“Δύο φορές… Ειρήνη υμίν!!!”

Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Μεσσηνίας

 Μέσα στην εξιστόρηση των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν και εξελίσσονται αυτές τις ημέρες, από την προδοσία του Ιούδα μέχρι και την ψηλάφηση του Θωμά, διακρίνουμε μια καμπή στη δύναμη και στο σθένος κάποιων ανθρώπων, εξ αυτών που βρίσκονταν δίπλα ή κοντά στο Χριστό. Και από αυτές τις περιπτώσεις ξεχώρισαν τρείς : η άρνηση του Πέτρου, η αυτοκτονία του Ιούδα και η αναστολή του Θωμά.

Η κάμψη του Πέτρου ήταν αναμφίβολα μια έκφραση αδυναμίας, έστω κι αν είχε επιδείξει μια συνέπεια και μια στάση εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Ιησού. Η αυτοκτονία του Ιούδα ήρθε να επιβεβαιώσει την λανθασμένη αντίληψή του, αναφορικά με το πρόσωπο του Μεσσία, όταν τελικά διαπίστωσε πως το πρόσωπο του Χριστού δεν είχε καμία σχέση με το είδωλο που είχε πλάσει στη σκέψη του, πράγμα το οποίο ένιωσαν και τα πλήθη του όχλου, αλλάζοντας την έκφραση τιμής και δόξας σε ένα σκληρό “Σταυρωθήτω”. Και τέλος ο Θωμάς, κουρασμένος και απογοητευμένος από όσα είχαν συμβεί, αλλά με μια πίστη εμφωλεύουσα, απομακρύνεται από την ομάδα των δώδεκα, αναζητώντας λίγη ηρεμία και απομόνωση.

Ο Χριστός όμως δεν θα μπορούσε να αφήσει καμία από τις τρείς περιπτώσεις χωρίς ερμηνεία, να αναφέρονται απλώς και αναίτια ως ιστορικά γεγονότα. Παρεμβαίνει σε κάθε μια των περιπτώσεων προσωπικά και επιβεβαιώνει πως το σχέδιο του Θεού έχει και οικονομία και ερμηνεία.

Στην περίπτωση του Πέτρου, μετά από την προηγηθείσα  πρόρρηση Του “ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι, τρὶς ἀπαρνήσῃ με”[1], του δίνει την ευκαιρία να συναισθανθεί, να συντριβεί και να ξεπλύνει το λάθος του μέσα στο πικρό του κλάμα. Στην περίπτωση του Ιούδα, καταδέχεται και σκύβει και πλένει τα πόδια του προδότη μαθητή ο Κύριος, δείχνοντας και σε αυτόν τον δρόμο της ταπείνωσης αλλά και του επιτρέπει να Τον φιλήσει  κατά τη στιγμή της προδοσίας ώστε να μην στερήσει ούτε κι από αυτόν την αίσθηση της παρουσίας Του, έστω και την τελευταία στιγμή. Ούτε όμως η μια κίνηση, ούτε και η άλλη συγκίνησαν τον προδότη. Κι ενώ η αιμορροούσα με το άγγιγμα της σώθηκε, αυτός μέσα από το φίλημά του χάθηκε. Και τελικά όταν ένιωσε ντροπή κι όχι μετάνοια, τότε κατέληξε στην απελπισία.

Στην περίπτωση του Θωμά, την “σωτήριον ομολογίαν[2] του οποίου εορτάζουμε, αρκεί η παρουσία και μόνο του Χριστού για να τον συνεφέρει και να αποκατασταθεί η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδίου και του Θεού. Και ο Χριστός δεν αρκείται μόνο στην παρουσία Του αλλά προτρέπει και τον Θωμά να ψηλαφίσει το σώμα Του και να γίνει όχι απλά μάρτυρας της παρουσίας Του αλλά και αυτός που, μέσα από την ψηλάφηση, θα ομολογήσει και θα ομολογεί στους αιώνες και τη σωματική Ανάσταση του Θεανθρώπου. Και όλο αυτό συμβαίνει όταν αποφασίζει να επιστρέψει στην ομάδα των μαθητών και να βγει από την προσωπική του απομόνωση στην οποία περιήλθε αυτόβουλα, μετά από τα γεγονότα της Σταύρωσης. Έρχεται εκεί ο Χριστός και προσφέρει στο Θωμά αφενός μεν την δυνατότητα της επιβεβαίωσης και ομολογίας και αφετέρου σε όλους τους μαθητές την, δι’ ευλογίας και διά χαιρετισμού, αγαλλίαση με την φράση “Εἰρήνη ὑμῖν”.

Εκείνο όμως το οποίο προκαλεί αίσθηση είναι η, επί δυο φορές, προφορά και προσφορά της ευλογητικής και χαιρετιστήριας φράσης  “Εἰρήνη ὑμῖν”, η οποία όχι μόνο τυχαία δεν είναι, αλλά η ερμηνεία της είναι αυτή που ουσιαστικά επιβεβαιώνει αυτή την διπλή της χρήση από τον Χριστό. Υπάρχει μια απόχρωση σε αυτές τις δυο ευλογητικές  ειρηνεύσεις του Χριστού.

Την πρώτη την δίνει στους μαθητές προκειμένου να προσφέρει γαλήνη στους μαθητές και στις αναστατωμένες ψυχές τους. Και μέσα από αυτή τη γαλήνη να επανέλθουν και να συνέλθουν όσοι, μέσα στη δίνη των γεγονότων, βρέθηκαν αντιμέτωποι με αμφιβολίες, αμφισβητήσεις , κενές και έωλες σκέψεις. Μέσα από τη φράση “Εἰρήνη ὑμῖν” δίνεται η ευκαιρία και στον Πέτρο και στον Θωμά να έλθουν εις εαυτόν και να βγουν νικητές σε αυτόν τον αγώνα με τις αναστολές και τις πτώσεις τους.

Την δεύτερη την δίνει και πάλι στους μαθητές Του με την προϋπόθεση να την μεταδώσουν στην ανθρωπότητα. Γι’ αυτό η δεύτερη χρήση της φράσης “Εἰρήνη ὑμῖν” συνεχίζεται με την πρόσθεση “καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς”. [3] Και μέσα από αυτήν την μετάδοση να εκφραστεί και να εκφράζεται η αποστολή της Εκκλησίας, που είναι η διάδοση αλλά και η επικράτηση της ειρήνης, τόσο στους κόλπους Της όσο και στις κοινωνίες των ανθρώπων και στις μεταξύ τους σχέσεις.

[1] Ματθ. 26,75

[2] Δίπτυχα της Εκκλ. Της Ελλάδος, Έκδοση 2020, σελ. 199

[3]  Ἰω.  20, 21

Διαβάστε ακόμα