Μεσσηνίας: Ή πορεία του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών

Κυκλοφόρησε προσφάτως βιβλίο του Μητροπολίτου Μεσσηνίας και Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου με τον τίτλο: Ή πορεία του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών. Αξιολόγηση, προβλήματα, προοπτικές.

Στο βιβλίο αυτό εμπεριέχονται τα παρακάτω θέματα:

  1. Ή πρώτη δεκαετία του Θεολογικού Διαλόγου. Τά τρία Κείμενα Μονάχου, Bari καί Νέου Βαλάμου (1980-1990).
  2. Ή δεύτερη δεκαετία (1990-2000). Το πρώτο αδιέξοδο στο Θεολογικό Διάλογο καί το πρόβλημα της ουνίας.
  3. Η επανέναρξη του Θεολογικού Διαλόγου (2006) καί το Κείμενο της Ραβέννας (2007).

4 Από το Κείμενο της Ραβέννας (2007) στο Κείμενο του Chieti (2016).

  1. Ή πρόταση αλλαγής της θεματολογίας του Διαλόγου καί το «διφυές» εκκλησιολογικό πρόβλημα (πρωτείο καί ουνία). Μία λανθασμένη προσέγγιση και ένα νέο αδιέξοδο.
  2. Η αξιοποίηση τών κοινών Κειμένων μεταξύ Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών καί ή μελλοντική πορεία Θεολογικού Διαλόγου.

Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρυσόστομος αναφέρει μεταξύ άλλων: « Ο θεολογικός Διάλογος μεταξύ των Ορθοδόξων καί των Ρωμαιοκαθολικών, ό όποιος άρχισε τόν Μάιο τού 1980 καί συνεχίζεται μέχρι σήμερα, υπήρξε καρπός μιας σταθερής καί μακροχρόνιας πορείας καί μιας πανορθόδοξης απόφασης, ήδη από τίς αρχές της δεκαετίας του 1960 με σκοπό την επίτευξη μιας δογματικής συμφωνίας καί με προοπτική τήν αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας».

Συνεχίζοντας και στο κεφάλαιο περί της μελλοντικής πορείας του Θεολογικού Διαλόγου αναφέρει ότι: «ή Ορθόδοξη Εκκλησία έχουσα συνείδηση ότι είναι ή Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε Θεολογικό Διάλογο προκειμένου να προσφέρει τήν Αλήθεια, τήν οποία κατέχει καί όχι γιά να προσλάβει τήν Αλήθεια. Προσφέροντας τήν Αλήθεια ή Ορθόδοξη Εκκλησία εδραιώνει αφενός τήν αυτοσυνειδησία της καί αφετέρου επιβεβαιώνει την σωτηριολογική της προοπτική. Ό θεολογικός διάλογος δέν είναι ένα σύγχρονο εφεύρημα στη ζωή της Εκκλησίας αλλά αποτελεί μία αρχαία πρακτική. Δέν μπορείς να είσαι Ορθόδοξος καί να μην διαλέγεσαι. Ό διάλογος με σκοπό την ανάδειξη τής Αλήθειας καί η επιθυμία γιά επίτευξη της ενότητας είναι χαρακτηριστικά της ίδιας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κρύβει «έν οστρακίνοις σκεύεσι» τόν θησαυρό της πίστης τόν όποιο κατέχει».

Καταλήγει ο Σεβασμιώτατος στο παρόν πόνημα προτείνοντας:

« α) Ο συγκεκριμένος Θεολογικός Διάλογος διέρχεται μία «κρίση ταυτότητας». Εάν θα συνεχίσει δηλαδή να είναι Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Εκκλησιών η θά μετεξελιχθεί σε έναν ακαδημαϊκό διάλογο, όπως καί πολλοί άλλοι.

β) Ο κατάλογος των θεμάτων που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο κείμενο με τίτλο «Πρός την ενότητα της πίστεως: Θεολογικά καί Κανονικά Θέματα», θα οδηγήσει σε αδιέξοδο τις συζητήσεις γιατί είναι ατελέσφορος .

γ) Ή θεματολογία του δευτέρου κειμένου, με τίτλο «Πρωτείο καί Συνοδικότητα στη δεύτερη χιλιετία και σήμερα» είναι αλυσιτελής γιατί δεν υπάρχει η κοινή παράδοση της Αρχαίας Εκκλησίας, ως βάση διαλογικής συζήτησης, ούτε καί οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις γιά μία τέτοια συζήτηση.

δ) Το θέμα της ουνίας χωρίς την εκκλησιολογική αντιμετώπισή του θα συνεχίζει να παραμένει άλυτο ως ένα εκκλησιολογικό «μόρφωμα» καί μία «εκκλησιαστική ανωμαλία», καί μόνο ως επικοινωνιακό τεκμήριο θά προβάλλεται στην επικαιρότητα.

   Προ ενός τοιούτου αδιεξόδου θεωρώ ότι : α) Μία επαναξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια καί με επιδίωξη την διακονία «υπέρ της αληθείας» καί όχι «κατά της άληθείας » (Β’ Κορ. 13, 8) είναι απαραίτητη γιά τη συνέχιση του παρόντος Θεολογικού Διαλόγου.

β) Ή εφαρμογή της απόφασης της Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σχετικά με την διαδικασία επαναξιολόγησης καί επανεκτίμησης των μέχρι σήμερα αποτελεσμάτων του καί της μελλοντικής του πορείας θα ήταν χρήσιμη, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα καί να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο «εν αγάπη καί αληθεία» στα πλαίσια της ενδοορθόδοξης ενότητας, συναντίληψης καί συνεργασίας.

γ) Ή συνέχιση του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου πρέπει να επιδιωχθεί με βάση τις εκκλησιολογικές καί θεολογικές προϋποθέσεις τής «κοινής παράδοσης» τής Αρχαίας Εκκλησίας».

 

 

Διαβάστε ακόμα