Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Μεσσηνίας / Arxon.gr
Κηρύττει…. Διδάσκει…κάνει αυτό που σχεδόν πάντα Τον βλέπουμε να κάνει. Δηλαδή δεν Τον ακούμε μόνο να λέει λόγια και να διδάσκει θεωρίες και ιδέες για να κερδίσει τους ακροατές Του, αλλά Τον βλέπουμε να κάνει αυτό που κανείς άλλος δεν κατάφερε ποτέ. Τον βλέπουμε να αγγίζει, μέσα από τον λόγο Του, την προσωπική πληγή του καθενός μας και να την θεραπεύει. Αυτό συμβαίνει και με την περίπτωση της Σαμαρείτιδας στην αυριανή ευαγγελική περικοπή.
Ενώ ο Χριστός διδάσκει και κηρύττει περί του “ζώντος ύδατος”[1], σταματά, προς στιγμήν, την διδασκαλία Του για να αγγίξει αυτή την προσωπική πληγή της Σαμαρείτιδας. Φυσικά δεν το κάνει για να διακόψει τη συζήτηση αλλά για να αφυπνίσει την ναρκωμένη συνείδησή της, κι έτσι να μπορέσει να αντιληφθεί τις μεγάλες αλήθειες που πρόκειται να τις αποκαλύψει σε λίγο. Και ξεκινά με την προτροπή “ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε”[2].
Εκείνη όμως ταραγμένη, προσπαθεί να αποφύγει την ομολογία της πραγματικότητας και απαντά, με ασάφεια, πως δεν έχει άνδρα. Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί, από τον οποιονδήποτε, ως μια απάντηση με πολλές ερμηνείες. Θα μπορούσε λ.χ. κάποιος να νομίσει πως ήταν ανύπανδρη, διαζευγμένη ή χήρα. Όμως Εκείνος επιμένει κεντρίζοντας στην πραγματικότητα και επικεντρώνει τον λόγο Του στην αλήθεια των γεγονότων. Με μια λεπτότητα, με μια διάκριση και με μια στεθερότητα, σαν λεπτολόγος χειρούργος, που προσπαθεί να επέμβει σε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ασθενούς, αγγίζει την πληγή της, ώστε να την θεραπεύσει αλλά και να της δώσει τη δυνατότητα να αντικρύσει και να ομολογήσει η ίδια την αλήθεια. Και φτάνει στο κέντρο της πληγής με μια έκφραση της αληθείας ώστε να αποκαλυφθεί αυτή η ιδιαίτερη πτυχή της ζωής της, όχι για να διασυρθεί, αλλά για να υπάρξει μια σχέση πλέον εμπιστοσύνης και αλήθειας μεταξύ του Χριστού και του ατόμου με το οποίο επικοινωνεί, εν προκειμένω της Σαμαρείτιδας.
Κι αν ανατρέξουμε στο Ιερό Ευαγγέλιο, θα βρούμε κι άλλες τέτοιες προσεγγίσεις . Την ίδια τακτική, π.χ., βλέπουμε και στην περίπτωση του πλούσιου νέου, στο Ευαγγέλιο του Λουκά.[3] Μέσα από έναν παρόμοιο διάλογο, ο Χριστός διεισδύει από την επιφάνεια στο βαθύτερο στρώμα της συνείδησης και της προσωπικότητας του πλούσιου νεανίσκου. Αλλά και στην περίπτωση του Πέτρου[4], την οποία βιώνουμε κάθε φορά που γινόμαστε ακροατές των Ευαγγελίων της Μεγάλης Πέμπτης, έτσι ώστε, μέσα από την άρνησή του, να επιβεβαιωθεί το γεγονός της “κατ’ άνθρωπον” αδυναμίας, αλλά μέσα από την συντριβή και την μετάνοια να του δοθεί η δυνατότητα να είναι από τους πρώτους μάρτυρες της Ανάστασης και να φτάσει πρώτος στο κενό μνημείο.
Αυτές οι περιπτώσεις λοιπόν, αλλά και πολλές άλλες, οι οποίες δεν απαριθμούνται στην παρούσα, αλλά καταγράφονται στο Ιερό Ευαγγέλιο και στη διδασκαλία των Πατέρων μας, μας δίνουν την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε ένα ακόμη ιδιαίτερο γνώρισμα της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Το ότι δηλαδή η σχέση μας και η συνομιλία μας με το Θεό δεν θα είναι δυνατή αν δεν έχει έναν προσωπικό χαρακτήρα. Αν προσπαθούμε να Του κρυβόμαστε και να μην ομολογούμε τα “άδηλα” και τα “κρύφια” της καρδιάς μας, τότε η σχέση αυτή θα βρίσκεται σε μια σύγχυση και σε μια έλλειψη εμπιστοσύνης. Κι αυτό συμβαίνει διότι εμείς οι άνθρωποι αντιστεκόμαστε σε μια τέτοια προσέγγιση και προσπαθούμε με υπεκφυγές και δυσερμήνευτες απαντήσεις να αφήνουμε, σχεδόν πάντα, ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από την προσωπική μας ζωή. Γι’ αυτό προτιμάμε να μένουμε σε γενικότητες περί Θεού και να εκφράζουμε μια πίστη σε μια “ανώτερη δύναμη”, όπως χαρακτηριστικά ακούμε πολλούς να λένε. Δυστυχώς οι περισσότεροι εκφράζουμε μια πίστη “κατά το δοκούν” με γνώμονα μόνο τις δικές μας δυνατότητες και αντοχές. Ο Κύριος όμως γνωρίζει και το πώς σκεφτόμαστε και το τι κρύβουμε. Γνωρίζει πως οι θεωρίες μας και οι όποιες θρησκευτικές ενασχολήσεις και συζητήσεις μας, αν δεν συναισθανόμαστε τις προσωπικές μας αδυναμίες και αν δεν τις ομολογούμε, τότε παραμένουν απλές θεωρίες και πράξεις “προς το θεαθήναι”.
Το προσωπικό μας σφάλμα ή η αδυναμία μας είναι σαν τον κόκκο της άμμου, ο οποίος μπορεί μεν να είναι μικρός αλλά όταν μπει στο μάτι μας, τότε δυσκολεύει την όραση και προκαλεί προβλήματα και αδύνατη την ομαλή λειτουργία της.
Είναι λοιπόν μάταιο να γράφουμε, να λέμε, να διαβάζουμε για τον Χριστό, αν δεν αποφασίσουμε να διαλεχθούμε μαζί Του και να Του ανοίξουμε τα εσώψυχά μας. Ας Τον αφήσουμε λοιπόν να αγγίξει τις προσωπικές μας πληγές και ας του επιτρέψουμε να τις θεραπεύσει. Και τότε, αφού θα έχει παραμερίσει με το λόγο Του κάθε ασάφεια και κάθε παρερμηνεία από μέρους μας, θα μπορέσει να μας λυτρώσει, να μας ξεδιψάσει και τελικά να μας σώσει.
Ας Τον ακούσουμε λοιπόν. Μας μιλάει κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε μέρα, μέσα από τις Γραφές, μέσα από τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μέσα από τις συμβουλές των πνευματικών μας πατέρων.
[1] Ιωάν. 4, 14
[2] Ιωάν. 4 , 16
[3] Λουκ. 18 , 22
[4] Ματθ. 26,75