Ψήφισμα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών για νέο Αρχιεπίσκοπο 13 Φεβρουαρίου 1923

Δρος Ιωάννου Μπουγά – Θεολόγου

Επειδή τα διάφορα γεγονότα και οι φωτισμένες προσωπικότητες στην ιστορική διαδρομή του ανθρώπου της κοινωνίας και της Εκκλησίας αποτελούν διδάγματα για το παρόν και το μέλλον καλόν εστί για τους επιγενομένους να ενθυμούνται αυτά, ιδιαιτέρως σε δύσκολες εποχές για την Εκκλησία, να διδάσκονται από τα θετικά και να αποφεύγουν τα όποια λάθη του παρελθόντος.

Μετά την κένωση του Αρχιεπισκοπικού θρόνου των Αθηνών η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με ομόφωνο ψήφισμά της ζητεί την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου, ο οποίος θα ειρηνεύση το ταραγμένο πλήρωμα της Εκκλησίας και θα θεραπεύση τα υπάρξαντα λάθη και το μέλλον της εν Ελλάδι Εκκλησίας θα είναι ευοίωνο προς σωτηρία των πιστών.

Κατά την Θεολογική Σχολή η εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου πρέπει να είναι ανεξάρτητη από κάθε κυβερνητική επιρροή ή συνδιαλλαγή και σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες.

Αυτό το πρόσωπο το οποίο έχει «τα απαιτούμενα δια τοιούτον υψηλόν αξίωμα πνευματικά, ηθικά και διοικητικά προσόντα και άρα ως ανταποκρινόμενος αναμφισβητήτως προς τας συγχρόνους ανάγκας της τε Εκκλησίας και της Κοινωνίας» είναι ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ο και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κάτοχος πολλών ξένων γλωσσών όπως της Γερμανικής, Αγγλικής, Αραβικής, Λατινικής, Ρωσικής και άλλων Σλαβικών γλωσσών. (ΘΕΟΛΟΓΙΑ έτος Α’ 1923).

Στις 13 Φεβρουαρίου 1923 η Θεολογική Σχολή εκδίδει ψήφισμα υπέρ του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, στο οποίο τονίζεται ότι: «μετά τον και την Εκκλησίαν δεινώς συνταράξαντα σάλον… καθ’ α το γόητρον αυτής εκλονίσθη… ανάγκη πάσα όπως τεθή δια παντός τέρμα εις τους εκκλησιαστικούς κλύδωνας, γαλήνη δε πρυτανεύση εν ταις ψυχαίς και αγάπη Χριστού, πνεύμα ομονοίας ανασυνδέση την τε ποιμαίνουσαν και ποιμαινομένην Εκκλησία», ένθ. ανωτ.

Για να υπάρξη αποκατάσταση τους τρωθέντος κύρους της Εκκλησίας στο ψήφισμα της Θεολογικής Σχολής αναφέρεται ότι: «ταύτα επιτευχθήσονται μόνον δια κλήσεως επί την προεδρείαν της Εκκλησίας Ιεράρχου υπό πάντων ευπροσδέκτου δια το πράον και συμβιβαστικόν του χαρακτήρος… Ιεράρχην ου μόνον επί συνέσει διακρινόμενον, αλλά και γνησίου εκκλησιαστικού πνεύματος εμπεφορημένον και σοφία τη έσω κεκοσμημένον», ένθ. ανωτ.

Κατά τους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής τους κρίσιμους καιρούς καταλληλότερος για πηδαλιούχος της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος: «συγκεντρών εν εαυτώ ου μόνον του ήθους το προσηνές, το φιλάδελφον και το ειρηνικόν, αλλά και βαθείαν και σπανίαν θεολογικήν και εκκλησιαστικήν μόρφωσιν, ως αι πολυάριθμοι αυτού συγγραφαί μαρτυρούσι και πείραν διοικητικήν ου την τυχούσαν… και παντοίαν συλληβδην αρετήν δια το αδιάβλητον της καθ’ όλου βιοτής και το σεμνόν και επιβάλλον της πολιτείας, ου μην δ΄ αλλά, και όνομα περιφανές κεκτημένος εν τοις ξένοις θεολογικοίς και εκκλησιαστικοίς κύκλοις…», ένθ. ανωτ.

Το ψήφισμα αυτό παραδόθηκε καθηκόντως από τον Κοσμήτορα Ιωάννη Μεσολωρά στον Προεδρεύοντα της Ιεράς Συνόδου, στον Υπουργό Δημόσιας Εκπαιδεύσεως και Εκκλησιαστικών και στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1923 ο Χρυσόστομος εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε ταραγμένη εποχή, κατά την οποία η Εκκλησία της Ελλάδος αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, με κυριότερο την σχέση της με την Ελληνική πολιτεία εξαιτίας των συνηθισμένων παρεμβάσεων και επεμβάσεων της πολιτείας στο εκκλησιαστικό σώμα.

Μετά την χειροτονία του Χρυσόστομου ο Κοσμήτορας της Σχολής στο μητροπολιτικό μέγαρο είπε: « τοιούτος τη Εκκλησία Αρχηγός έπρεπεν, όστις να φέρη πάντα τα εφόδια του καλού ποιμένος και του δεξιού οιακοστρόφου της θείας ολκάδος, και δη εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις πολλών και διαφόρων λόγων ένεκεν κλυδωνιζομένης…».

Η μετέπειτα πορεία του νέου Αρχιεπισκόπου απέδειξε την αλήθεια των λόγων των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1868-1938) ήταν κάτοχος σπουδαίας και πολυπλεύρου θεολογικής μορφώσεως και διετελεσε Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα σε ηλικία 25 ετών. Υπηρετεί ως ιερατικώς προϊστάμενος των ναών της Αλεξάνδρειας, αργότερα γίνεται Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής και στις 5 Φεβρουαρίου 1914 εκλέγεται τακτικός Καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Επί Αρχιεπισκοπείας του ψηφίστηκε Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, διορθώθηκε το Ημερολόγιο, εξεδόθη το 1928 η Πατριαρχική πράξη για τις Μητροπόλεις των Νέων χωρών με την οποία υπάγονται μεν στην πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, αλλά έχουν παραχωρηθεί επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Ο Χρυσόστομος, ίδρυσε τα περιοδικά Θεολογία και Εκκλησία, ίδρυσε τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ). Καλλιέργησε την συνεννόηση και τον διάλογο με σκοπό την ενότητα μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών, ανέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο με την ίδρυση δυο ορφανοτροφείων θηλέων, οίκο τυφλών, και ενίσχυσε σημαντικά απόρους φοιτητές.

Ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για την μόρφωση και την οικονομική αποκατάσταση των κληρικών, ίδρυσε το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος (ΤΑΚΕ) τονίζοντας συνεχώς την σπουδαιότητα του εφημεριακού ζητήματος, προτείνοντας ως βασικούς άξονες για λύση των προβλημάτων του κλήρου πρώτον την μόρφωση των κληρικών προκειμένου να φανούν αντάξιοι της αποστολής των και δεύτερον την εξασφάλιση της οικονομικής αυτάρκειας των κληρικών πιέζοντας συνεχώς τους κρατικούς παράγοντες για την εξασφάλιση της μισθοδοσίας των κληρικών, αγωνιζόμενος παραλλήλως για την δημιουργία πόρων προς σταθεροποίηση της μισθοδοσίας.

Η ιστορία δικαίωσε τους Καθηγητές της Θεολογική Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι τον Φεβρουάριο του 1923 ζητούσαν την εκλογή του συναδέλφου τους Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών.

Όταν η Εκκλησία κλυδωνίζεται, κατά το ανθρώπινον, όταν η καταπιεστική κρατική εξουσία προσπαθεί να την περιθωριοποιήσει, όπως την σημερινή εποχή, η Εκκλησιαστική Ιστορία μαρτυρεί ότι ο Δομήτωρ της Εκκλησίας Χριστός, αναδεικνύει Αρχιεπισκόπους του αναστήματος του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου.

Διαβάστε ακόμα