Λυκούργος Αγγελόπουλος (1941-2014) έξι χρόνια από την κοίμησή του

Του Κωνσταντίνου Αγγελίδη, Πρωτοψάλτη, Χοράρχη του Βυζαντινού Χορού “Τρόπος” / Arxon.gr 

Τόν χαρακτήρισαν «κορυφαία µορφή τοῦ ἑλληνικοῦ πνευµατικοῦ βίου καί πολιτισµοῦ», «ἰδανικό ἀντιπρόσωπο τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ µουσικοῦ πολιτισµοῦ», «ἀπόστολο τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς σέ ἕναν κοσµικό αἰώνα», «ἐµπνευσµένο ἀναβιωτή κοιµισµένων µουσικῶν θησαυρῶν», «µυθική µορφή», «ἡδύφωνο πρωτοψάλτη, ἀστείρευτη πηγή πνευµατικῆς, ψυχικῆς καί αἰσθητικῆς ἀγαλλίασης».

Γεννηµένος στόν Πύργο Ἠλείας τό 1941, σπούδασε νοµικά στό Πανεπιστήµιο Ἀθηνῶν καί βυζαντινή µουσική κοντά στόν Σίµωνα Καρά. Πρωτοψάλτης στήν Ἁγία Εἰρήνη (πρώτη Μητρόπολη Ἀθηνῶν) ἀπό τό 1982, κατόρθωσε νά δηµιουργήσει ἕνα πρότυπο κέντρο λειτουργικῆς, τυπικοῦ, ψαλτικῆς, ἀφοῦ ἔθεσε τέρµα στή µουσική ἐκτροπή τοῦ Ἰωάννη Σακελλαρίδη καί τῶν «κανταδόρων». ∆ιοργάνωσε µιά σειρά λατρευτικῶν ἀκολουθιῶν. Σηµειώνουµε ἰδιαίτερα τίς ἀγρυπνίες, πού τελοῦνταν κατά τό ἁγιορείτικο τυπικό, µέ δύο ὀργανωµένους χορούς ψαλτῶν, τούς κανονάρχες καί τούς ἀναγνῶστες.

Ὁ Λυκοῦργος Ἀγγελόπουλος ἦταν µιά βυζαντινή ἀγκαλιά, φιλόξενος καί στήν ἐκκλησία του, ἀπό ὅπου πέρασαν οἱ µακαριστοί Κωνσταντινουπολίτες π. Παναγιώτης Τσινάρας, π. Ἀθανάσιος Τσούµαρης, ὁ Χιώτης πρωτοψάλτης Λεωνίδας Σφήκας, ὁ φιλόµουσος Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Προκόπιος, ὁ Ἀθανάσιος Καραµάνης, καί τά τελευταῖα χρόνια, κοντά του σταθερά, ὁ Κωνσταντινουπολίτης πρωτοψάλτης Κωνσταντῖνος Μαφίδης.

Τό 1977 ἵδρυσε τήν Ἑλληνική Βυζαντινή Χορωδία – τό καµάρι του, µέ τήν «πρωτόγνωρη ἀπήχηση, πέρα ἀπό τά δεδοµένα ἐθνικά καί ἰδεολογικά σύνορα». Πάνω ἀπό 1.200 συναυλίες καί λειτουργικές ἐκδηλώσεις σέ 33 χῶρες τόν ἐπιβάλλουν ὡς πρεσβευτή τῆς ἑλληνικῆς µουσικῆς στήν οἰκουµένη, γεγονός πού ἐπισφραγίζεται µέ τήν τιµητική βράβευσή του στίς Βρυξέλλες, τό κέντρο τῆς Εὐρώπης, τό 1994, ἀπό τόν Οἰκουµενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολοµαῖο: Λυκοῦργος Ἀγγελόπουλος, Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ ἐπιβράβευση γι’ αὐτή τή µουσική πορεία τοῦ ἀκούραστου ταξιδευτῆ καί τῶν συνεργατῶν του, ἀποτέλεσµα συστηµατικῆς καί κοπιώδους ἐργασίας, ἀτελείωτων ὡρῶν µελέτης καί προετοιµασίας, ἦλθε ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς ∆ηµοκρατίας, τό 2004, µέ τόν Ἀργυρό Σταυρό τοῦ Τάγµατος τοῦ Φοίνικος.

Ἡ Ἑλληνική Βυζαντινή Χορωδία, σύµφωνα µέ τόν ἀείµνηστο Πρόεδρό της, τόν συνθέτη Μιχάλη Ἀδάµη, ἐπιδίωξε «τήν αἰσθητική ἀρτιότητα τῆς καλλιτεχνικῆς ἐµπειρίας καί τήν οὐσιαστική ἀξίωσή της στή λειτουργική πράξη, καθώς καί τή διάδοση τῆς µεγάλης αὐτῆς τέχνης πού φέρει καί προάγει τό Ὀρθόδοξο ἦθος ὡς ζωντανή κληρονοµιά τοῦ Γένους…»

Ὁ ἀκάµατος δάσκαλος Λυκοῦργος Ἀγγελόπουλος ἀναλώθηκε στή διακονία τῆς µουσικῆς τῶν ἀγγέλων. «Τό νά βιώσουµε καί νά καλλιεργήσουµε τή βυζαντινή µας µουσική εἶναι τελικά θέµα ἐθνικῆς παιδείας», σηµείωνε σέ πρόγραµµα συναυλίας τοῦ 1989.

Τόν βρίσκουµε ἔτσι νά διδάσκει σέ Ὠδεῖα: Ἀθηνῶν, Φ. Νάκας, Ν. Σκαλκώτας, νά διευθύνει Σχολές Βυζαντινῆς Μουσικῆς Ἱερῶν Μητροπόλεων, νά συνδράµει τό ἔργο τῆς Καλλιτεχνικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Ὁδηγεῖ µιά πλειάδα µαθητῶν σέ µιά ψαλτική ὄαση, πηγή γνώσης καί δράσης. Ἀνοίγει δρόµους σέ ὅσους τόν πλησιάζουν, µοιράζεται, δίνει πρωτοβουλίες, σέ µία σχέση πνευµατικοῦ πατέρα καί µαθητῆ. Ἡ παρουσία µαθητῶν καί φιλόµουσων φίλων καί συνοδοιπόρων στήν ψαλτική τέχνη ἀπό Ἀµερική, Ἀγγλία, Σερβία, Γαλλία, Ρουµανία, Βουλγαρία, Κύπρο στήν ἐξόδιο ἀκολουθία, τά µηνύµατα ἀπό ὅπου γῆς µουσικούς συνασκητές, οἱ προσευχές µοναχῶν καί µοναζουσῶν µαρτυροῦν τήν οἰκουµενικότητά του. Σέ αὐτό τό εὐρύ φάσµα τῆς προσφορᾶς πρέπει νά προσθέσουµε τή συνεργασία του µέ ἐρευνητές µουσικολόγους ἀπό Ἀνατολή καί ∆ύση. Ἀπό τόν Kudsi Erguner µέ τήν κορυφαία καί ἀλησµόνητη συναυλία στήν Ἁγία Εἰρήνη στήν Κωνσταντινούπολη, µιά κοινή παρουσίαση βυζαντινῆς καί ὀθωµανικῆς µουσικῆς, ὥς τόν Marcel Pérès καί τήν παρουσίαση τοῦ παλαιορωµαϊκοῦ µέλους.

Ἡ Ἑλληνική Βυζαντινή Χορωδία στήν Ἐπίδαυρο καί σέ ἄλλα µέρη παρουσίασε ἔργα ἀρχαίας ἑλληνικῆς µουσικῆς. Ὁ Λ. Ἀγγελόπουλος, τολµηρός καί πρωτοπόρος, ὑπῆρξε ἑρµηνευτής ἔργων σύγχρονης µουσικῆς τῶν ∆ηµήτρη Τερζάκη, Μιχάλη Ἀδάµη, Κυριάκου Σφέτσα, John Tavener.

∆ιατέλεσε Πρόεδρος τοῦ Κέντρου Σύγχρονης Μουσικῆς Ἔρευνας (ΚΣΥΜΕ) καί εἶχε ἰδιαίτερη φιλία µέ τόν Στέφανο Βασιλειάδη καί τόν Γ. Γ. Παπαϊωάννου.

Μία ἀκόµη πτυχή τῆς πολύπλευρης καί χαρισµατικῆς προσωπικότητάς του, ἡ συνεργασία του µέ τήν Ἑλληνική Ραδιοφωνία. Ποιός δέν θυµᾶται τόν τίτλο τῆς ἱστορικῆς ραδιοφωνικῆς του ἐκποµπῆς «Ἀπό τήν ὀρθόδοξη καί ἀνατολική µουσική παράδοση»; Πόσοι δέν σιγόψαλαν τό µουσικό της σῆµα «Τίς Θεός µέγας ὡς ὁ Θεός ἡµῶν»; Μιά ζεστή φωνή µεταδίδει καί καλλιεργεῖ σέ ὅλη του τήν ἔκταση τό ρεπερτόριο τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς, γνωστό καί ἄγνωστο –ἀνέκδοτο κυρίως– µέσα ἀπό τίς φωνές ἀναρίθµητων πρωτοψαλτῶν, χορωδιῶν, βυζαντινῶν χορῶν, ὄχι µόνο ἀπό τόν ἑλλαδικό χῶρο ἀλλά καί ἀπό τούς ὁµόδοξους Ἄραβες, Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουµάνους, Σέρβους. ∆έν ἦταν ἁπλή παράθεση ὕµνων, ἀλλά µιά ἐπιστηµονική, µουσικολογική προσέγγιση µέ λογοτεχνικό χρῶµα. Μιά ὀρθόδοξη καί µουσική παιδαγωγία.

Ἐδῶ ἐντάσσονται καί οἱ ἠχογραφήσεις του στό Ἅγιον Ὄρος, µέ κυρίαρχη τή γνωριµία του µέ τόν ∆ιακοδιονύση Φιρφιρῆ, τήν καταγραφή τῶν «τυπικῶν» ἀπό τόν γέροντα Γερόντιο τῶν ∆ανιηλαίων, τή δεκαετία τοῦ ᾽60, πού ταξίδεψαν σέ ὅλο τόν κόσµο. Ἦταν πρωτεργάτης, γιατί χάρη σέ αὐτόν, µέσω τῶν ραδιοφωνικῶν συχνοτήτων, γνώρισαν γενεές ἀκροατῶν ἦθος καί ὕφος ψαλτικῆς, τήν ὀρθή λειτουργική πράξη. Αὐτή ἡ διάσωση τῆς προφορικῆς παράδοσης γινόταν ἀπρόσκοπτα καί στήν ΕΡΑ, µέ ἠχογραφήσεις Κωνσταντινουπολιτῶν καί ἄλλων σύγχρονων πρωτοψαλτῶν, παράλληλα µέ τή χρήση τοῦ µουσικοῦ ἀρχείου τῆς ΕΡΑ. Θεωροῦσε ὑποχρέωσή του νά δίνει βῆµα σέ ὅλους.

∆έν πρέπει ὅµως νά λησµονήσουµε καί τό συνθετικό του ἔργο, πού καλύπτει ὄχι µόνο τίς µουσικές ἀνάγκες ἑορτῶν ἁγίων, ἱερῶν ναῶν τῶν συνεργατῶν καί φίλων, ἀλλά καί ἰδιαίτερα ἀφιερώµατα γιά εἰδικές τελετές καί ἐπετείους, ἀφιερώµατα γιά τήν εἰρήνη καί τό περιβάλλον. Εἶχε, ἐπίσης, µιά ἄνεση στή συγγραφή ἄρθρων καί, µάλιστα, µέ τή µορφή Βυζαντινοῦ καλλιγράφου.

Ὁ Λ. Ἀγγελόπουλος ὑπῆρξε παραγωγός ποιοτικῶν ἠχογραφήσεων, µέ ὑποδειγµατικό σχολιασµό τῶν ψαλλόµενων µελῶν. Ἐννέα ψηφιακοί δίσκοι ἀκτίνας καί πάνω ἀπό τριάντα κασέτες ἔχουν ἐκδοθεῖ στήν Ἑλλάδα καί στή Γαλλία µέ τό ὄνοµα τῆς Ἑλληνικῆς Βυζαντινῆς Χορωδίας. Μαρτυροῦν τό παραγωγικό ἔργο ἑνός ἐµπνευσµένου µαέστρου καί ἑνός ἀξιοζήλευτου βυζαντινοῦ χοροῦ. Μέ ἕνα ράσο καί τό ἀγαπηµένο του φωνητικό σύνολο κέρδισε τήν ἀναγνώριση καί τόν σεβασµό. Παρήγαγε µιά µουσική µέ προσευχητικό χαρακτήρα καί ἐνέπνεε πνευµατικότητα.

Ἡ ὅλη του στάση στό ψαλτήρι, στόν φυσικό χῶρο τῆς ψαλτικῆς τέχνης, ἀλλά καί στούς συναυλιακούς χώρους, ἀπό τά ἀρχαῖα θέατρα ὥς τό Μητροπολιτικό Μουσεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης καί τό Queen Elisabeth Hall τοῦ Λονδίνου, ἀπό τήν ἐπιβλητική εἴσοδο καί ἔξοδο τοῦ χοροῦ ψάλλοντας, ὥς τή διεύθυνσή του µέ τήν ὑποβλητική καί περιγραφική ἔκφραση τῆς χειρονοµίας, εἶχε µιά δυναµική σοφίας καί ταπείνωσης.

Ὡς ἄνθρωπος ὁ Λυκοῦργος –ἔτσι τόν γνώρισαν ὅλοι– πάντοτε µέ τό χαµόγελο, ἦταν ἄρχοντας, κοινωνικός, ἑνωτικός, γλυκύτατος, κοντά στίς χαρές καί λύπες τῶν µαθητῶν του, διατήρησε γιά δεκαετίες µιά ὄµορφη συντροφιά. Σκληρός καί µαχητικός ὅταν αἰσθανόταν ὅτι προσέβαλλαν τά πιστεύω του γιά τήν παράδοση, ἦταν ἀπαιτητικός καί κάποτε τραχύς γιά τό καλύτερο ἀποτέλεσµα, πού πάντοτε ἐπιδίωκε, συναισθανόµενος τό βάρος αὐτοῦ πού κουβαλοῦσε καί ἐκπροσωποῦσε.

Κάτοχος µιᾶς βαθιά ἐθνικῆς παιδείας µέ εὐρύτητα γνώσεων ἐργάστηκε στήν οἰκουµένη µέ γνήσια Ρωµαίικη ἀντίληψη. Οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου του ἔχουν παρακαταθήκη τούς λόγους καί τά ἔργα του. Μέ τή ζωή του σηµατοδότησε καί τούς δικούς µας στόχους.

 

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Σπουδή 3 Μνήμη Λυκούργου Αγγελόπουλου

Διαβάστε ακόμα