Παγκοσμιοποίηση και καθολικότητα

Του Πρωτοπρ. Σωτηρίου Ο. Αθανασούλια

Ἡ παγκοσμιοποίηση ὡς αἴτημα καί ἀπειλή

Τά τραγικά γεγονότα πού ζοῦμε αὐτές τίς μέρες, ἡ ἐξάπλωση σχεδόν παντοῦ τῆς πανδημίας τοῦ μολυσματικοῦ κορωνοϊοῦ (covid-19), ὁ καταιγισμός μέ πληροφορίες γιά χιλιάδες νεκρούς, ἡ ἀναστολή ζωτικῶν λειτουργιῶν κάθε ὀργανωμένης κοινωνίας (ἐκπαίδευσης, δικαιοσύνης κ.ἄ.), ὁ ἐγκλεισμός ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων στά σπίτια, ἰδιαίτερα δέ τό κλείσιμο τῶν Ναῶν σέ χαρακτηριστικές περιόδους τοῦ ἑορτολογίου μας, ἡ ἀπαγόρευση τῆς θείας λατρείας, ἡ παύση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ ἀποκλεισμός ἀπό τή Θεία Κοινωνία κ.λπ., ὅλα αὐτά προκαλοῦν τεράστιες ἀνησυχίες καί προβληματισμούς σέ κάθε Χριστιανό καί σέ κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο. Πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι πρόκειται γιά παραπληροφόρηση τῶν μέσων ἐνημερώσεως, κατευθυνόμενη ἀπό γνωστά σκοτεινά κέντρα προπαγάνδας τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἰός εἶναι κατασκευασμένος καί διοχετεύτηκε σκόπιμα γιά τή μείωση τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς καί γιά νά ζήσουν καλύτερα ὅσοι «τυχεροί» ἀπομείνουν. Ἄλλοι ὁμιλοῦν γιά τεράστια οἰκονομικά συμφέροντα ἀπό τήν κατασκευή ἐμβολίων, φαρμάκων καί εἰδῶν ὑγείας. Ἄλλοι ὁμιλοῦν γιά ἕνα ἐξαιρετικά ἐπιτυχημένο παγκόσμιο πείραμα, στό ὁποῖο οἱ λαοί τῆς γῆς ἀναγκάζονται νά ἀντιδροῦν κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο σέ γενικές ἐντολές, μέ ἄμεσα ἐπικείμενα τό «τσιπάρισμα» τοῦ πληθυσμοῦ (ἴσως μέσῳ ἑνός «θαυματουργοῦ» ἐμβολίου, πού θά μᾶς «λυτρώσει» ἀπό τήν πανδημία), τήν κατάργηση τοῦ πραγματικοῦ χρήματος καί τήν ἀντικατάστασή του μέ τό λεγόμενο «πλαστικό», τή γενική ἐπιβολή τῶν ἠλεκτρονικῶν συναλλαγῶν καί τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐργασιῶν κ.λπ. καί μέ ἀπώτερο στόχο τή μαζοποίηση, τή χειραγώγηση, τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο καί τήν ἔσχατη ὑποδούλωση τοῦ παγκόσμιου πληθυσμοῦ. Ὑποδούλωση σέ τί; Σήμερα, σέ τεράστια οἰκονομικά συμφέροντα, ἐλεγχόμενα ἀπό τρία – τέσσερα πρόσωπα ἤ οἰκογένειες στόν κόσμο, πού ἑδρεύουν στούς κόλπους τῆς ὑπερδύναμης πέραν τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Αὔριο, ποιός γνωρίζει;

Τά παραπάνω φαντάζουν ἴσως ὑπερβολικἀ ἤ προϊόντα συνομωσιολογίας. Ὡστόσο, εἶναι ἀφελές νά πιστεύουμε ὅτι δέν ἐνέχουν στοιχεῖα ἀληθείας, πάρα πολλά μάλιστα. Δυστυχῶς, πολλά ἐπιβεβαιώνονται καί ἀπό δηλώσεις ἐπωνύμων καί ὑπευθύνων. Οἱ ὑποστηρικές τους θεωροῦν ὅτι ὅλα εἶναι προϊόντα καί «καρποί» τοῦ φαινομένου τῆς παγκοσμιοποίησης. Αὐτή ἐμφανίζεται πλέον ὡς σοβαρή ἀπειλή. Ἀπειλή γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, γιά τήν ἐλευθερία, γιά τήν κοινωνία, γιά τόν πολιτισμό, γιά τούς δημοκρατικούς θεσμούς, γιά ὅ,τι καλό ἔχει δημιουργήσει ὁ ἄνθρωπος μέχρι σήμερα. Ὡστόσο, ἡ παγκοσμιοποίηση δέν ἦταν πάντα ἔτσι. Γιά κάποιους ἦταν ἤ ἐξακολουθεῖ νά εἶναι κάτι καλό, ἕνα αἴτημα, ἕνα ὅραμα, μιά εὐκαιρία, μιά δυνατότητα γιά νά ζήσει καλύτερα ὁ κόσμος καί νά λυθοῦν πολλά ἀπό τά προβλήματά του. Ἔτσι, ὑπάρχουν οἱ ὑποστηρικτές καί οἱ ἐπικριτές ἤ οἱ πολέμιοι τοῦ φαινομένου.

Ὅμως τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ παγκοσμιοποίηση; Γιά τό θέμα ἔχουν γραφτεῖ πάρα πολλά καί ἀπό πολλές πλευρές. Ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει μία μόνο πλευρά του, ἡ ἀρνητική, καί ἡ σχέση της μέ τήν Ἐκκλησία. Ὁ ὅρος εἶναι σύνθετος ἀπό τό ἐπίθετο «πᾶν», τό οὐσιαστικό «κόσμος» καί τό ρῆμα «ποιῶ», καί ἐτυμολογικά σήμαινει περίπου ὅτι «ὁ κόσμος γίνεται πᾶν» ἤ ὅτι «τό πᾶν (τά πάντα) γίνεται κόσμος». Ἐπειδή δέ στό «πᾶν» περικλείεται καί ἡ ἔννοια τοῦ «ἑνός», τῆς ἑνότητας («ἕν τό πᾶν»!), «παγκοσμιοποίηση» σημαίνει εἰδικότερα ὅτι «ὁ κόσμος γίνεται ἕνα». Ὁ ὅρος ἀποδίδεται στόν Γερμανοεβραῖο καθηγητή τοῦ Χάρβαρντ (Η.Π.Α.) Theodore Levitt (1925-2006), πρωτοχρησιμοποιήθηκε δέ τό 1944 καί ἀφοροῦσε στή διεθνοποίηση τῆς οἰκονομίας. Στή διαδικασία αὐτή ἀνθρώπινες δραστηριότητες, ὅπως ἡ οἰκονομία, ἡ ἐπικοινωνία, τό ἐμπόριο, ἡ γνώση, ἡ τεχνολογία, ἡ κοινωνική δομή, τό πολιτικό σύστημα, ἡ κουλτούρα κ.ἄ., πού μέχρι πρόσφατα λειτουργοῦσαν ἐντός συνόρων καί μέ τήν προστασία τοῦ κράτους, ἀπελευθερώνονται καί γίνονται πλέον κοινά. Κατά συνέπεια, ἡ παγκοσμιοποίηση, μέ ἀφετηρία τήν οἰκονομία, ἐπεκτείνεται σέ ὅλους τούς τομεῖς, ἀκόμη καί στόν τρόπο ζωῆς, στήν ταυτότητα, στόν πολιτισμό, στή θρησκεία («πανθρησκεία»). Ὑπάρχουν καί διεθνεῖς ὀργανισμοί πού ὑπηρετοῦν τό ὅραμα τῆς παγκοσμιοποίησης, μέ πιό χαρακτηριστικό τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο.

Εἶναι, ὅμως, ἡ ἑνότητα κάτι κακό; Τό κακό στήν προκειμένη περίπτωση δέν εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ διάσπαση καί ὁ κατακερματισμός; Ὁ κόσμος εἶναι ὄντως κακός ἤ εἶναι «καλός λίαν», κατά τή διαβεβαίωση τοῦ Δημιουργοῦ του; (Γεν. 1,31). Ἡ διαίρεση καί ὁ κατακερματισμός δέν εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀνθρώπινης ἔπαρσης; Δέν εἶναι γεγονός ὅτι, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀλαζονείας, «τάς γλώσσας συνέχεεν» καί «διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος» στόν πύργο τῆς Βαβέλ, κατά τόν γνωστό ὕμνο; Δέν ἀληθεύει, ὅτι στήν Πεντηκοστή «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν»; Ἡ ἑνότητα δέν εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἐπί πλέον, ἡ ἑνότητα καί ἡ καθολικότητα δέν εἶναι θεμελιώδεις ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μαρτυρία ἑνότητας μέσα στόν κόσμο; Μήπως, τελικά, τό αἴτητα τῆς παγκοσμιοποίησης ταυτίζεται μέ τό αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας γιά καθολικότητα καί ἑνότητα; Μήπως γίνεται λόγος γιά τήν ἴδια πραγματικότητα μέ διαφορετικές λέξεις; Σ’ αὐτά καί σέ παρόμοια ἐρωτήματα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε στή συνέχεια.

 Ἐκκλησία καί κόσμος

Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ κόσμος, κατά τήν ὁμόφωνη ἐκκλησιαστική Παράδοση, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι πρόερχεται ἀπό τόν Θεό δέν μπορεῖ νά εἶναι κακό. Ἀντίθετα, εἶναι πολύ καλό («καλόν λίαν», Γεν. 1,31). Μέρος τοῦ κόσμου, τό ἀνώτερο καί ἐκλεκτότερο, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος, σέ σχέση μέ τόν ὁρατό τουλάχιστον κόσμο, δέν εἶναι ἁπλά «βασιλεύς», ἀλλά εἶναι καί «μικρός κόσμος», δηλαδή περιλαμβάνει ἐντός του ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου (νοῦ, λόγο, ζωή, κίνηση, ἀνόργανη ὕλη). Ὡστόσο, ὁ κόσμος στήν παροῦσα μορφή του δέν εἶναι ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Τό γεγονός τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων τόν ἔπληξε καίρια. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ συμπαρέσυρε ὁλόκληρο τόν κόσμο στήν πτώση καί τόν ὑπέταξε στή φθορά, στόν θάνατο καί στό κακό. Τά στοιχεῖα αὐτά (ὁ θάνατος, ἡ φθορά, τό κακό) δέν ἀνήκουν στήν ἀρχική δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι «συμβεβηκότα», «ἐπισυμβάντα» καί «ἐπεισελθόντα» (εἰσῆλθαν μετέπειτα) στήν ἀνθρώπινη φύση καί στή δημιουργία, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς (1894-1979). Ἔκτοτε, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8,22) ὑπό τό κράτος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ἐπειδή δέ «ὁ ἔχων τό κράτος τοῦ θανάτου» εἶναι ὁ διάβολος καί ὄχι ὁ Θεός (Ἑβρ. 2,14), πλέον «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰω. 5,19), ὁ δέ Σατανάς ἔγινε «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 12,31) ἤ «ὁ κοσμοκράτωρ τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,12).

Γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου («ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας») ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔκτοτε ὁ κόσμος συνδέεται στενά μέ τόν Χριστό: ὁ Χριστός ἔγινε μέρος τοῦ κόσμου ἤ μᾶλλον κέντρο τοῦ κόσμου. Μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσελήφθη ὁλόκληρος ὁ κόσμος: ὁ νοῦς, ὁ λόγος, ἡ ζωή, ἀκόμη καί ἡ ἀνόργανη ὕλη, μέ σκοπό, ὅμως, ὄχι νά παραμείνει ὅπως εἶναι, ἀλλά νά σωθεῖ, νά ἀφθαρτοποιηθεῖ, νά λυτρωθεῖ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου. Αὐτό γίνεται μόνο μέσω τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ κόσμος δέν ἔχει ἐλεύθερη βούληση, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως ἀπό τόν ἄνθρωπο ὁ κόσμος ὑποτάχθηκε στή φθορά, ἔτσι καί ἀπό τόν ἄνθρωπο προσάγεται στόν Χριστό γιά νά σωθεῖ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ὄργανο ἤ τό μέσο διά τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ κόσμος.

Ὡστόσο, ὅπως γνωρίζουμε, τά σωστικά ἀποτελέσματα τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ δέν ἐνεργοῦν μέ μαγικό τρόπο, οὔτε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, οὔτε στόν κόσμο. Ἐνεργοῦν μόνο σέ ὅσους τά ἀποδέχονται καί μένουν ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, σέ ὅσους γίνονται μέλη τοῦ Σώματός Του. Ἔτσι, στό κέντρο τοῦ κόσμου δημιουργεῖται μιά νέα κοινότητα καί κοινωνία, ἕνας νέος θεανθρώπινος ὀργανισμός, ἕνα νέο Σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Ἔκτοτε ὅ,τι παραμένει ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ παλαιός κόσμος, ὁ ἐκτός τοῦ Χριστοῦ, αὐτός πού ἀποκαλεῖται κατ’ ἐξοχήν «κόσμος». Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ὁ κόσμος ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἐκκλησία, τό δέ φρόνημά του ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ, βέβαια, καί ὑπάρχει μέσα στόν κόσμο, ἀλλά δέν εἶναι τοῦ κόσμου, εἶναι «ἐν τῷ κόσμῳ», «ἀλλ’ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου». Ὁ κόσμος ταυτίζεται πλέον μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη καί μέ τό κακό. Ὅλα τά πάθη «ἔχουν ἕνα περιεκτικόν ὄνομα: κόσμος … Ὁ κόσμος πόρνη ἐστιν» (ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς). Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀργά ἤ γρήγορα θά ἔρθει σέ μετωπική σύγκρουση μέ τόν κόσμο καί μέ τό φρόνημά του, θά μισηθεῖ ἀπό αὐτόν καί θά διωχθεῖ (Ἰω. 15, 18-20). Γιατί συμβαίνει αὐτό; Ἐπειδή ὁ κόσμος πρῶτα μίσησε τόν Χριστό (Ἰω. 15,18), ἐπειδή σταύρωσε «τόν Κύριον τῆς Δόξης» (Α΄ Κορ. 2,8), ἀλλά καί ἐπειδή ἄλλος εἶναι «ὁ ἐν ὑμῖν» καί ἄλλος «ὁ ἐν τῷ κόσμῳ». «Ὁ ἐν ἡμῖν» (Αὐτός πού εἶναι μέσα μας καί ἀνάμεσά μας) εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» εἶναι «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 12,31), ὁ Σατανάς. Ὡστόσο, «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. 4,4)! Ὁ Χριστός ἔχει ἤδη νικήσει καί τόν κόσμο καί τόν «κοσμοκράτορα»: «θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. 16,33), ὁ δέ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, διά τῆς πίστεως στόν Χριστό, νικᾶ ἐπίσης τόν κόσμο: «Πᾶν τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τόν κόσμον καί αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν. Τίς ἐστιν ὁ νικῶν τόν κόσμον εἰ μή ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ;» (Α΄ Ἰω. 5, 4-5).

Καθολικότητα καί ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ κόσμου εἶναι ταυτόχρονα καί νίκη τῆς Ἐκκλησίας (τοῦ Σώματός Του). «Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο. Σκοπός της εἶναι νά ὑποκαταστήσει τόν κόσμο, νά τόν μεταβάλλει σέ Ἐκκλησία, νά τόν συμπεριλάβει ὁλόκληρο ἐντός της. Ἡ κίνηση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμο μέ σκοπό νά τόν ἐκκλησιοποιήσει ὀνομάζεται Ἱεραποστολή. Ὅπως γνωρίζουμε, μία ἀπό τίς τέσσερις βασικές ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθολικότητα. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Καθολική: «Πιστεύω … εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὄντως, ἡ Ἐκκλησία ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τόν κόσμο («πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης»), ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν διάρκεια τοῦ χρόνου, στό παρόν, στό παρελθόν καί στό μέλλον («πανταχοῦ τῶν χρόνων»), «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Ἀπευθύνεται δέ σέ κάθε ἄνθρωπο, κάθε ἔθνους, φυλῆς καί γλώσσας, σέ πτωχούς καί πλουσίους, σέ ἐλευθέρους καί δούλους (δυστυχῶς, ὑπάρχουν καί σήμερα δοῦλοι, διαφορετικῆς, βέβαια, μορφῆς!), σέ μικρούς καί μεγάλους.

 Συνήθως, ἡ καθολικότητα ταυτίζεται μέ τήν «παγκοσμιότητα» ἤ μέ τήν «οἰκουμενικότητα» τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, αὐτή εἶναι μία μόνο ὄψη τῆς καθολικότητας καί ὄχι ἡ σημαντικότερη. Ἐτυμολογικά ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τήν ἀριστοτελικῆς προέλευσης ἔννοια τοῦ «καθ’ ὅλου» καί σημαίνει «τό σύνολο», «τό ὅλο», «τό ἕνα». Σέ ἀρχαῖα ἐκκλησιαστικά κείμενα συνδέεται στενά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: Ἐκκλησία εἶναι «ὁ ὅλος Χριστός». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, ἐπειδή ταυτίζεται μέ «τόν ὅλο Χριστό» ἤ ἐπειδή ὁλόκληρος ὁ Χριστός εἶναι ἐντός της. Καί ἐπειδή «ὁ ὅλος Χριστός» εἶναι παρών στή Θεία Εὐχαριστία, κάθε τοπική Ἐκκλησία, πού τελεῖ τή Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἐπίσης Καθολική: «Ὅπου ἄν ᾖ ὁ Χριστός ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Δηλαδή, Καθολική δέν εἶναι μόνο «ἡ κατά τήν οἰκουμένην» Ἐκκλησία, ἀλλά καί κάθε εὐχαριστιακή Κοινότητα, στήν ὁποία εἶναι παρών ὁ Χριστός. Ὅπου εἶναι παρών ὁ Χριστός, ἐκεῖ ὑπάρχει πληρότητα καί τελειότητα, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει καμμία ἔλλειψη. Πηρύνας τῆς καθολικότητας εἶναι ὁ Χριστός. Καθολικότητα ὑπάρχει μόνο ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός· ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Χριστός, δέν ὑπάρχει καθολικότητα. Ἐπειδή, τέλος, ὁ Χριστός εἶναι ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια («ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», Ἰω. 14,6), ἡ καθολικότητα ταυτίζεται καί μέ τήν Ἀλήθεια ἤ μέ τήν Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας: ἡ Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, ἐπειδή κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας ἤ τήν πλήρη Ἀλήθεια ἤ ἐπειδή εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Γι’ αὐτό στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἡ «Καθολική Ἐκκλησία» προβαλλόταν, συνήθως, σέ ἀντίθεση μέ τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα.

Ὅ,τι ἰσχύει στήν προκειμένη περίπτωση γιά τήν καθολικότητα ἰσχύει καί γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένου ὅτι οἱ δύο αὐτές ἔννοιες συνδέονται στενά. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ Χριστός. Ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός ὑπάρχει πραγματική ἑνότητα· ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Χριστός, ἀπουσιάζει καί ἡ ἑνότητα ἤ ἐμφανίζεται κάποια ἐπιφανειακή καί ἐπίπλαστη ἑνότητα, πού ἐπιχειρεῖ νά συγκαλύψει μιά βαθύτατη διαίρεση. Ὁ ἀπ. Παῦλος διερωτᾶται: «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄ Κορ. 1,13), μπορεῖ νά διαιρεθεῖ ὁ Χριστός; Ἄν δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ ὁ Χριστός, τότε καμμία διαίρεση δέν εἶναι ἀνεκτή στήν Ἐκκλησία. Ἡ πραγματική ἑνότητα ἀπαιτεῖ ἕνα ἰσχυρό θεμέλιο καί αὐτό εἶναι ὁ Χριστός. Μόνο ὁ Χριστός καί μόνο ὅσα προέρχονται ἀπό τόν Χριστό ἐγγυῶνται τήν αὐθεντική ἑνότητα. «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα· εἷς Θεός καί πατήρ πάντων» (Ἐφ. 4, 5-6), εἶναι τά στοιχεῖα τῆς αὐθεντικῆς ἑνότητας καί σ’ αὐτά ἀκριβῶς βασίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας: «ὡς γάρ εἷς Κύριος, μία πίστις, εἷς Θεός, οὕτω δῆλον ὅτι καί μία Ἐκκλησία» (ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης). Καί ἐπειδή, ὅπως προαναφέραμε, ὁ Χριστός ταυτίζεται μέ τήν Ἀλήθεια, στοιχεῖο τῆς ἑνότητας εἶναι καί ἡ μία (ἡ κοινή) πίστη: «ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστί» (ἅγ. Χρυσόστομος). Ἡ ἑτεροδιδασκαλία, ἡ αἵρεση, ἡ πλάνη, ἡ διαφοροποίηση ἀπό τή μία πίστη, σημαίνει καί διαίρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ὁ Χριστός δέν διαιρεῖται, ἡ αἵρεση θέτει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκτός τοῦ Χριστοῦ τούς φορεῖς καί τούς ἐκπροσώπους της. Ὁ Κύριος προσευχήθηκε «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω 17, 21) καί ἡ Ἐκκλησία δέεται «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», τῆς ἑνώσεως, ὅμως, καί τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ καί κατά τό παράδειγμα τῆς ἑνότητας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος («ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς», Ἰω. 17,22).

Ἡ ὑποκατάσταση τῆς καθολικότητας καί τῆς ἑνότητας

Οἱ παραπάνω ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητες γιά νά κατανοηθεῖ ὁ χαρακτῆρας τῆς παγκοσμιοποίησης τῶν ἡμερῶν μας. Εἶναι φανερό, ὅτι ἐδῶ πρόκειται γιά ὑποκατάστατο τῆς καθολικότητας καί τῆς ἑνότητας, πού διασώζονται αὐθεντικά μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρόκειται γιά ἑνότητα ἐν Χριστῷ, ἀλλά γιά ἑνότητα σέ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως τό χρῆμα, τό ἐμπόριο, ἡ τεχνολογία, ἡ κουλτούρα, τό πολιτικό σύστημα, πρόκειται τελικά γιά ἑνότητα στόν «ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου». Σκοπός μιᾶς τέτοιας ἐπίπλαστης ἑνότητας δέν εἶναι νά γίνουν τά πάντα Χριστός (καθολικότητα), ἀλλά νά γίνουν τά πάντα «κόσμος» (παν-κοσμιοποίηση). «Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου», γιά νά ἐπιτελεῖ καλύτερα τό ἔργο του, χρειάζεται ἕναν ἑνοποιημένο κόσμο, ἕνα κοινό (πολιτικό, οἰκονομικό, τεχνολογικό) σύστημα, τό ὁποῖο, γιά νά ἐπιβληθεῖ, δίνει κάποιες παροχές καί διευκολύνσεις, τά λεγόμενα «θετικά» ἤ «ἀγαθά» τῆς παγκοσμιοποίησης. Ὡστόσο, αὐτές οἱ παροχές εἶναι τό δέλεαρ γιά τήν ὑποδούλωση τῶν πάντων. Ὅπως εἶναι γνωστό, στούς ἔσχατους χρόνους ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» θά κυβερνήσει προσωρινά μέσω ἑνός βδελυκτοῦ προσώπου, τοῦ ἔσχατου Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος θά μιμηθεῖ «κατά πάντα» τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά ἔχει ἤδη ἐπιβληθεῖ μιά ἐπίπλαστη ἑνότητα καί εἰρήνη, μιά ἀπομίμηση εἰρήνης, ὅπως ἡ «pax romana» τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ (εἰρήνη, ἐπιβεβλημένη μέ τή βία καί διά τῶν ὅπλων) ἤ ὅπως ἡ «pax americana» τῶν ἡμερῶν μας (εἰρήνη, ἐπιβεβλημένη μέ παρόμοιους τρόπους).

Γι’ αὐτό ἡ παγκοσμιοποίηση δέν ἀνέχεται τή διαφορετικότητα. Προσοχή! Οἱ πομπώδεις διακηρύξεις της γιά «ἀνοχή» ἤ «ἀποδοχή τῆς διαφορετικότητας» εἶναι προσχηματικές καί ἀποσκοποῦν στή σχετικοποιήση τῶν δικῶν μας ἰδιαίτερων πολιτιστικῶν καί θρησκευτικῶν ἀξιῶν. Ἡ παγκοσμιοποίηση ἔχει ἰσοπεδωτικό χαρακτῆρα καί ἐργάζεται γιά τήν ἐξάλειψη τῶν πολιτιστικῶν διαφορῶν, τῶν ἰδιαιτεροτήτων καί τῶν στοιχείων ταυτότητας τῶν λαῶν. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται εὐκολότερα μέ τίς μαζικές μετακινήσεις πληθυσμῶν καί μέ τή μετανάστευση. Στήν Ἐκκλησία, ἀντίθετα, γίνονται ἀποδεκτές οἱ πολιτιστικές, ἐθνικές καί λοιπές διαφορές, γιατί ἐκεῖ ὑπάρχει μιά ἄλλη, ἀνώτερης μορφῆς ἑνότητα, ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ. Ὅσοι εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό μποροῦν νά διατηροῦν τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς τους καί αὐτό δέν εἶναι ἐμπόδιο γιά τή σωτηρία τους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν μορφῶν».

Ἰδιαίτερα ἡ παγκοσμιοποίηση ἐργάζεται γιά τήν ἐξάλειψη τῶν θρησκευτικῶν διαφορῶν καί γιά τή σχετικοποίηση τῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τό ὅραμα τῆς παγκοσμιοποίησης ὑπηρετεῖ μέ ἔμφαση τό κίνημα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», τῆς ὁποίας βασικό δογμα εἶναι ὅτι καμμία θρησκεία δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀλήθεια, ὅτι κάθε θρησκεία κατέχει μέρος τῆς ἀλήθειας καί ὅτι κάθε θρησκεία εἶναι ἕνας διαφορετικός δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν ἴδιο «θεό». Γι’ αὐτό ἡ «πανθρησκεία» (ἕνωση τῶν θρησκειῶν σέ μία θρησκεία) εἶναι κοινός στόχος καί τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς «Νέας Ἐποχῆς».

Εἶναι φανερό, ὅτι τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά καί ὅσα ἀπορρέουν ἀπό Αὐτόν: ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοί, τά Μυστήρια, ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ λατρεία! Ὑπό τό πρίσμα αὐτό πρέπει νά κατανοηθοῦν ὅσα ἐπιβάλλονται «μετά σπουδῆς» στίς μέρες μας, μέ ἀφορμή τό πρόβλημα τοῦ κορωνοϊοῦ: τό κλείσιμο τῶν Ναῶν, ἡ παύση τῆς Θ. Λειτουργίας, ἡ ἀπαγόρευση τῆς Θ. Κοινωνίας, οἱ δίωξεις τῶν πιστῶν σέ κάποιες περιπτώσεις. Ὡστόσο, τό μήνυμα πού ἐκπέμπει ὁ Χριστός σέ ὅλους μας εἶναι: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. 16,33)!

 

«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 110, Ἰαν. – Μαρτ. 2020)

Διαβάστε ακόμα