παρατήρησα ὅμως δύο μεγάλα πανέρια γεμάτα ἀπό χαρτιά μέ ὀνόματα, ζώντων καί κεκοιμημένων. Μόλις ἦρθε κοντά μου τόν ρώτησα: «Γέροντα τί τά θές τόσα ὀνόματα;». Ἐκεῖνος μέ πολύ φυσικό τρόπο μοῦ ἀπήντησε: «Εἶναι ὀνόματα πού μοῦ ἔχουν στείλει γιά νά τά μνημονεύω, καί τό κάνω κάθε βράδυ». Αὐτή ἦταν ἡ νυχτερινή του ἐργασία! Νά μνημονεύει ὀνόματα. Ἦταν ὀνόματα ἀνθρώπων πού ἐπικοινώνησαν κάποτε μαζί του, πού ζήτησαν τήν προσευχή του, πού τόν ἐνίσχυσαν ὑλικά ἤ ἠθικά μέ κάποιον τρόπο, κι ἐκεῖνος θεωροῦσε καθῆκον του νά μήν τούς ξεχάσει ποτέ.

Σέ ἄλλη ἐπίσκεψη στό κελί του, εἶδα δύο μπώλ τσίγκινα τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο. Τό ἕνα ἦταν γεμάτο μέ κουκιά καί τό ἄλλο μέ ἐλάχιστα κουκιά. Ἦταν ἐπάνω στό κρεβάτι του. Τόν ρώτησα: «Καλά θά φτιάξεις κουκιά σήμερα;». Κι ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε ὅτι δέν ἦταν γιά φαγητό. «Ἄν τά φάω, θά σᾶς ἀποχαιρετίσω» εἶπε καί γελοῦσε σάν μικρό παιδάκι. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι τά κουκιά τά εἶχε ἀρκετά χρόνια μέσα στά μπώλ. Μέ αὐτά μετροῦσε τά κομποσχοίνια πού ἔκανε κάθε μέρα. Κάθε κομποσχοίνι ἀντιστοιχοῦσε σέ ἕνα κουκί πού ἔβγαινε ἀπό τό ἕνα μπώλ κι ἔμπαινε στό ἄλλο. Τό περιστατικό μοῦ θύμισε κάτι παρόμοιο πού εἶχα διαβάσει στό Γεροντικό…

Θέλω νά ἀναφέρω καί κάτι ἄλλο. Ὅπως εἶπα καί πρίν, συνήθιζε νά μαγειρεύει μόνος του ὅταν ἀπό τήν τράπεζα τῆς Μονῆς δέν μποροῦσε «παρατύπως» νά λάβη λίγο φαγητό ἤ ὅταν δέν τοῦ ἄρεσε τό φαγητό τῆς ἡμέρας. Προσπαθούσα νά τόν προμηθεύω μέ λίγο λάδι κι ἄλλα τρόφιμα κατά περιόδους. Θυμᾶμαι δύο φορές, μέ τό πού βρέθηκα στόν περίβολο τῆς Μονῆς, μοῦ ζήτησε λάδι ἐπίμονα. Ἐπέμενε τόσο πολύ, πού μέ ἔφερε σέ δύσκολη θέση. Ἔφυγε καί πῆγε στό κελί του μουτρωμένος γιατί δέν τόν οἰκονόμησα ἐκείνη τή στιγμή, ὅπως μουτρώνει ἕνα παιδάκι ὅταν δέν τοῦ κάνεις τό χατήρι. Ὅμως, δέν πέρασε μισή ὥρα καί κατέβηκε πάλι, μέ τόν ἴδιο αὐθορμητισμό ὅπως μούτρωσε πρίν, γιά νά μοῦ πεῖ: «Ἀδελφέ μου κατάλαβα ὅτι σέ στενοχώρησα. Συγχώρεσέ με σέ παρακαλῶ». Γονάτισε μπροστά μου κι ἔβαλε μετάνοια. Τό ἴδιο συνέβη ἄλλη φορά ὅταν ἤθελε νά τοῦ ἑτοιμάσω ἀπάντηση σέ κάποια ἐπιστολή. Τοῦ ὑποσχέθηκα νά τό κάνουμε ἀργά τό ἀπόγευμα, ἀλλά ὁ Γερο-Κοδράτος ἐπέμενε νά γίνει «ἐδῶ καί τώρα» ὥστε νά σταλῆ ἄμεσα ἡ ἀπάντηση. Καί πάλι τότε, σάν μικρό παιδάκι ἦρθε νά ζητήση συγγνώμη, νά κάνει μετάνοια καί νά μοῦ πεῖ νά μήν τόν παρεξηγῶ γιατί εἶναι «γέρος ἄνθρωπος μέ παραξενιές καί κακός μοναχός». Γιά μένα αὐτό ἦταν διδασκαλία, ἕνα συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας καί ἀγαθότητας, μιά διδασκαλία πού δέν εἶχα λάβει ἄλλη φορά στή Μονή.

Θά ἀναφέρω καί κάτι τελευταῖο. Συχνά μοῦ ἄνοιξε τήν καρδιά του. Σάν παιδάκι μοῦ εἶπε τά παράπονά του. Τόν ἀγώνα πού ἔδωσε γιά νά ἐγκατασταθῆ μία καλή ἀδελφότητα στό Μοναστήρι, τό πῶς φέρονταν οἱ παλαιότεροι Μοναχοί, ἀλλά καί τό περιθώριο στό ὁποῖο αἰσθανόταν ὅτι εὑρισκόταν κάποιες φορές. Κι ἐγώ, τήν πρώτη φορά πού τόν ἄκουσα, τοῦ εἶπα: «Τί ἀνησυχεῖς; Σιγά τό περιθώριο. Πόσοι καί πόσοι Ἅγιοι ἔζησαν στό περιθώριο; Ἐσύ τί ἀνησυχεῖς; Ἔχεις τούς Ἀποστόλους πού δέν θά σέ ἀφήσουν ποτέ στό περιθώριο». Σκέφθηκε λίγο καί μοῦ εἶπε: «Ἔχεις δίκιο. Ποτέ δέν μέ ἐγκατέλειψαν. Καί θά σοῦ πῶ ἄλλη φορά διάφορα περιστατικά πού μέ βοήθησαν μέ τρόπο θαυμαστό». Καί μοῦ εἶπε… Μοῦ εἶπε πολλά… Ἀλλά δέν ἀφοροῦν κανέναν. Θά μείνουν μεταξύ μας.

Ἐκεῖνο πού δέν θέλω νά μείνει μεταξύ μας, ἀπό τήν ἀναφορά μας στό πρόσωπο τοῦ π. Κοδράτου, εἶναι ὅτι κανείς μας δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τί κρύβει ἡ καρδιά τοῦ διπλανοῦ μας. Ὅποιος κι ἄν εἶσαι κι ὅ,τι θέση κι ἄν κατέχεις, εἴτε εἶσαι Ἐπίσκοπος ἤ ἁπλός πιστός, Γέροντας ἤ ὑποτακτικός, Ἡγούμενος ἤ ἁπλός μοναχός, Κληρικός ἤ λαϊκός, κανείς μά κανείς δέν ἔχει τήν δυνατότητα -πολύ δέ περισσότερο τό δικαίωμα- τῆς ἀπολύτου ἑρμηνείας τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά μας. Βλέπουμε, ἀλλά πάντα θά εἴμαστε τυφλοί γιατί σέ ὅλα τά πράγματα ὑπάρχει καί ἡ πλευρά πού δέν μποροῦμε νά δοῦμε. Ἀκοῦμε, ἀλλά πάντα θά εἴμαστε κωφοί γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν μεταφράζεται καί κυρίως βιώνεται. Μιλᾶμε καί λέμε πολλά, πάρα πολλά, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μιλάει στή σιωπή. Καί ἐν τέλει, ἐκεῖνο πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ μειώνουμε καί ἀπαξιώνουμε, ὁ Θεός τό ἀγκαλιάζει περισσότερο καί τοῦ δείχνει μέ πιό ἔντονο τρόπο τήν ἀγάπη Του.

Τόν Γέροντα Κοδράτο κάποιοι τόν θεώρησαν παράξενο, γιατί ὅ,τι δέν συμβαδίζει μαζί μας δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται «σωστό». Κάποιοι ἀμφισβήτησαν τόν ἀγώνα του, γιατί δέν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ κοινός μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς ἀγώνας. Κάποιοι εἶπαν ὅτι δέν εἶναι ὁ τυπικός μοναχός. Μά τί θά πεῖ τυπικός; Ἐκεῖνος πού εἶναι προσκολλημένος στόν τύπο; Ἄν ναί, τότε προτιμῶ ἐκεῖνον, τόν Γερο-Κοδράτο, πού δέν ἀγαποῦσε τόν τύπο. Προτιμῶ τό παιδί παρά τόν ἐνήλικα. Προτιμῶ τήν παιδική καρδιά πού δέν πρόλαβε ἤ δέν θέλησε νά μισήση, παρά τήν δική μας τήν ἐνήλικη πού ξέρει νά κρύβει πάθη καί ἐμπάθειες πίσω ἀπό τήν βιτρίνα τοῦ «τυπικοῦ» καί «σωστοῦ» μοναχοῦ.

Μιά τέτοια παιδική καρδιά πῆρε σήμερα στήν ἀγκαλιά της ἡ Μάνα μας, ἡ Παναγία μας, ἡ Κυρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τί μεγαλύτερη τιμή γιά τόν Γέροντα Κοδράτο;

Ἄς ἔχουμε ὅλοι τήν εὐχή του.

 

Διαβάστε ακόμα