Η εν πνεύματι και αληθεία επιστροφή στην Ενορία

Του Πανοσιολ. Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου Ι. Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας  / Arxon.gr

Η Εκκλησία στην εποχή των μονότονων μονολόγων προβάλλει ένα πολύ ενδιαφέροντα διάλογο. Μια συνάντηση, ως εμπειρία ζωής που γίνεται ιεραποστολή. Ο Χριστός μιλά σε μια γυναίκα για τον Θεό… αποκαλύπτει σε μια γυναίκα την αλήθεια για τον Θεό. Αν η «γυνή δόξα ανδρός εστίν», η Σαμαρείτιδα, ακτινοβολεί αυτή τη θεϊκή δόξα, εκπέμπει το αναστάσιμο φως του Χριστού. Μαρτυρώντας το θαύμα της προσωπικής της συνάντησης και εμπειρίας του Θεού… σε εμάς καλεί προς την εγκόλπωση του Χριστού διακονεί την όδευση της υπόθεσης του ανθρώπου προς την αλήθεια… 

Ο Χριστός αποκαλύπτεται σε μια έσχατη, σε μια μη Ιουδαία,  που εντούτοις δέχεται το δώρο Του. Ο Κύριος έρχεται στην καθημερινότητά της, προσφέροντας αλληλεγγύη στους κατατρεγμένους, ανεξάρτητα από την εθνική, πολιτισμική τους ταυτότητα. Η Αγάπη Του ξεπερνά τα όρια των εθνών, των φυλών, των φύλων, με το απελευθερωτικό Του κήρυγμα, στον τόπο όπου πριν είχε γίνει η συμφιλίωση του Ησαύ με τον Ιακώβ, μια νέα συμφιλίωση μεταξύ των Εθνών, το νέο κήρυγμα της ειρήνης και της καταλλαγής. Τα ιδιώματα του ανθρώπου από αδιαπέραστο τείχος που αποκρύπτουν τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο του, γίνονται ευκαιρία διαλόγου και σχέσης. Η Σαμαρείτιδα όχι μόνο γίνεται αποδέκτης της Αγάπης του Χριστού, αλλά και την μεταδίδει, την αντιπροσφέρει στον κόσμο, το να γίνει ιεραπόστολος είναι  μονόδρομος πλέον για εκείνη είναι ανάγκη εσωτερική για την «πρώην εσκοτισμένη».

Ο Χριστός πιστεύει στην γυναίκα, πιστεύει στον άνθρωπο και της αποκαλύπτεται. Την εποχή που οι Ιουδαίοι θεωρούσαν πράγμα τη γυναίκα (Res) Ακόμα και οι μαθητές Του απορούν που ο Χριστός κάνει συζήτηση με μια γυναίκα – κάτι ήταν αντίθετο με τα ήθη της εποχής – όμως ο Χριστός βλέπει πίσω από τα φαινόμενα, δεν βλέπει το παρελθόν της αλλά κυρίως το μέλλον της, πίσω από τα ιδιώματα, πέρα από τον κοινωνικό στιγματισμό, τη δυνατότητα του ανθρώπου να θεωθεί βλέπει πέρα από την τυχαία, τη «μέση» Σαμαρείτισσα, την Αγία Φωτεινή.

Ο Χριστός της ζητά κάτι και της αναθέτει κάτι δημιουργικό. Ο Χριστός της ζητά να αναμετρηθεί με τον ευατό της, με τον έσωθεν κόσμο σε μια αυτογνωσία και σε μια ανασκόπηση ζωής. Η Σαμαρείτιδα ακούει τον Κύριο να της ζητάει νερό, για να της συστήσει ένα άλλο «ύδωρ» και εκείνη βρίσκεται ενώπιον μιας έκπληξης, ακούει τον Κύριο να της αποκαλύπτει τις πιο υψηλές αλήθειες, για τη ζωή της, για τη ζωή μας. 

Αν και η Εκκλησία δεν εξαντλείται σε ιερούς τόπους και κανένα μέρος δεν μπορεί να εγκλωβίσει την αληθινή λατρεία του Θεού. Το ουσιαστικό είναι η λατρεία να γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία», ο τόπος που γίνεται τρόπος έχει σημασία, κάθε Κυριακή είναι η μέρα της Ανάστασης η επιστροφή μας στον Ιερό Ναό που δοξάζεται ο Τριαδικός Θεός – εκεί που ενεργεί η Καθολική Εκκλησία στο συγκεκριμένο χώρο, ως τρόπος του λειτουργικού «σήμερα».

Η ευχαριστιακή οικογένεια που «γίνεται ότι κοινωνεί», το μικρό Ευχαριστιακό κέντρο όπου λαμβάνει χώρα η εκρηκτική δράση της Μεγάλης Εκκλησίας. Το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας που δεν είναι αφηρημένη θεωρία, αλλά σαρκώνει την Εκκλησία στην ενόρια πραγματικότητα. Οι πιστοί ξέρουν ότι η ιδέα της Εκκλησίας δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η ίδια η Εκκλησία ως Ζωή που υπερβαίνει το θρησκευτικό σύστημα, ως ελευθερία από την θρησκευτική ιδεολογία. Χωρίς Ενορία όλα είναι ένας ιερός ιδεαλισμός, μια άσαρκη ρομαντική ουτοπία που αδυνατεί να καθρεφτίσει το πρόσωπο του Χριστού.

Παλαιότερα τα όρια της ενορίας συνέπιπταν με τα όρια του χωριού και της πόλης και η ενορία ήταν ο τρόπος με τον οποίο διασωζόταν το ορθόδοξο ήθος. Η Εκκλησία δεν εξαγγέλλει ένα κόσμο αόριστα βελτιωμένο, αλλά ζει – ας μου επιτραπεί η έκφραση – το μυστήριο της Ενορίας, ως κύτταρο του Μέλλοντος Γένους των Ορθοδόξων. Στην Ενορία είμαστε κάτι πολύ μαζί καθώς πορευόμαστε από την ύπαρξη στη συνύπαρξη. Αποκαθιστώντας κάτι παραδείσιο στις σχέσεις μας : Το κάθε μέλος έχει αλλά και ξαναβρίσκει τη θέση του – ως «μέλος εκ μέρους». Ζώντες και κεκοιμημμένοι, η μνήμη των οποίων δεν είναι αναπόληση, αλλά τελείωσή τους στη συλλογική μνήμη ως πιστών προσώπων που μετείχαν στην ενορία, στη ζωή που μπορεί να ξεπερνά τον ατομισμό του θανάτου.

Στη σύναξη της ενορίας όλους τους βλέπουμε αναστάσιμα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ως εν δυνάμει Αγίους. Η διάκριση γίνεται μόνο μεταξύ του αμετανόητου (μη αναγεννημένου) και του μετανοημένου (ευχαριστιακού) ανθρώπου, μεταξύ του κόσμου που παλιώνει και του καινούργιου τρόπου ζωής. Η ενοριακή πίστη μας είναι αυτή, ότι η Ενορία υπάρχει η ελάχιστη μαγιά κάνει το γάλα τυρί, το μικρό προζύμι που «ζυμοί όλο το φύραμα…» η μικρή σε έκταση καθόλου όμως περιορισμένη και σε πίστη.

Ήρθε λοιπόν η ώρα να ανοίξουν οι πόρτες στις Εκκλησίες αλλά ταυτόχρονα να ανοίξουμε την καρδιά μας στον Χριστό και να κλείσουμε την πόρτα της ψευτο-πνευματικότητας, της μισαλλοδοξίας και των άκρων.  Ήρθε η ώρα να μην δούμε την Εκκλησία ως χώρο θρησκευτικών δοσοληψιών αλλά ως τρόπο ύπαρξης ως τη Βασιλεία των Ουρανών, τον Ναό της ενορίας ως το σπίτι της πίστης. των πόνων και των πόθων μας.

Η επαναφορά μας στη Βασιλεία του Θεού, όπου Ναός θα είναι ο ίδιος ο Κύριος, και αυτή η Βασιλεία θα είναι ο χώρος της νίκης του θανάτου. Δια της Θ. Ευχαριστίας να καταποθούμε από την Αγάπη του και η Ενορία που δεν υπάρχει για να σωθεί από τον κόσμο, ή για να σώσει κάποιους «ειδικούς» της πνευματικής ζωή αλλά για να γίνει «τοις πάσι τα πάντα». Στην ενορία βιώνουμε τη ζωή της πραγματικής Εκκλησίας καθώς βλέπουμε πίσω από τα πέπλα του ηθικισμού, το πρόσωπο του ήθους ως ελευθερία εν αγάπη Χριστού, ζούμε τα πράγματα με μέτρο και την αγάπη άμετρα.

«Ο Λόγος σαρξ εγένετο» και εμείς έχουμε κάθε λόγο να ζούμε την ενοριακή ζωή, τη ζωή που μοιράζεται και αξίζει. Η ζωή της ενορίας είναι το βίωμα του ουρανού ως υπέρβαση της μοναξιάς: «Δεν είσαι μόνος γιατί και εμείς είμαστε θα ήμασταν μόνοι χωρίς εσένα». Η συνάντηση «επί το αυτό» στον οποία ο άνθρωπος καλείται να φτάσει στη Θεανθρωπία Του, όπου «Πνεύμα ο Θεός» του Οποίου η Σαμαρείτιδα έγινε Μάρτυρας Του και Ισαπόστολος της Αλήθειάς Του.

 

Διαβάστε ακόμα