Το σχέδιο της Κυβέρνησης να γίνει η Εκκλησία ΔΕΚΟ

Του Γιάννη Καμπουράκη

Το θέμα των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας ξανανοίγει η κυβέρνηση, καταθέτοντας μέσα στις επόμενες ημέρες, το πιθανότερο μέσα στην εβδομάδα που έρχεται, το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή.

Εμμένοντας στη στρατηγική της όξυνσης και της πόλωσης εν όψει των εκλογών, η κυβέρνηση επιλέγει να ξαναφέρει το θέμα στην πρώτη γραμμή, θεωρώντας μάλιστα ότι με τη σύνθεση της νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα καταφέρει να περάσει, πιο εύκολα από πριν, το νομοσχέδιο από τη Βουλή.

Στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο έως απίθανο το σχέδιο νόμου να πάρει την έγκριση της Ιεράς Συνόδου, παρά το γεγονός ότι όλους αυτούς τους μήνες υπάρχει διάλογος κυβέρνησης-Εκκλησίας σε εξέλιξη, αλλά δεν κάνουν πίσω. Ο κ. Τσίπρας επιλέγει να κάνει επίδειξης δύναμης, να διαχωρίσει τη Βουλή σε «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς» και να διχάσει την κοινωνία, στο πλαίσιο του πολιτικού σχεδιασμού για τη διενέργεια εκλογών σε κλίμα ακραίο και διχαστικό.

Χωρίς τους ΑΝ.ΕΛ. στην κυβέρνηση, θα επιδιώξει να δημιουργήσει κλίμα μονομερούς ενέργειας ενώπιον ποικίλων και ισχυρών αντιδράσεων, προκειμένου να ενισχύσει το φθαρμένο του ηγετικό προφίλ.

Θέλει μέσα από το σχέδιο νόμου για τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας να υποστηρίξει ότι όπως έκανε με το Σκοπιανό έτσι και με αυτό το θέμα δεν διστάζει να «ταράξει τα νερά» σε θέματα που λιμνάζουν για δεκαετίες. Ποντάρει δε, πέρα από το διχασμό της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου και στο διχασμό της Εκκλησίας.

Τόσο στο διχασμό στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναζητώντας μητροπολίτες που θα στηρίξουν την πρότασή του και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, όσο και στο διχασμό ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκμεταλλευόμενος τις ήδη υπάρχουσες τριβές. Και αυτό καθώς είναι γνωστό ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητά οι κληρικοί, όπως και οι λαϊκοί εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, να παραμείνουν στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών και να διατηρήσουν το εργασιακό πλαίσιο του δημοσίου υπαλλήλου.

Κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν ότι η πρόταση για το μισθολόγιο των κληρικών, που αποτελεί και το μεγάλο «αγκάθι» του διαλόγου, δεν συναντά πλέον από τους εκπροσώπους της εκκλησίας σημαντικές αντιδράσεις, κάτι που βεβαίως μένει να αποδειχθεί.

Εκφράζουν την αισιοδοξία ότι η ένταξη των κληρικών σε ένα μισθολογικό καθεστώς αντίστοιχο με τους καθηγητές πανεπιστημίου και οι εγγυήσεις που δίνονται από την πλευρά της κυβέρνησης δεν θα συναντήσουν ενστάσεις και παραδέχονται ότι κατά την προηγούμενη φάση έγιναν δύο σημαντικά λάθη που, όπως λένε, δεν θα επαναληφθούν:

• Πρώτον, αυτό που χρεώνουν στον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο, όταν δήλωσε ότι θα απελευθερωθούν 10.000 θέσεις εργασίας στο Δημόσιο και έδωσε την αίσθηση πως θα απολυθούν 10.000 κληρικοί.

• Δεύτερον, ο αιφνιδιασμός της Ιεραρχίας, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όταν η κυβέρνηση άνοιξε το θέμα, δεν είχε προλάβει να ενημερώσει πολλούς μητροπολίτες.

Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση ποντάρει στη στήριξη του σχεδίου της από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, αποκαλύπτοντας ότι το σχέδιο είναι βασισμένο σε εκείνο που έχει εκπονήσει ο ίδιος ως υπεύθυνος για τα οικονομικά της Εκκλησίας της Ελλάδος επί Χριστόδουλου, προσπαθώντας να βρει λύσεις στα εκκρεμή ζητήματα μεταξύ κράτους-Εκκλησίας.

Επιχειρώντας να αναδείξουν θετικά σημεία στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο, κυβερνητικές πηγές κάνουν λόγο για την αναγνώριση αμφισβητούμενης περιουσίας, υποστηρίζοντας με έμφαση ότι είναι η πρώτη φορά στα 200 χρόνια ιστορίας και τριβών ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία, που το κράτος αναγνωρίζει ότι υπάρχει. Εξηγούν ότι είναι θετικό αυτό το βήμα, διότι π.χ. μπορεί να αντιμετωπιστεί μία μεγάλη «πληγή» για την Εκκλησία που είναι οι καταπατήσεις.

«Οι μητροπολίτες ξέρουν ότι με τις δικές τους δυνάμεις δεν μπορούν να βγάλουν άκρη σε αυτό το θέμα που είναι μείζον διότι υπάρχουν πολλές εκκρεμότητες με καταπατημένη γη που ανήκει στην Εκκλησία», λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής κυβερνητική πηγή, υποστηρίζοντας ότι σε μία υπόθεση καταπάτησης η Εκκλησία έχει την επιλογή να καταφύγει στα δικαστήρια και να βρει το δίκιο της μετά από 4 με 5 χρόνια, ενώ το κράτος έχει μεγαλύτερη ισχύ, έχει ελεγκτικούς μηχανισμούς και μπορεί να αντιδράσει πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά σε τέτοιες υποθέσεις, που ήδη υπάρχουν ή πρόκειται να υπάρξουν.

Σε ό,τι αφορά το μισθολογικό και προσπαθώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από το γεγονός ότι η μισθοδοσία των κληρικών -με βάση την κυβερνητική πρόταση και τη συμφωνία που ήδη έχει απορρίψει μία φορά η Ιερά Σύνοδος- καταργείται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, υποστηρίζουν ότι εργοδότης θα παραμείνει το υπουργείο Οικονομικών, που θα μεταφέρει κάθε χρόνο τις ίδιες πιστώσεις με μορφή συνολικής επιχορήγησης στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Επιμένουν (το ερώτημα είναι πόσους θα πείσουν) ότι από πουθενά δεν προκύπτει απόλυση των ιερέων, άρση μονιμότητας ή μετατροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και διευκρινίζουν ότι επιχορηγήσεις δίνονται τόσο σε φορείς ιδιωτικού δικαίου (ΔΕΚΟ) όσο και σε φορείς δημοσίου δικαίου (ΑΕΙ, ΟΤΑ κ.λπ.).

Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι στο σχέδιο νόμου, που θα κατατεθεί μέσα στην εβδομάδα που ξεκινά, η κυβέρνηση συντηρεί την πρόβλεψη για αποδέσμευση της διασφάλισης της μισθοδοσίας των κληρικών από την τυχόν αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και εμμένει στη διαμόρφωση του εργασιακού καθεστώτος των κληρικών από τους μητροπολίτες και όχι από το κράτος, μετά τη διαγραφή τους από το Δημόσιο, ενώ πολλά θα κριθούν για τη στάση χιλιάδων κληρικών και κατ’ επέκταση των μητροπολιτών από το εάν θα περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου ότι το ύψος του ποσού της μισθοδοσίας των κληρικών θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.Α

Διαβάστε ακόμα