Ευάγγελος Θεοδώρου: Ο δάσκαλος και Άνθρωπος

Του Παναγιώτη Δημ. Γλιάτα – θεολόγου, Υπαλλήλου της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Σαράντα ημέρες πέρασαν από την εκδημία του Ευάγγελου Θεοδώρου, διακεκριμένου καθηγητού και ακάματου εργάτη της Εκκλησίας του Χριστού και του Ευαγγελίου Του. Επρόκειτο περί ενός  σπουδαίου πανεπιστημιακού διδασκάλου και ακόμηπερισσότεροενός υπέροχου ανθρώπου. Ο μακαριστός οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος του είχε πει μεταξύ άλλων: «…Ο συνδυασμός  λιπαράς μορφώσεως και βαθειάς πίστεως  εις τον Θεόν και αφοσιώσεως εις την Εκκλησίαν αποτελεί ανέκαθεν το ιδεώδες δι’ ένα πανεπιστημιακόνδιδάσκαλον και δή δια τον Θεολόγον. Η υμετέρα Εντιμολογιότης είναιλαμπρόν παράδειγμα ενσαρκώσεως  και εκφράσεως του ιδεώδους τούτου…».

Ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής θα θέλαμε να καταθέσουμε σε αυτές τις γραμμές  επιγραμματικά κάποια καίρια σημεία της ιστορικής του πορείας ώστε να κατανοήσουμε λίγοπερισσότεροτο μέγεθος του ανδρός.

Ο Ευάγγελος Θεοδώρου γεννήθηκε στο  Αϊδίνι (αρχ. Τράλλεις) της Μ. Ασίας στις 20 Απριλίου 1921. Ο πατέρας του Δημήτριος είχε καταγωγή από την Αραχωβίτσα (Λευκοθέα) Ζίτσας της Ηπείρου καιη μητέρα του Περσεφόνη από την Κρύα Βρύση Ρεθύμνης. Δεκαέξι μηνών γίνεταιπρόσφυγας και μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του (όπως χαρακτηριστικά μάς έλεγε), καταφτάνει στον Πειραιά όπου εγκαθίστανται στην περιοχή «Καρβουνιάρικα» δίπλα στο λιμάνι. Για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο αρρένων Πειραιώς  και να συμβάλει στα έξοδα της οικογένειας, αναγκάζεται να εργαστεί από 12 ετών σε τυπογραφείο της περιοχής, εν συνεχεία ως διανομέας εφημερίδων και τέλος σε ιδιωτικό γραφείο. Το 1938 εισάγεται πρώτος στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκληρώνει ως αριστούχος τις εκεί σπουδές του (με τη διακοπή της λειτουργίας του Πανεπιστημίου κατά τον πόλεμο 1940-41)  το 1943. Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα Γερμανικών, Αγγλικών  και Γαλλικών, ενώ η μεγάλη πείνα της Αθήνας καθιστούσε ακόμη δυσχερέστερη την επιβίωση. Πολλές φορές, ενθυμούμενος αυτήν την περίοδο, μας ανέφερε πως περίμενε στην ουρά του συσσιτίου μαζί με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του Αδάμ Θέμελη (μετέπειτα Μητροπολίτη Μεσσηνίας).

Το 1946 νυμφεύεται την συνάδελφό του Χαρίκλεια Μανιάτη και αποκτούν δύο γιούς, τον Δημήτρη και τον Γιώργο. Τον ίδιο χρόνο αρχίζει να διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση  και από τον επόμενοστο Κολλέγιο Αθηνών μέχρι το 1949 οπότε καλείται να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.

Το 1952 αναχωρεί για το Marburgτης Γερμανίας, όπου παρακολουθεί εντατικά μαθήματα στη Θεολογική και Φιλοσοφική  Σχολή υπό την καθοδήγηση σπουδαίων Καθηγητών. Εκεί γνωρίζει τον RatzingerJosephμετέπειτα Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’, και συνδέονται με Ακαδημαϊκή αλληλοεκτίμηση και δυνατή φιλία. Το 1954 ανακηρύσσεται με βαθμό «Άριστα» Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο Διατριβής:«Η χειροτονία ή χειροθεσία των Διακονισσών» και το 1959 εκλέγεται υφηγητής της Πρακτικής Θεολογίας στην ίδια Σχολή με τίτλο της επί υφηγεσία Διατριβής:«Η μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου». Το επόμενο έτος εκλέγεται Τακτικός Καθηγητής  της έδρας της Ομιλητικής και Λειτουργικής στη Θεολογική Σχολή του ΑριστοτελείουΠανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οκτώ χρόνιααργότερα επιστρέφει στην Αθήνα ως Τακτικός Καθηγητής στην έδρα της Πρακτικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση που θα διατηρήσει εως και το 1988, έτος κατά το οποίο ανακηρύσσεται Ομότιμος Καθηγητής.

Στη διδακτική του σταδιοδρομία δίδαξε με τον ίδιο ζήλο Ομιλητική, Τελετουργική (μάθημα το οποίο ο ίδιος πρότεινε να εισαχθεί στο Πρόγραμμα), Ιστορία της Φιλοσοφίας, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Απολογητική, Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας, Ιστορία και θεωρία της Εκκλησιαστικής και Κοινωνικής Διακονίας. Υπήρξε Ιδρυτικό μέλος και Αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας» και μέλος της «Επιτροπής της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων». Είχε εκλεγεί και έχει υπηρετήσει δύο φορές ως Συγκλητικός και δύο φορές ως Κοσμήτορας των Θεολογικών  Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 εκλέγεται και υπηρετεί ως Αντιπρύτανης και τον επόμενο χρόνο ως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επί της Πρυτανείας του αντιστάθηκε έντονα στην κακοποίηση του δημοκρατικού ιδεώδους και στην υποβάθμιση του ηθικού παράγοντα στην πανεπιστημιακή ζωή, ενώ παράλληλα προέβαλε την ανάγκη διατηρήσεως της ελληνορθόδοξης φυσιογνωμίας και ταυτότητας του Πανεπιστημίου.

Η Θεολογία για τον Θεοδώρου δεν μπορούσε να κατανοηθεί έξω από την Εκκλησία, την οποία θεωρούσε το ποιητικό και το τελικό αίτιο της Θεολογίας, γι’ αυτό και από τα μαθητικά του χρόνια έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Όταν ήταν μαθητής προσέφερε ως κατηχητής ενώ αργότερα ως καθηγητής στη Δημόσια και Ιδιωτική εκπαίδευση. Διατέλεσε Γενικός Διευθυντής της  «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος»ενώ υπήρξε εκπρόσωπος της Εκκλησίας σε Διορθοδόξους και Διαχριστιανικούς  Διαλόγους με σημαντική, καίρια και έντονη παρουσία σε αυτούς.Δίδαξε (μαζί με τη σύζυγό του) στην «Προπαρασκευαστική Σχολή Διακονισσών», στη «Σχολή Διακονισσών –  Κοινωνικών Λειτουργών». Στη «Σχολή Διακονισσών –  Αδελφών Νοσοκόμων», στη «Σχολή Εθελοντών Κοινωνικής Διακονίας», σε Σχολές ή Σεμινάρια Ιεροκηρύκων, Εξομολόγων, Στελεχών Φιλοπτώχων, Αδελφοτήτων, Κατασκηνώσεων, στη«Σχολή Κατηχητών και Κατηχητριών της Αποστολικής Διακονίας»κ.α. Αμέτρητες είναι οι διαλέξεις του και οι εισηγήσεις του σε εκκλησιαστικά Συνέδρια στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό,ενώ υπήρξε συντάκτης πλειάδας Συνοδικών Εγγράφων και Εγκυκλίων. Το 1949 ο Αείμνηστος Καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ τον προσέλαβε ως συντάκτη του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ»  και από το 1956 και στο περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» ως συντάκτης και εν συνεχεία ως Αρχισυντάκτης. Το 1982 κατ’ εντολή της Ιεράς Συνόδου αναλαμβάνει την Διεύθυνση των ανωτέρω περιοδικών καθώς και του περιοδικού «ΘΕΟΛΟΓΙΑ».

Στους Διεθνείς Θεολογικούς κύκλους, κάθε άρθρο και μελέτημα του καθηγητή Θεοδώρου σε Διεθνή περιοδικά, εγκυκλοπαίδειες, συλλογικάέργα κ.ά. είναι περιζήτητο γι’ αυτό και είναι πάμπολλες οι δημοσιεύσεις του σε αυτά. Για τον ίδιο λόγο υπήρξαν πολλές και οι παρουσίες του ως Επισκέπτης Καθηγητής σε σπουδαία ξένα Πανεπιστήμια, Ανώτατες Σχολές και ως ομιλητής σε διάφορα σπουδαία Ιδρύματα. Ενδεικτικά θα θέλαμε να αναφέρουμε και κάποιες τιμητικές διακρίσεις που αναδεικνύουν την αναγνώριση του έργου του στο εξωτερικό όπως: ηανακήρυξή του σε επίτιμο Διδάκτορα από το Ορθόδοξο «Θεολογικό Ινστιτούτο των Παρισίων Άγιος Σέργιος» (1981) και ηανακήρυξή του σε επίτιμο Διδάκτορα από την «Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού» στη Βοστώνη (1990). Πολύ σημαντική είναι η εκλογή του το 1993 ως Τακτικού Μέλους της «ΕυρωπαϊκήςΑκαδημίας των Επιστημών και των Τεχνών», στην οποία διετέλεσε και μέλος της Συγκλήτου (LegatusGraeciae). Τουαπενεμήθη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο το οφφίκιο του «Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» (7- Απριλίου 1991) κ.ά.

Στην Ελλάδα έλαβε διακρίσεις κάθε μορφής˙μεταξύ άλλων από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Ρωσίας, την Αρχιεπισκοπή Θυατείρων,  από διάφορες Μητροπόλεις, την Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, την Ένωση Σμυρναίων, την Εστία Νέας Σμύρνης, τον Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών, το Λουρίδειο Ίδρυμα, την Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων κ.ά.

Η μελέτη του για την αναβίωση του θεσμού των Διακονισσών είχε δώσει την αφορμήστο «Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο»που συνεκλήθη στη Ρόδο το 1988 να υποδείξει στις Ορθόδοξες Εκκλησίες να προχωρήσουν προς την επαναφορά του θεσμού.

Ο καθηγητής Π. Β. Πάσχος αναφέρει: Για να δοθεί μία πλήρης βιβλιογραφία του Καθηγητού Θεοδώρου θα χρειαζόταν (χωρίς καμιά δόση υπερβολής) ένας ογκώδης τόμος, συντεταγμένος από ειδικούς βιβλιογράφους, όπως επίσης και αν αποφασίσει κάποιος να συντάξει ένα κατάλογο της αρθογραφίας του, εκτός από τα περιοδικά «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» και «ΘΕΟΛΟΓΙΑ», θα πρέπει να ψάξει σε μία πλειάδα περιοδικών, λεξικών, εγκυκλοπαιδειών, εφημερίδων και άλλων εντύπων. Ο Καθηγητής Θεοδώρου έχει μεταφραστεί πολύ, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου όπως και ο ίδιος είχε μεταφράσει πολύ σπουδαία μελετήματα και βιβλία.Υπήρξε ο αγαπημένος μαθητής του Λούβαρη στη Φιλοσοφία και του Τρεμπέλα στην Πρακτική Θεολογία τους οποίους και ακολούθησε και σε μερικά σημεία τους ξεπέρασε. Από την νεότητά του εγκωμιάστηκε και τιμήθηκε από σπουδαία ονόματα όπως τους Λεων. Φιλιππίδη, Γερ. Κονιδάρη, Κων . Μπόνη, Ανδρ. Φυτράκη, Κ. Μουρατίδη, Παν. Κανελόπουλο και από νεότερους όπως ο  Ν. Μπρατσιώτης, Β. Φειδάς, Μ. Μακράκης, Ιώ Φουντούλης κ.ά.

Όσοι είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε και συνεργαστούμε μαζί του θεωρούμε τον εαυτό μας ευλογημένο, γιατί το πέρασμά του ήταν ίδιο με αυτό που αφήνουν μόνον οι σπουδαίοι άνθρωποι και που χαρίζει  στους  -έστω και για λίγο-  συνεργάτες, μαθητές, φίλους κ.ά.  εφόδια και  οφέλη τα οποία τους συντροφεύουν σε όλη τους την ζωή.

Προ ημερών ο Αρχισυντάκτης του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» κ. Κωνσταντίνος Χολέβας έγραψε:  «Ήταν προσηνής, ευγενής και υποστηρικτικός προς τους φίλους και συνεργάτες. Συμβούλευε, διόρθωνε, υπεδείκνυε με σύνεση και ψυχραιμία, χωρίς ποτέ να προσβάλλει ή να οργίζεται». Εγώ θα προσέθετα πως όλα αυτά τα χαρίσματά του τα αναδείκνυε το μεγαλείο της ταπεινότητας που είχε συνειδητά ενστερνισθεί και το οποίο μας προκαλούσε δέος, σεβασμό και πολλή αγάπη για το πρόσωπό του.

Καλό παράδεισο κ. Καθηγητά! Ας είναι η Μνήμη σου αιώνια.

Διαβάστε ακόμα