“Μεγάλη Παρασκευή” του Μητροπολίτη Μάνης

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Ἱερά καί πενθήρης ἡμέρα δι’ ὁλόκληρον τόν ὀρθόδοξον χριστιανικόν κόσμον. Συμμετέχουμε πνευματικῶς στά σεπτά Πάθη τοῦ Κυρίου, αἰσθανόμεθα τήν Ἀποκαθήλωση καί προσκυνοῦμε τόν Πανάγιον Τάφον. Κατ’ αὐτάς, ὅ,τι κι’ ἄν κατακυριεύει τήν κοινωνία μας, αὐτή τήν ἁγία ἡμέρα, δέν εἶναι δυνατόν νά μή συγκλονίζεται ἡ ψυχή μας ἀπό τήν πραγματικότητα τοῦ θείου Πάθους, τή Σταύρωση καί τήν Ταφή τοῦ Κυρίου.

Ἡ ὑμνολογία, κατ’ ἐξοχήν, εἶναι μοναδική. Μέ ρίγη βαθυτάτης κατανύξεως καί πολλῆς εὐλαβείας ψάλλουμε τά Ἐγκώμια. Μεταξύ αὐτῶν καί τόν ὑπέροχο ὕμνο: «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού ἔδυ σου τό κάλλος;». Ὁ στίχος βρίσκεται στήν ἐκπληκτική ποιοτικά σύνθεση τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἡ ὁποία ἀποκαλεῖται «Ἐπιτάφιος Θρῆνος».

Πρόκειται γιά θαυμάσια ἀντίφωνα σέ τρεῖς στάσεις. Ἡ πρώτη στάση ἀρχίζει μέ τό: «Ἡ Ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ καί ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσι τήν σήν». Ἡ δεύτερη: «Ἄξιον ἐστιν μεγαλύνειν σέ τόν Ζωοδότην, τόν ἐν τῷ σταυρῷ τάς χεῖρας ἐκτείναντα καί συντρίψαντα τό κράτος τοῦ ἐχθροῦ» καί ἡ τρίτη: «Αἱ γενεαί πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».

Στά ἐγκώμια αὐτά, τοῦ ἀγνώστου ποιητοῦ, ἄγγελοι, ἄνθρωποι, προφῆτες, πτηνά, ζῶα, ἀστέρες καί ἡ ἄλλη ἄψυχος φύση, τά πάντα, ἀναφέρονται καί συγκλονίζονται ἀπό τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί τήν Ταφήν Του. Πῶς ἡ Ζωή ἐν τάφῳ! Πῶς ὁ Ζωοδότης Κύριος, ὁ Δοτήρ τῆς Ζωῆς ἀποθνήσκει καί θάπτεται!

Πράγματι, ἔκπληκτος ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἐνώπιον τοῦ θείου αὐτοῦ μαρτυρίου καί μυστηρίου τοῦ ἀνεξηγήτου μέ τά ἀνθρώπινα μέτρα, τῆς ταφῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζει τό στοχασμό του μέ τούς παρακάτω στίχους:

«Ἡ ζωή πῶς θνήσκεις; πῶς καί τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τό βασίλειον λύεις δέ, καί τοῦ Ἅδου τούς νεκρούς ἐξανιστᾶς».

«Ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος (=ἄμορφος) νεκρός καταφαίνεται, ὁ τήν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός».

«Ὤ θαυμάτων ξένων! ὤ πραγμάτων καινῶν! ὁ πνοῆς μοι χορηγός ἄπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσί τοῦ Ἰωσήφ».

Αὐτές οἱ ἀντιθέσεις, τῷ ὄντι, περιγράφουν τό μυστήριον τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτός πού εἶναι ἡ Ζωή, ν’ ἀποθνήσκει.

Ὡστόσο, ἐπειδή δέν μπορεῖ ὁ ποιητής νά εἰσχωρήσει σ’ αὐτό τό θεϊκό μυστήριο ἔρχεται μέ δέος καί εὐλάβεια νά χρησιμοποιήσει εἰκόνες καί παραστάσεις ἀπό τήν κτιστή δημιουργία, τή φύση, γιά νά μπορέσει κάπως νά ἐκφραστεῖ.

Χρησιμοποιεῖ τόν ἥλιο πού δύει καί λέγει: «Ὑπό γῆν ἐκρύβης, ὥσπερ Ἥλιος νῦν, καί νυκτί τῇ τοῦ θανάτου κεκάλυψαι˙ ἀλλ’ ἀνάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ». Χρησιμοποιεῖ ἔπειτα τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου καί γράφει: «Ὡς ἡλίου δίσκον ἡ σελήνη, Σωτήρ, ἀποκρύπτει καί σέ τάφος νῦν ἔκρυψεν, ἐκλιπόντα τοῦ θανάτου σαρκικῶς».

Ἡ ἀστείρευτη ποιητική ἱκανότητα τοῦ ὑμνογράφου ἔρχεται ἐπί πλέον καί σέ ἄλλη βιβλική εἰκόνα, τήν ὁποία παρουσιάζει σέ ἀλλεπάλληλες λυρικότατες παραλλαγές: Τήν εἰκόνα τῆς πέτρας, ἡ ὁποία συμβολίζει τό Χριστό. Στήν πρώτη παραλλαγή παρουσιάζεται ὁ παμφάγος Ἅδης, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη στήν κοιλίαν του τήν πέτραν τῆς Ζωῆς, ἀλλ’ ἐξήμεσεν ὅσους νεκρούς εἶχε καταπίει. Στή δεύτερη παραλλαγή, ἀπευθυνόμενος ὁ ὑμνογράφος στό Σωτῆρα, τοῦ λέγει ὅτι «κἄν ὡς πέτρα, Σῶτερ, ἡ ἀκρότομος σύ κατεδέξω τήν τομήν, ἀλλ’ ἐπήγασας ζῶν τό ρεῖθρον ὡς πηγήν ὤν τῆς ζωῆς». Καί τελικά ὁ ὑμνογράφος ὄχι ἁπλῶς ἐξεικονίζει ἐπιτυχῶς καί πρωτοτύπως τήν συγκατάβαση τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τονίζει τίς συνέπειες τῆς τριημέρου ταφῆς, ἀπό τήν ὁποίαν ἐπήγασε ἡ νέα ζωή, τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.

*

Ἀλλά περισσότερο ἡ γόνιμος πέννα τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου κορυφώνεται σέ μία εἰκόνα ὑπερόχου κάλλους καί βαθυτάτης νοσταλγίας, ἡ ὁποία ἔχει μείνει κλασική στούς αἰῶνες. Ἀναφέρεται στό συμπαθές ἐκεῖνο πτηνό, τόν πελεκάνο, ὁ ὁποῖος μέ τό ἐνστικτῶδες φίλτρο του ραμφίζει τήν πλευράν του, ὥστε μέ τίς σταγόνες τοῦ αἵματός του νά ἰάσει τούς τρωθέντας ὑπό ἰοβόλου ὄφεως νεοσσούς του.

«Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τήν πλευράν σου, Λόγε, σούς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικούς αὐτοῖς κρουνούς».

Ἐδῶ πλέον ὁ λυρισμός ξεχειλίζει. Ἡ ποίηση, ὡς εὐῶδες θυμίαμα, πού καίεται στό πῦρ τῶν ἱερωτέρων αἰσθημάτων, ἀναδίδει τό γλυκύτερο ἄρωμα. Αὐτό πλέον δέν εἶναι ἁπλῶς ποίηση. Εἶναι λατρεία, θυσία μυστική, εὐλαβής προσφορά στόν ἐνταφιασμό τοῦ Χριστοῦ.

Λοιπόν, τήν ἡμέρα αὐτή ἰδιαιτέρως ἄς σταθοῦμε «ἐν ἱερᾷ σιωπῇ καί κατανύξει καί προσευχῇ».

Διαβάστε ακόμα