Tου Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου
Πριν από λίγες ημέρες ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος δήλωσε τα εξής: «Αγαπάμε τον Πατριάρχη μας, αγαπάμε το Πατριαρχείο μας, το σεβόμαστε, το στηρίζουμε όσο μπορούμε» και συμπλήρωσε: « Αγαπάμε τον πρωθυπουργό μας, τους πολιτικούς μας όλους, και όπου έχουμε δυνατότητα λόγου βοηθάμε και συμπαραστεκόμαστε. Όλους αυτούς τους αγαπάμε και τους σεβόμαστε». Και τέλος αναφέρει: «Αλλά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αγαπάμε πιο πολύ απ’ όλους την Εκκλησία και την πατρίδα».
Οι δηλώσεις αυτές του Αρχιεπισκόπου γεννούν κάποια ερωτηματικά.
Πρώτο είναι, ότι διαφαίνεται να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο Πατριαρχείο, τον Πατριάρχη και την Εκκλησία, η οποία παρουσιάζεται ως κατι αόριστο στο τελευταίο σημείο της δηλώσεως, σε αντίθεση με την αρχή της δηλώσεως στην οποία η αναφορά είναι πολύ συγκεκριμένη (Πατριαρχείο- Πατριάρχης).
Από τα δηλούμενα αυτά παρουσιάζεται μια μονομερής προς την Εκκλησία αγάπη, που προφανώς είναι συναισθηματικό γεγονός και όχι εκκλησιαστική πράξη;
Τι σημαίνει αγαπώ στην ανωτέρω δήλωση; Αγαπά περισσότερο, «πιο πολύ», μια συγκεκριμένη Εκκλησία εν προκειμένω ο Μακαριώτατος ;
Όταν λέει, ότι αγαπάμε πάνω από όλους και από όλα περισσότερο την Εκκλησία και προηγουμένως έχουμε πει ότι σεβόμεθα τον Πατριάρχη και το Πατριαρχείο, δεν διαφαίνεται ότι ο Πατριάρχης είναι κάτι ξένο από την Εκκλησία;
Πως είναι δυνατόν να αγαπάς όχι συναισθητικά, αλλά βιωματικά και συμμετοχικά την Εκκλησία περισσότερο από το Πατριαρχείο; Γιατί το Πατριαρχείο δεν είναι Εκκλησία; Με την δήλωση αυτή δεν αναιρείται η εμπειρική βίωση της εκκλησιαστικής κοινωνίας και ενότητας.;
Σε ποιάν Εκκλησία αναφέρεται σε αυτήν, στην οποία χωρεί κάθε αρρωστημένη νοοτροπία αγαπισμού και που δεν είναι Εκκλησία αλλά σωματείο ή στην Εκκλησία ως σώματος Αγάπης;
Υπάρχει ο κίνδυνος η δήλωση αυτή να προάγει εθνικιστικές θέσεις και να οδηγήσει σε περισσότερες αντιθέσεις στην Ελλαδική Εκκλησία που σημειωτέον ποιμαίνει πιστούς μέρους της Ελληνικής επικρατείας; Η ταύτιση δε Εκκλησίας και πατρίδας ως προς τα αντικείμενα της αγάπης, μήπως προάγει την υποταγή της Εκκλησίας σε μια κρατική οντότητα, η οποία υποταγή τον τελευταίο καιρό ευδοκιμεί στην Ελλάδα;
Αλλά ας αναζητηθούν οι απαντήσεις, όσο είναι δυνατόν στο παρόν κείμενο, σε παλαιότερα γραφόμενα του ιδίου του Αρχιεπισκόπου.
Όπως ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρει η αγάπη δεν είναι συναισθηματική κατάσταση. «Είναι αλήθεια ότι στο Ευαγγέλιο γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό και τον πλησίον. Χρειάζεται όμως να διευκρινισθεί ότι αυτή η αγάπη είναι θεολογική αρετή, όχι μόνο μια συναισθηματική κατάσταση μέσα στην οποία μπορεί να χωρέσει κάθε είδους αρρωστημένη νοοτροπία. Κατά τους Αγίους Πατέρες η φράση « Ο Θεός αγάπη εστί» δηλώνει την άκτιστη ενέργεια του Θεού, αφού ο Θεός δεν έχει απλώς αγάπη, αλλά είναι αγάπη. Επομένως βίωμα της αγάπης είναι η μέθεξη στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Και οπωσδήποτε μπορούμε να πούμε ότι η Εκκλησία είναι σώμα Αγάπης αλλά συγχρόνως ότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως ». (Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας Ιερωνύμου, Εξουσία η Διακονία στην Εκκλησία; στο ΣΥΝΑΞΗ τεύχ. 47 Ιουλ.- Σεπτ. 1993, σελ.7).
Αυτό που συνάγεται από προηγούμενα γραφόμενα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, τότε Μητροπολίτου Θηβών, είναι ότι η αγάπη στην Εκκλησία δεν είναι συναισθηματικό γεγονός και ότι η θεολογική αρετή της αγάπης πραγματώνεται ως βίωμα εντός του Σώματος της Αγάπης, δηλαδή της Εκκλησίας.
Άρα η Εκκλησία δεν θέλει αγάπη, δεν είναι ατελής αγάπης, δεν χρήζει αγάπης, αλλά είναι η Αγάπη διότι η Εκκλησία είναι το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» ( Εφ. 1,23). Η αγάπη υποστασιάζεται στην Εκκλησία γίνεται σύναξη «επί το αυτό», η οποία φανερώνει τήν ενότητα της. Ως εκ τούτου δεν έχει νόημα να λες ότι αγαπάς την Εκκλησία όταν είσαι μέλος του Σώματος της Αγάπης γιατί ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι πρόκειται για μια εγωιστική αγάπη που ικανοποιεί τον ναρκισσισμό μας.
Συμφωνως με τα προηγούμενα γραφόμενα του, ο Μακαριώτατος προφανώς εννοεί ότι το βίωμα της αγάπης πραγματώνεται στο Σώμα του Χριστού. Αυτό το Σώμα όμως έχει μέλη, έχει Ιεραρχία, έχει την κοινωνία όλων των Εκκλησιών, έχει το συνοδικό πολίτευμα, διότι Εκκλησία σημαίνει Σύνοδος και στην παγκόσμια Σύνοδο αυτού τού Σώματος πρώτη θέση αγάπης έχει η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και βεβαίως την δική της θέση η Εκκλησία της Ελλάδος με την Σύνοδο των Επισκόπων Της.
Όμως και ο κάθε Επίσκοπος εκπροσωπεί μια συγκεκριμένη Εκκλησία-τοπική Εκκλησιαστική κοινότητα- Επισκοπή, άρα στην Ελλάδα έχουμε τόσες Εκκλησιαστικές κοινότητες- Εκκλησίες όσες και Μητροπόλεις και γίνονται Μία μόνο «εν συνόδω» και «εν τή ευχαριστία».
Όταν λοιπόν λέει ο Αρχιεπίσκοπος ότι αγαπώ την Εκκλησία, μόνο την Εκκλησία-Εκκλησιαστική κοινότητα των ορίων της Επισκοπής του μπορεί να αγαπά, δηλαδή αυτήν που ευρίσκεται εντός των ορίων τμήματος της πόλεως των Αθηνών.
Αν δηλώνεις ότι αγαπάς αόριστα την Εκκλησία, ήτοι τις άλλες Εκκλησίες-ευχαριστιακές κονότητες, τότε δεν πρόκειται για πράξη εισπηδήσεως ;
Αλλά αν όντως αγαπάς και τις άλλες Εκκλησίες δεν μπορεί να μην τις αγαπάς εν τω προσώπω των Επισκόπων των, άρα στην συγκεκριμένη περίπτωση εν τω προσώπω του Οικουμενικού Πατριάρχου, καθότι « Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω· ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία» (Ιγνάτιος Αντιοχείας). Προς τι λοιπόν ο διαχωρισμός στην δήλωση ανάμεσα στον Πατριάρχη και την Εκκλησία;
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι αντικείμενο αγάπης, δεν θέλουν αγάπη, διότι πολύ απλά είναι Εκκλησία και εντός της Εκκλησίας δεν υπάρχουν αντι-κείμενα αγάπης, αλλά είναι η Αγάπη.
Το Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη δεν δηλώνεις ότι τον αγαπάς συναισθηματικά, αλλά μαζί Του με υπαρξιακή αγάπη και ομολογία πίστεως συλλειτουργείς και βιώνεις το: «αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν».
Ποια σχέση έχουν οι πολιτικοί και ο Οικουμενικός Πατριάρχης αφού κατά τον Αρχιεπίσκοπο είναι και αυτοί αντικείμενο αγάπης και γιατί αυτή η ταυτόχρονη αναφορά; Μήπως από αυτον τον συνδυασμό διαφαίνεται ότι η δήλωση δεν συνδέεται με την Θεία Ευχαριστία, και οδηγεί σε μία πολιτικάντικη ιδεολογική αντίληψη περί Εκκλησίας; Δηλώνοντας ότι αγαπάς το Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη και ταυτοχρόνως ότι αγαπάς τους πολιτικούς, εξισώνεις τον Πατριάρχη με αυτούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είναι μέλη της Εκκλησίας ή είναι υποκριτικά κοντά Της και περιορίζεις την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας;
Τέλος η φράση ότι αγαπάμε πάνω από όλα την πατρίδα δεν βρίσκει κανένα θεολογικό, εκκλησιαστικό έρεισμα, διότι «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» και οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι». Εξάλλου η Εκκλησία δεν έχει πατρίδες είναι η αεί πατρίδα χωρίς τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς ,είναι τα έσχατα.
Στο υποκρυπτόμενο Αρχιεπισκοπικό δίλλημα, αγάπη προς Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά περισσότερη αγάπη προς την Εκκλησία ή διαχρονική απάντηση είναι η αναφορά στα Δίπτυχα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας του ονόματος των Πατριαρχών και των Αρχιεπισκόπων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αναφορά που πραγματοποιείται στην ευχαριστιακή σύναξη, εκεί όπου φανερώνεται η αληθινή εν τω προσώπω του Χριστού Αγάπη και ενότητα και όχι σε λιτές διφορούμενες περί συναισθηματικής αγάπης δηλώσεις.
Εκτός και αν ισχύει ο λόγος του Lacan: « σε αγαπώ, αλλά επειδή ανεξήγητα αγαπώ σε σένα κάτι περισσότερο από σένα σε ακρωτηριάζω».