Μερικές σκέψεις περί Λοιμών και “Λοιμών”

Του δρ. Μάριου Αθανασόπουλου*

Με αφορμή τα όσα συμβαίνουν γύρω μας τον τελευταίο καιρό και τη δριμεία κριτική που ασκείται στην Εκκλησία για την απόφασή της να συνεχίσει να κρατά ανοικτούς τους ναούς και να κοινωνεί τους πιστούς της, θα ήθελα να μοιραστώ με τους διαδικτυακούς φίλους μερικά κείμενα τα οποία προέρχονται κυρίως από το «σκοταδιστικό» Βυζάντιο και τα οποία αναδεικνύουν το μεγαλείο του χριστιανισμού και της Εκκλησίας διαχρονικά.

Μια πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που διαβάζω να επιτίθενται (πολλοί, είναι γεγονός) στην Εκκλησία, είναι ότι αδιαφορεί παντελώς για την υγεία τόσο των πιστών της, όσο και των υπολοίπων. Δεν θα αναφερθώ εδώ σε θεολογικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τους ανθρώπους αδιακρίτως πίστης, χρώματος, εθνικότητας κ.λπ. (δεν είμαι θεολόγος εξάλλου), αλλά σε πιο πρακτικά. Θα σας καλέσω να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στα πρώτα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και να μελετήσουμε μια επιστολή που υπογράφει όχι κάποιος χριστιανός, αλλά ο κατ’ εξοχήν πολέμιός του εκείνη την εποχή και εθνικός στο θρήσκευμα, αυτοκράτορας Ιουλιανός. Σε αυτήν, ο Ιουλιανός μέμφεται τον Αρσάκιο, αρχιερέα των ομοθρήσκων του της Γαλατίας, διότι η θρησκευτική τους πίστη δεν προοδεύει όσο θα επιθυμούσε, κατηγορώντας τους ίδιους τους εθνικούς γι’ αυτό («Ἑλληνισμὸς οὔπω πράττει κατὰ λόγον, ἡμῶν ἕνεκα τῶν μετιόντων αὐτόν»). Στη συνέχεια της επιστολής του, εξηγεί πως η κύρια αιτία που συμβαίνει αυτό, είναι η υπεροχή των χριστιανών στον ευαίσθητο τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίοι φροντίζουν όχι μόνο τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά ακόμα και τους εθνικούς, αδιακρίτως («Αἰσχρὸν γὰρ εἰ τῶν μὲν Ἰουδαίων οὐδὲ εἷς μεταιτεῖ, τρέφουσι δὲ οἱ δυσσεβεῖς Γαλιλαῖοι πρὸς τοῖς ἑαυτῶν καὶ τοὺς ἡμετέρους, οἱ δὲ ἡμέτεροι τῆς παρ’ ἡμῶν ἐπικουρίας ἐνδεεῖς φαίνοιντο»). Προτρέπει δε τους εθνικούς να μην αφήνουν τους άλλους (τους χριστιανούς) να προβαίνουν σε αγαθοεργίες παντός είδους, ενώ οι ίδιοι ντροπιάζουν την πίστη τους με την αδιαφορία που επιδεικνύουν («Μὴ δὴ τὰ παρ’ ἡμῖν ἀγαθὰ παραζηλοῦν ἀλλοις ξυγχωροῦντες αὐτοὶ τῇ ῥαθυμίᾳ καταισχύνωμεν»). Η βασική συμβουλή του προς τον Αρσάκιο είναι να ιδρύσει πολυάριθμους ξενώνες σε κάθε πόλη, έτσι ώστε να ευχαριστούνται οι ξένοι και όσοι έχουν ανάγκη με τη φιλανθρωπία των εθνικών και μόνο («Ξενοδοχεῖα καθ’ἑκάστην πόλιν κατάστησον πυκνά, ἵν’ ἀπολαύσωσιν οἱ ξένοι τῆς παρ’ ἡμῶν φιλανθρωπίας, οὐ τῶν ἡμετέρων μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ὅστις ἄν δεηθῇ»).

Με την επιστολή αυτή ο Ιουλιανός ομολογεί έμμεσα την ηθική υπεροχή των πρώτων χριστιανών, που δεν είναι άλλη από τη φιλάνθρωπη διάθεση και στάση προς όλους αδιακρίτως τους ανθρώπους, σε αντίθεση με την πρακτική που κυριαρχούσε μέχρι εκείνη την εποχή.

Η έμπρακτη αυτή εκδήλωση αγάπης και ενδιαφέροντος για τον εμπερίστατο αδελφό/πλησίον, συνεχίζεται αμείωτα και σήμερα με τα εκατοντάδες φιλανθρωπικά ιδρύματα που διατηρεί η Εκκλησία (η Μητρόπολη Μεσσηνίας στην οποία ζω για παράδειγμα, έχει υποδειγματικά τέτοια ιδρύματα σε λειτουργία).

Μια δεύτερη σκέψη που μου έρχεται κατά νου, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί τον κίνδυνο, κι αυτόν ακόμη τον θάνατο. Υπενθυμίζω ότι ο θάνατος για μεν τους μη χριστιανούς είναι το τέλος, για δε τους χριστιανούς είναι μια καινούργια αρχή. Πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού, η είδηση και μόνο ενός λοιμού αρκούσε για να οδηγήσει τον πληθυσμό μιας πόλης ή μιας ολόκληρης περιοχής σε μια απόλυτη χαλάρωση των ηθών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως επισημαίνει και ο Θουκυδίδης στην περιγραφή του περίφημου λοιμού που ξέσπασε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ανάμεσα στα άλλα, ο σπουδαίος Αθηναίος ιστορικός σημειώνει πως «η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνει πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά, και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθεί σ’ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει προτού τελειώσει εκείνο για το οποίο θα κόπιαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση του τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει απ’ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ’ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή»[1] (απόδοση στα Ν.Ε. του Άγγ. Βλάχου).

Στο «κακό» και «σκοταδιστικό» Βυζάντιο, σε μια αντίστοιχη περίπτωση (τον μεγάλο λοιμό του 1347) γράφει αντίστοιχα ο Ιω. Καντακουζηνός (παραιτηθείς αυτοκράτορας ο οποίος στη συνέχεια εκάρη μοναχός) στη δική του ιστορία, μεταξύ των άλλων συνεπειών του λοιμού, πως «πολλοί, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, βελτιώθηκαν ψυχικά και συνετίστηκαν, όχι μόνο όσοι πέθαναν, αλλά και όσοι γλίτωσαν από τη νόσο. Γιατί απείχαν από κάθε κακία εκείνο το διάστημα και καλλιεργούσαν την αρετή∙ και πολλοί μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς ακόμα και πριν ασθενήσουν από τη νόσο. Κι αν κάποια στιγμή ένιωθαν ότι είχαν ασθενήσει, κανείς δεν ήταν τόσο αναίσθητος ώστε να μη μετανοήσει για τις αμαρτίες που είχε κάνει στη ζωή του και να μη δώσει μια αφορμή για τη σωτηρία του στον Θεό την ώρα της Κρίσεως αν δεν είχε την ψυχή του εντελώς ανίατη και αθεράπευτη»[2] (απόδοση στα Ν.Ε. ημέτερη).

Η τρίτη και τελευταία σκέψη μου πάνω στο ζήτημα, αφορά το σήμερα, και όχι το χθες∙ θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η νέα ασθένεια που έπληξε την ανθρωπότητα προκάλεσε μεταξύ πολλών άλλων παρενεργειών, και μια φοβερή κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις. Πλέον όλοι μας αντιμετωπίζουμε με καχυποψία τον άλλον, ιδιαίτερα αν πληροφορηθούμε πως είναι ασθενής ή πως έχει ταξιδέψει σε περιοχές που η ασθένεια ενδημεί. Τον αποφεύγουμε, αρνούμαστε όχι μόνο τον ασπασμό, αλλά και την απλή χειραψία μαζί του, ακόμα και την απλή συναναστροφή μ’ αυτόν. Μοιάζουμε με τους ανθρώπους πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού, οι οποίοι μόλις κάποιος άνθρωπος νοσούσε ή υπήρχε η υποψία πως νοσεί, απομονωνόταν από την υπόλοιπη κοινότητα, γκετοποιούνταν, αντιμετωπιζόταν ως απόβλητος της κοινωνίας, ανάξιος να μετέχει σε αυτήν.

Μέσα σε αυτή την απανθρωπία του τότε, μόνο οι χριστιανοί είχαν το θάρρος να αντιτάξουν την αγαπητική διάθεση και να δουν στον άλλον, στον πληγωμένο αδελφό τους, τον ίδιο τον Χριστό και να τον φροντίσουν, να τον ντύσουν, να τον αγκαλιάσουν, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι έφευγαν μακριά του.

Μέσα στην ίδια απανθρωπία που διαμορφώνεται σήμερα, οι χριστιανοί έχουν χρέος απέναντι όχι στον εαυτό τους, αλλά απέναντι στον ίδιο τον Χριστό, να δουν, όπως οι πρώτοι χριστιανοί, στον πάσχοντα αδελφό τους, τον συμπάσχοντα Χριστό. Η νόσος αυτή, που ενέσκηψε με τόσο βίαιο τρόπο, αποτελεί τη «χρυσή» ευκαιρία για τους σύγχρονους χριστιανούς, να επιστρέψουν στην απλότητα και το μεγαλείο εκείνων των σπουδαίων χριστιανών που φρόντιζαν τον ασθενή, χωρίς να υπολογίζουν μήπως κολλήσουν από την ασθένειά του, που του συμπαραστέκονταν με κάθε τρόπο και μέσο. Καθήκον των χριστιανών σήμερα είναι να τρέξουν προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που τρέχουν οι άλλοι, «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», και να ενδιαφερθούν για όσους πληροφορούνται πως νοσούν. Ακόμα και ένα απλό τηλεφώνημα, ένας καλός λόγος, ένα πιάτο ζεστό φαγητό, η προσφορά για ψώνια σε ηλικιωμένους που αδυνατούν να το πράξουν, αρκούν.

Επειδή το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν τη Δευτέρα, δεν γνωρίζω τι θα αποφασίσει η Σύνοδος της Εκκλησίας. Αναμένω βέβαια, όπως όλοι οι χριστιανοί, μια αποφασιστική και υπεύθυνη στάση και είμαι βέβαιος πως θα είναι τέτοια. Ελπίζω ωστόσο πως η Εκκλησία θα υπενθυμίσει και το χριστιανικό καθήκον όλων να υπάρξει μέριμνα για τους πάσχοντες αδελφούς και πως θα λάβει συγκεκριμένα μέτρα για το θέμα.

«Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος» λοιπόν. Η επάνοδος στην απλότητα και τη θυσιαστική αγάπη των πρώτων χριστιανών.

Για κατακλείδα, θυμήθηκα ένα εκπληκτικό κείμενο, την «Πρὸς Διόγνητον» επιστολή ενός ανώνυμου επιστολογράφου του β’ μισού του 2ου μ.Χ. αιώνα, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής για τους χριστιανούς της εποχής: «Οι χριστιανοί δεν διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους ούτε όσον αφορά τη χώρα που κατοικούν, ούτε τη γλώσσα που μιλούν, ούτε τον τρόπο με τον οποίο ντύνονται. Δεν κατοικούν σε δικές τους, ιδιαίτερες πόλεις, ούτε μιλούν κάποια ιδιαίτερη διάλεκτο, ούτε ο τρόπος ζωής τους τραβάει την προσοχή των άλλων. Η θρη­σκεί­α τους δεν εί­ναι κά­τι επινοημένο από αν­θρώ­πι­νο μυα­λό και δεν το κα­θί­δρυ­σε αν­θρώ­πι­νη φρον­τί­δα, ού­τε αν­θρώ­πι­νη ι­δε­ο­λο­γί­α α­κο­λου­θούν ό­πως ο­ρι­σμέ­νοι φι­λο­σο­φο­ύν­τες. Κα­τοι­κούν βέβαια σε πό­λεις ελ­λη­νι­κές και βάρ­βα­ρες, όπου έτυχε να ζει ο καθένας. Παρότι α­κο­λου­θούν τα το­πι­κά έθιμα στην ενδυμασία και στη διατροφή και στον υ­πό­λοι­πο βί­ο, ο τρόπος ζωής τους είναι αξιοθαύμαστος και ο­μο­λο­γου­μέ­νως πα­ρά­δο­ξος. Στις πατρίδες τους κατοικούν σαν να ήταν πάροικοι· Με­τέ­χουν σε ό­λα ως πο­λί­τες, αλλά τα υ­πο­μέ­νουν ό­λα σαν ξέ­νοι. Κάθε ξένη γη είναι γι αυτούς πατρίδα, και κάθε πατρίδα είναι γι αυτούς ξενιτειά. Παν­τρεύ­ον­ται ό­πως ό­λοι, κά­νουν παι­διά, αλ­λά δεν τα εγκαταλείπουν. Μοιράζονται το ίδιο τραπέζι, αλλά όχι και το ίδιο κρεβάτι. Έχουν σάρκα, αλλά δεν ζουν κατά σάρκα. Στη γη περ­νούν τη ζωή τους, αλ­λά στον ου­ρα­νό πο­λι­τεύ­ον­ται. Υ­πα­κού­ουν στους νό­μους του κρά­τους, αλ­λά με τη ζω­ή τους υπερνι­κούν αυτούς τους νό­μους. Όλους τους α­γα­πούν, κι ό­λοι τους κα­τα­δι­ώ­κουν. Τους αγνοούν κι ό­μως τους κα­τα­δι­κά­ζουν, τους θα­να­τώ­νουν και (εντούτοις) ζω­ο­πο­ιούν­ται. Οι ίδιοι πτωχεύουν, αλλά πλουτίζουν τους άλλους· τα πάντα στερούνται και τα πάντα έχουν σε αφθονία. Περιφρονούνται, κι όμως με την περιφρόνηση που τους γίνεται, αυτοί δοξάζονται. Βλα­σφη­μούν­ται και δι­και­ώνονται. Λοι­δο­ρούν­ται και ευλο­γού­ν. Όσους τους υβρίζουν, τους αποδίδουν τιμή. Κάνουν το καλό, αλλά τι­μω­ρούν­ται σαν κα­κο­ποι­οί· τι­μω­ρούν­ται και χαί­ρονται σαν να ζω­ο­ποι­ούνται. Οι Ιου­δαί­οι τους πο­λε­μούν ως αλ­λο­φύ­λους και οι ειδω­λο­λά­τρες τους δι­ώ­κουν και ό­λοι αυ­τοί που τους μι­σούν δεν ξέ­ρουν την αι­τί­α της έ­χθρας τους»[3].

Σε μια περίοδο λοιμού πνευματικού, η Εκκλησία (κλήρος και λαός) έχει την ευθύνη να αντιμετωπίσει με θάρρος και παρρησία τον λοιμό του σώματος. Κι αυτό θα το κάνει με τα δικά της, πνευματικά όπλα, κι όχι με τα όπλα μιας επιστήμης που έχει – προς το παρόν – σηκώσει τα χέρια ψηλά.

[1] «Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι. καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ᾽ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι» (Θουκυδίδης, 2.53.1-4)

[2] «καὶ πολλοὶ ἐκ τοῦ τοιούτου βελτίους τὴν ψυχὴν ἐγένοντο σωφρονισθέντες, οὐ μόνον οἱ τελευτήσαντες, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περιεγένοντο τῆς νόσου. πάσης γὰρ ἀπέσχοντο κακίας ἐν τῷ τότε χρόνῳ καὶ ἀρετῆς ἐπεμελοῦντο∙ καὶ πολλοὶ τὰ ὄντα πένησι διένειμον καὶ πρὶν τὴν νόσον εἰς αὐτοὺς ἐγκατασκῆψαι∙ εἰ δέ ποτε καὶ αἴσθοιντο αὐτοὺς κατεχομένους, οὐδεὶς ἦν οὕτως ἀναλγήτως ἔχων, ὥστε μὴ μετάνοιαν ἐνδείξασθαι τῶν πεπλημμελημένων καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ δικαιωτήρια μὴ πρόφασίν τινα παρασχεῖν τοῦ σωθήσεσθαι ὑπὸ θεοῦ, εἰ μὴ πάνυ ἀνιάτως εἶχε καὶ ἀθεραπεύτως τὴν ψυχήν» (Ιω. Καντακουζηνός, IIΙ.48.16-52.22).

[3] «Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. οὔτε γάρ που πόλεις ἰδίας κατοικοῦσι οὔτε διαλέκτῳ τινὶ παρηλλαγμένῃ χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν. οὐ μὴν ἐπινοίᾳ τινὶ καὶ φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοῦτ᾽ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδὲ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. κατοικοῦντες δὲ πόλεις ἑλληνίδας τε καὶ βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καὶ τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καὶ διαίτῃ καὶ τῷ λοιπῷ βίῳ θαυμαστὴν καὶ ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τὴν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ᾽ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αυτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη. γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν· ἀλλ᾽ οὐ ῥίπτουσι τὰ γεννώμενα. τράπεζαν κοινὴν παρατίθενται, ἀλλ᾽ οὐ κοίτην. ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καὶ τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόμους. ἀγαπῶσι πάντας, καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται. ἀγνοοῦνται, καὶ κατακρίνονται· θανατοῦνται, καὶ ζωοποιοῦνται. πτωχεύουσι, καὶ πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καὶ ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. βλασφημοῦνται, καὶ δικαιοῦνται. λοιδοροῦνται, καὶ εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καὶ τιμῶσιν. ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοὶ κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. ὑπὸ Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται καὶ ὑπὸ Ἑλλήνων διώκονται· καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν» («Προς Διόγνητον» επιστολή, κεφ. 5).

Ο δρ. Μάριος Αθανασόπουλος είναι μέλος ΕΔΙΠ και διδάσκει Βυζαντινή Φιλολογία στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Διαβάστε ακόμα