Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Δρ., Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ
Έξι ημέρες πριν από την μεγάλη εορτή του Πάσχα, ο Ιησούς Χριστός έρχεται αντιμέτωπος με την φθορά της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή τον θάνατο. Ο Θεός αντιμετωπίζει την συνέπεια της παρακοής των Πρωτοπλάστων και μάλιστα στο πρόσωπο ενός πολύ αγαπημένου Του προσώπου, του Λαζάρου. Αν και ως τέλειος Θεός ο Ιησούς Χριστός γνώριζε τα περί της ασθενείας του Λαζάρου (ήδη πριν ο τελευταίος πεθάνει), εντούτοις, προτίμησε να μην ανταποκριθεί στο αίτημα της Μάρθας και της Μαρίας και να τον θεραπεύσει. Αν και γνώριζε ότι η απώλεια του Λαζάρου (έστω και προσωρινή) θα προκαλούσε οδύνη και πόνο στις αδελφές του, Εκείνος προτίμησε να παρέλθουν τέσσερις ημέρες από την κοίμηση του Λαζάρου ώστε να μην υπάρξει το παραμικρό επιχείρημα αμφισβήτησης του θαύματος το οποίο θα ελάμβανε χώρα στην Βηθανία. Αποφασίζει ο Υιός και Λόγος του Θεού να πορευθεί στην Βηθανία, πριν το εκούσιο Πάθος Του, με σκοπό να δείξει τον τρόπο με τον οποίο θα αναστήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα κατά την Δεύτερη Έλευσή Του.
Όταν ο Θεάνθρωπος έφθασε στην Βηθανία, εκεί αντίκρυσε αρχικά την Μάρθα να Τον εγκαλεί λέγοντάς Του ότι εάν ήταν εκεί, δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Ουσιαστικά το δημιούργημα, σε μια στιγμή θρήνου και απόγνωσης, στρέφεται προς τον Δημιουργό του με σκοπό αφ’ ενός να προβάλλει το παράπονό του και αφ’ ετέρου να προβάλλει την καθαρότητα της ψυχής και την πεποίθηση ότι ο αδελφός της θα αναστηθεί. Ο Χριστός διαβεβαιώνει την Μάρθα ότι Εκείνος είναι η Ανάσταση και η Ζωή και ότι πραγματικά θα αναστηθεί ο αδελφός της· δεν συνέβη, ωστόσο, το ίδιο με την Μαρία και τους λοιπούς Ιουδαίους. Καταφθάνοντας ο Ιησούς Χριστός στο μνημείο, αντικρύζει το πλάσμα Του να είναι παραδεδομένο στην δίνη του Άδη και όχι στην άμεση κοινωνία μαζί Του στον Παράδεισο. Παράλληλα, παρακολουθεί τους Ιουδαίους να θρηνούν, μαζί με την Μαρία, για τον Λάζαρο και εκείνη την στιγμή δακρύζει και ο Ίδιος. Δακρύζει ο Δημιουργός με την κατάντια του δημιουργήματος, δακρύζει ο Ποιητής των απάντων γιατί βλέπει τον θάνατο να κυριαρχεί στον κόσμο ο οποίος είναι σοφά δημιουργημένος από Αυτόν.
Ο άγιος Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης, στον κανόνα του Αποδείπνου της εορτής, εξηγεί τον λόγο για τον οποίο δακρύζει ο Θεός μας. Ο Κύριος δάκρυσε καθώς επιθυμεί να αποδείξει ότι είναι και τέλειος άνθρωπος και ότι, στο πλαίσιο της Οικονομίας Του, έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Ο Κύριος στάματησε τα δάκρυα της Μάρθας και της Μαρίας με σκοπό να αποδείξει ότι εξουσιάζει την Ζωή και τον θάνατο. Ο Σωτήρας φωνάζει τον Λάζαρο να εγερθεί και ο Άδης πείθεται ότι πρέπει να φοβάται ότι η εξουσία του έχει ήδη χαθεί πριν καν ο Θεός ανεβεί (με την θέλησή Του) στον Τίμιο Σταυρό. Ο Άδης είδε τον Λάζαρο να εξέρχεται από τον τάφο δεμένος στα νεκρικά σπάργανα και τρόμαζει καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο Κύριος ολοκληρώνει το σχέδιο για την σωτηρία του ανθρώπου. Ο Άδης διαπιστώνει ότι όταν ο Ιησούς Χριστός προστάζει τον Λάζαρο να σηκωθεί από το μνήμα, αναστενάζει με πικρία λέγοντας: «Αλοίμονο! Σε ποιόν ανήκει εκείνη η φωνή η οποία χαρίζει την ζωή στους νεκρούς; ».
Ήταν πραγματικά παράδοξο, σύμφωνα με τον άγιο Ανδρέα, το γεγονός ότι ο Κτίστης ρώτησε που ήταν θαμένος ο Λάζαρος καθώς ο τέλειος Θεός γνώριζε τα πάντα. Ο Ιησούς άκουσε την Μάρθα να λέει ότι ο νεκρός είναι ήδη τέσσερις ημέρες στο μνήμα και συνεπώς θα μυρίζει – αν και κάποιος άλλος θα αγανακτούσε με την έλλειψη εμποστοσύνης της Μάρθας, Εκείνος (ως φιλάνθρωπος Θεός) ανέστησε τον Λάζαρο αποδεικνύοντας (στα Έθνη) ότι όντως είναι Υιός του Θεού. Ο Ιησούς υψώνει τα μάτια Του στον ουρανό και απευθύνεται στον Πατέρα Του ευχαριστώντας Τον για την διαρκή κοινωνία Τους – αυτή η ευχαριστία είναι η απόδειξη ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού, ακόμα και κατά την επίγεια παρουσία Του, ουδέποτε χωρίστηκε από τον Πατέρα καθώς ήταν όντως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Το πρόσταγμα του Ιησού «Λάζαρε δεῦρο ἔξω» άκουσε εκείνος που δεν είχε μέσα του πνοή και βγήκε από το μνήμα· την ίδια φωνή ωστόσο άκουσε ο άπληστος Άδης και τρομοκρατημένος «έδιωξε» τον Λάζαρο από την «εξουσία» του. Η συνάντηση αυτή του Θεού με τον Άδη έδειξε ότι ο Αγαθός Θεός πορεύεται, χρησιμοποιώντας ως όπλο την Αγάπη και την Ζωή, για να διαρρήξει την «αχόρταγη κοιλία» του Θανάτου και να απαλλάξει, τόσο τον Λάζαρο όσο και ολόκληρη την ανθρωπότητα, από τον φόβο της φθοράς και την απόγνωση.
Ο τετραήμερος Λάζαρος ακούει την προσταγή του Κυρίου και βγαίνει από το μνημείο τυλιγμένος στα νεκρικά σπάργανα. Θέλοντας (ο Λάζαρος) να ευχαριστήσει τον Σωτήρα για την ευεργεσία αυτή, λέει τα εξής: «Εσύ, Σωτήρα μου, με κάλεσες από την λύπη του Άδη, Εσύ αποκατέστησες την πνοή μου και έδωσες ζωή στο σώμα μου, Εσύ αποδεικνύεις σε όλους τους λαούς ότι έγινες άνθρωπος για εμάς. Αν και είμαι δεμένος με τα δεσμά του θανάτου, δεν θα παραμείνω στην κοιλία του Άδου επειδή Εσύ με προστάζεις να εξέλθω (πάλι) στην ζωή. Επομένως, Εσύ είσαι ο Θεός και Κτίστης μου, Εσένα προσκυνώ και υμνώ, Εσύ είσαι το φως και η ζωή».
Ο φιλεύσπαγχνος Θεός δεν αφήνει το πλάσμα Του να υποφέρει από την φθορά και μετατρέπει τα δάκρυα της Μαρίας σε χαρά καθώς δίνει (εκ δευτέρου) την ζωή στον Λάζαρο. Ο Υιός και Λόγος του Θεού καλεί τον Λάζαρο από τον τάφο με σκοπό να αποδείξει, όχι μόνο στους Ιουδαίους, αλλά και σε όλες τις γενεές των ανθρώπων (και την δική μας) ότι η Αγάπη είναι εκείνη που χαρίζει την Ζωή και νικά τον Θάνατο. Η Αγάπη δίνει νέο περιεχόμενο στις ζωές των ανθρώπων και παράλληλα αποτελεί την απαρχή και το τέλος στην επίγεια πορεία μας. Η Αγάπη μεταφράζεται σε φως και χαρά – άλλωστε το φως και η χαρά σηματοδοτούν τόσο την έναρξη όσο και την λήξη της Μεγάλης Εβδομάδος. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανασταίνει τον Λάζαρο για να μας αποδείξει την απεριόριστη αγάπη Του· ταυτόχρονα, καλεί όλους εμάς να βιώσουμε την επερχόμενη Μεγάλη Εβδομάδα με θλίψη για τα λάθη μας αλλά και με χαρά για την νέα πραγματικότητα την οποία θα εγκαινιάσει με την Ανάστασή Του. Γένοιτο!