Η Αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία

Του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου, Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους

 Η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρίου Ελπιδοφόρου, έφερε “πάλιν και πολλάκις” στο προσκήνιο δηλώσεις ορισμένων γνωστών αγνώστων που καταφέρονται εναντίον του Ιερού Θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για μια φορά ακόμα, ορισμένοι κύκλοι, έριξαν την χολή και κίνησαν την “πτέρναν κατά του ευεργέτου” κατηγορώντας το Πατριαρχείο, αλλά και τον Πατριάρχη κύριο Βαρθολομαίο, για “δικτατορική” συμπεριφορά, για επιλογή προσώπων, εν προκειμένω του νέου Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου, αγνοώντας την βούληση του λαού, για “παπική” συμπεριφορά, και πολλά άλλα. Φαίνεται πώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο αιωνόβιος αυτός θεσμός της Εκκλησίας και του Γένους, θα είναι πάντοτε ένα “σημείον αντιλεγόμενον” αφού θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί πού το λοιδορούν, αγνοώντας την μεγάλη προσφορά του στην Εκκλησία και το Γένος.    

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα στην ιστορική του πορεία, σκοπό έχει την ενότητα της Εκκλησίας, την καταλλαγή, την ειρηνική συμβίωση λαών και θρησκειών, την προβολή της Ορθοδόξου Θεολογίας και παραδόσεως επάνω σε θέματα πού απασχολούν σήμερα τον άνθρωπο και την παγκόσμια κοινωνία, μακρυά από Εθνοφυλετισμούς και εθνικισμούς.    

Μετά την παύση των διωγμών και την επικράτηση του Χριστιανισμού σε όλη την πλέον εκχριστιανισμένη Ελληνική Αυτοκρατορία, ξεχώρισαν ορισμένες πόλεις, οι οποίες αποτέλεσαν τα κέντρα του Χριστιανισμού. Στην αρχή παρουσιάζονται η Ρώμη και η Αλεξάνδρεια, για να ακολουθήσουν η Αντιόχεια, και τελικά η Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη, ώς έδρα πλέον της ενιαίας Ελληνικής Αυτοκρατορίας.    

Κατά την σύγκληση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου το 381 στην Κωνσταντινούπολη, ο γ’ κανών αυτής αναφέρει: “Το μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχει τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην”. Σχολιάζοντας αυτόν τον κανόνα ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει ότι “η Κωνσταντινούπολις …. εντός πεντήκοντα ετών έφθασεν εις σημείον, ώστε να καταλάβει την πρώτην θέσιν εν τη ανατολική Εκκλησία. Ο τρίτος κανών της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (381) αναγνωρίζει εις τον Κωσταντινουπόλεως “πρεσβεία τιμής” δεύτερα μετά τα πρεσβεία της τιμής της Ρώμης.    

Το 451 συγκαλείται η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος, για την αντιμετώπιση της αιρετικής διδασκαλίας του Μονοφυσιτισμού πού είχε προκύψει την εποχή εκείνη. Η Σύνοδος, εκτός από την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού, εκδίδει και τον 28ο κανόνα με τον όποιο ανυψώνει ακόμα περισσότερο την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. “Και τω αυτώ κινούμενοι οι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμεν τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλείαν και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύσουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνη υπαρχουσα”. Ο κανών αυτός δίνει στον Κωνσταντινουπόλεως τα ίσα πρεσβεία τιμής με τον της Ρώμης, για να έρθει ο 36ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου για να συμπληρώσει: “Ορίζομεν ώστε τον Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της Πρεσβυτέρας Ρώμης Θρόνου, και εν τοις εκκλησιαστικοίς, ως εκείνον μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ εκείνον υπάρχοντα μεθ’ όν ο της Αλεξανδρείας μεγαλοπόλεως αριθμείσθω Θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον ο της Ιεροσολύμων πόλεως”. 

Το 1009, έχουμε μια αλλαγή στο σύστημα της Πενταρχίας. Ο Πάπας Ιωάννης ο 18ος παραιτείται. Είναι ο τελευταίος λατινόφωνος Πάπας. Την θέση αναλαμβάνει ο πρώτος Φράγκος Πάπας Σέργιος ο Δ᾿. Από εκεί και πέρα η Ρώμη αποκόπτεται από την υπόλοιπη Εκκλησία, ώστε να φτάσουμε στο 1054, με το οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μείνει το Πρώτο εντός του συστήματος της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, αναλαμβάνοντας επί πλέον αρμοδιότητες.   

Αυτή η Πρωτοκαθεδρία και η ευθύνη για την όλη Ορθοδοξία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, θα φανεί στα επόμενα χρόνια και κυρίως στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα υπόλοιπα Πατριαρχεία της Ανατολής, αντιμετωπίζουν  πολλά προβλήματα, ακόμα και λειψανδρίας. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στην Κωνσταντινούπολη ώστε να δώσει λύσεις σε χρόνια προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, για πολλά χρόνια, η Μεγάλη Εκκλησία, εξέλεγε ακόμα και τους Πατριάρχες της Ανατολής, ενώ πολλοί από αυτούς παρέμεναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Βασιλεύουσα, επιδιώκοντας να λυθούν χρονίζοντα προβλήματα.    

Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μέσα σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, αναλαμβάνει ρόλους και ευθύνες πού είχε η Οικουμενική Σύνοδος. Το Πατριαρχείο, ώς Πρώτο εντός του συστήματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκχωρεί το Αυτοκέφαλο, ανακοινώνοντας στις άλλες Εκκλησίες την δημιουργία της Νέας Αδελφής Εκκλησίας. Έτσι ο 1589 ανακηρύσσει την Εκκλησία της Ρωσίας σε Αυτοκέφαλη. Τον 19ο αιώνα, η Μεγάλη Εκκλησία, αναλογιζομένη τις νέες καταστάσεις που επικρατούν στην Βαλκανική, ανακηρύσσει όλα τα Νεότερα Αυτοκέφαλα όπως της Ελλάδος, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, για να ακολουθήσουν τον 20ο αιώνα η Αλβανία, η Πολωνία, η Γεωργία, η Τσεχία, και προσφάτως η Ουκρανία.    

Ο σκοπός και ο ουσιαστικός ρόλος της Μητρός Εκκλησίας, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, ο όρος αυτός δεν είναι νεολογία, όπως δυστυχώς γράφτηκε, αλλά ουσιαστικός και ιστορικός, αφού από αυτήν προήλθαν όλα τα Νεότερα Αυτοκέφαλα, επομένως είναι Μητέρα αφού γέννησε όλες τις νεότερες θυγατέρες Τοπικές Εκκλησίες, είναι η ενότητα, ο συντονισμός, και το ορατό σημείο αναφοράς όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας.   

Πολλοί πολέμιοι της Μεγάλης Εκκλησίας, γράφουν και λένε χωρίς να κοκκινίζουν, ότι το Πατριαρχείο είναι ή θέλει να γίνει το “Βατικανό” της Ανατολής, και ότι ο Πατριάρχης επιδιώκει να γίνει ο “Πάπας” της Ανατολής, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να επιβληθεί και επισκιάσει όλες τις άλλες κατά Τόπους Εκκλησίες. Αγνοούν όλοι αυτοί οι πολέμιοι και εκτός πραγματικότητος δήθεν “ορθόδοξοι” και τηρητές των πατρώων παραδόσεων, την δήλωση του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχου κυρίου Βαρθολομαίου για το θέμα αυτό: “Επιτραπήτω ημίν, όπως επαναλάβωμεν ότι δεν θεωρούμεν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως εν άλλον Βατικανόν, ούτε έχομεν την πρόθεσιν να μετατρέψωμεν αυτό εις τοιούτον τι. Απεναντίας έχομεν δηλώσει κατ’ επανάληψιν ότι ακόμα και αν τοιαύτη ιδέα προταθή ημίν, ημείς, θα την απερρίπτομεν ως εναντίαν εις την εκκλησιολογίαν και την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείο δεν επιδιώκει να γίνει Κράτος. Θέλει να μείνη μόνον μια Εκκλησία – μια Εκκλησία όμως ελευθέρα και εις όλους σεβαστή – μόνον θρησκευτικός και πνευματικός Θεσμός, διδάσκων, οικοδομών, διακονών τα πανανθρώπινα ιδανικά, εκπολιτίζων, κηρύττων την αγάπην πρός πάσαν κατεύθυνσιν”   

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα στις αρμοδιότητές του, έχεΙ σκοπό την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό το έχει πετύχει με πολλούς τρόπους και κυρίως με τη καθιέρωση της Ιεράς Συνάξεως των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 1992, με την πρώτη Σύναξη των Προκαθημένων και των Προέδρων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.   

Στο διαχριστιανικό επίπεδο, το Πατριαρχείο, βλέπει με πόνο τον κατακερματισμό του χριστιανικού κόσμου. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να σιωπήσει και να αναπαυθεί. Για τον λόγο αυτό ξεκινά κυρίως από τον 20ο αιώνα και μετά, την προσπάθεια να προσεγγίσει τους διηρημένους χριστιανούς και μέσα από τους θεολογικούς διαλόγους τους οποίους διεξάγει, να προσπαθήσει να επαναφέρει την ενότητα. Διαβάζουμε από το μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών που εκδόθηκε και διαβάστηκε στην Βηθλεέμ στις 25 Δεκεμβρίου /7 Ιανουαρίου 2000 κατά τους εορτασμούς των δύο χιλιάδων χρόνων από της Γεννήσεως του Χριστού: “Το σκάνδαλον της διαιρέσεως του χριστιανικού κόσμου, κληροδοτηθέν εις ημάς εκ περιστάσεων και γεγονότων του δισχιλιετούς βίου της Εκκλησίας, κείται ενώπιον ημών ως χαίνουσα πλήγη, δια την θεραπείαν της οποίας καλούμεθα πάντες να προσευχόμεθα αδιαλείπτως, να μεριμνώμεν διαρκώς και εργαζόμεθα αόκνως”.   

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανέλαβε πρωτοβουλίες πού δείχνουν πόσο ενδιαφέρεται για την επίλυση προβλημάτων πού αναφύονται κατά καιρούς στις Τοπικές Εκκλησίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επεμβαίνει εντός αυτών, όπως εύκολα ξέρουν να το κατηγορούν, αλλά ύστερα από την πρόσκληση που θα δεχθεί. Έτσι για παράδειγμα αναφέρουμε την επίλυση του προβλήματος στην Εσθονία, με την επαναφορά του Συνοδικού Τόμου του 1923 και την ανακήρυξη της Εσθονίας σε Αυτόνομη Εκκλησία, υπαγομένη στην δικαιοδοσία του. Ακόμα την επίλυση του μεγάλου προβλήματος της Βουλγαρικής Εκκλησίας, με την σύγκληση στην Σόφια της Βουλγαρίας της Μείζονος και Υπερτελούς Συνόδου τον Σεπτέμβριο του 1998. Το Πατριαρχείο ήταν αυτό πού έλυσε το θέμα της Εκκλησίας της Κύπρου με την συγκρότηση Συνόδου και από Αρχιερείς του Φαναρίου, ώστε να εκλεγεί νέος Αρχιεπίσκοπος και να εκλεγούν οι νέοι Αρχιερείς, οι οποίοι συγκροτούν πλέον την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, χωρίς να χρειάζεται η συγκρότηση Μείζονος και Υπερτελούς Συνόδου, για την αντιμετώπιση διαφόρων μείζονος σημασίας προβλημάτων.    

Το Πατριαρχείο, είναι αυτό πού ανασυγκρότησε την διαλυμένη ουσιαστικά Εκκλησία της Αλβανίας, ύστερα από ένα σκληρό διωγμό από το άθεο καθεστώς Χότζα, με την εκλογή του νύν Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου και την συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου.    

Το Πατριαρχείο, μέσα στην ποιμαντική του μέριμνα, βλέποντας το δράμα του σχίσματος που είχε προκληθεί στην Ουκρανία μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως, ανακήρυξε την εκκλησία της Ουκρανίας σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, καλώντας όλους τους Αρχιερείς και των τριών παρατάξεων, αφού πρώτα αποκατέστησε τους τιμωρημένους από την Μόσχα, να συμμετάσχουν στην νέα Εκκλησία, άλλο εάν δεν δέχτηκαν όλοι να συμμετάσχουν σε αυτήν.    

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι αυτό πού ύστερα από αγώνες, προσπάθειες και κωλυσιεργίες χρόνων, κατάφερε να συγκροτήσει την από ετών ετοιμαζομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον Ιούνιο του 2016, θέτοντας σε ισχύει το αρχαίο αυτό σύστημα, ώστε η Εκκλησία ενωμένη και με σύμπνοια να λύσει θέματα πού απασχολούν σήμερα τον άνθρωπο. Άλλωστε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, όπως είχε τονίσει πολύ εύστοχα ένας από τούς πρωτεργάτες αυτής, ο μακαριστός Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων, δεν θα έλυνε θεολογικά ζητήματα, αλλά προβλήματα πού απασχολούν σήμερα την Εκκλησία και τον άνθρωπο.    

Συμπερασματικά, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου σήμερα, είναι σαφής. Είναι ρόλος καταλλαγής και συνδιαλλαγής, ενωτικός και ενοποιητικός, οικουμενικός, παραδοσιακός και πατερικός.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επιδιώκει να μεταφέρει σε όλο τον κόσμο με τις μητροπόλεις και τις ιεραποστολές του το γνήσιο και ατόφιο μήνυμα του ευαγγελίου και της ρωμαίϊκης παραδόσεως.                                 

Διαβάστε ακόμα