Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Μεσσηνίας
Είναι διαπιστωμένο σε αυτή τη ζωή πως, σχεδόν πάντα, πιστεύουμε πως ο Θεός μας χρωστάει…!!! Πως διαπιστώνεται αυτό;;; Μέσα από τις δικές μας συνεχείς απαιτήσεις!!! Σχεδόν πάντα, στην προσευχή μας, στις σκέψεις μας, στις ενέργειές μας μόνο Του ζητάμε. Βέβαια, οι καλοπροαίρετοι θα πουν “Εκείνος μας έδωσε το δικαίωμα”!!! Εκείνος είπε “Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε”[1].
Να λοιπόν που έρχεται ένας Εκατόνταρχος, ένας Ρωμαίος, ένας άνθρωπος που δεν κατάγεται από τη γενιά του Ισραήλ, του εκλεκτού λαού του Θεού. Ένας άνθρωπος που έχει υπό τις διαταγές του εκατό στρατιώτες και που ως έργο του έχει τη διατήρηση της υποταγής του λαού στην κυριαρχία της αιώνιας πόλης, της Ρώμης. Έρχεται λοιπόν αυτός να μας υποδείξει πως οι αιτήσεις και οι προσευχές μας απέναντι στο Θεό, πρέπει να έχουν και από μέρους μας αντίκρισμα, ως εχέγγυα και ως έκφραση των ειλικρινών συναισθημάτων μας.
Έρχεται ο Εκατόνταρχος και ζητά κάτι από τον Κύριο, όχι για τον εαυτό του, ούτε για κάποιο από τα αγαπημένα του συγγενικά πρόσωπα, αλλά για τον υπηρέτη του, για το “ψυχοπαίδι” του, όπως λέμε χαρακτηριστικά. Και το σημαντικό είναι πως αυτή την αίτησή του την διακρίνουν τρία γνωρίσματα, που αποτελούν και το χρέος μας απέναντί Του, η αγάπη, η πίστη και η ταπεινοφροσύνη.
Το πρώτο γνώρισμα…. Η αγάπη. Μια λέξη και μια έννοια, πολλές φορές, παρεξηγημένη. Κάποιοι την χρησιμοποιούν μόνο ως λέξη, χωρίς ουσία, χωρίς περιεχόμενο. Η χρήση της πολλές φορές είναι ένα λογοπαίγνιο, είναι μια συνηθισμένη έκφραση, ανούσια και χωρίς ειλικρίνεια. Άλλες φορές πάλι, ως έννοια και ως βίωμα γίνεται υπερβολική και αγγίζει τα όρια της αρρώστιας και της καταπίεσης. Όταν η αγάπη όμως εκφράζεται με την προσευχή και έχει ως προέκτασή της την θυσία και την πρόταξη του συνανθρώπου μας, αντί του “Εγώ” μας, τότε αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία. Και εδώ ο Εκατόνταρχος κάνει αυτό ακριβώς. Ξεχνά πως είναι εκπρόσωπος των κατακτητών Ρωμαίων και γίνεται φίλος και αδελφός ακόμη και για τον υπηρέτη του. Επιδεικνύει έναν ανθρωπισμό, που δεν απορρέει από τη νομοθεσία και τις διδαχές που μπορεί να έλαβε κατά τη μαθητεία του στο ρωμαϊκό στρατό, αλλά πηγάζει από την ανακάλυψη της αιώνιας αλήθειας, που διδάσκει ο Θείος Λόγος. Και αυτό εκφράζεται με το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της αιτήσεως του Εκατοντάρχου, που είναι η πίστη.
Μια πίστη που ξεχωρίζει για την αγαπητική σκέψη του, για τον ασθενή υπηρέτη του. Αλλά και μια πίστη που στην κορύφωσή της εκφράζεται με την πεποίθησή του πως ο Κύριος μπορεί, με έναν μόνο λόγο Του, να θεραπεύσει τον ασθενή[2]. Δεν γνώριζε τον Ιησού, μόνο ακουστά μπορεί να είχε, κι όμως πίστεψε στο θαύμα. Κι εδώ αξίζει να σταθούμε. Ο Εκατόνταρχος δεν γνώριζε, δεν είχε διδαχθεί για το Χριστό, δεν πήγε στο σχολείο και δεν διδάχθηκε το μάθημα των Θρησκευτικών, ούτε πήγε ποτέ σε Κατηχητικό, ούτε ήταν βαπτισμένος στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Κι όμως πίστεψε!!! Την ίδια ώρα, άνθρωποι που είχαν την δυνατότητα να Τον γνωρίσουν, να ακούσουν το κήρυγμά Του, να βιώσουν θαύματα και να είναι αυτόπτες μάρτυρες θαυμαστών γεγονότων, όχι μόνο δεν τον πίστευαν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απέστρεψαν το πρόσωπό τους από Αυτόν. Και δυστυχώς το ίδιο κάνουν και άνθρωποι κάθε εποχής. Άνθρωποι βαπτισμένοι, που σε κάθε ευκαιριακή στιγμή διακηρύττουν την ταυτότητά τους ως Χριστιανοί, ενώ τα έργα τους αποδεικνύουν το αντίθετο, άνθρωποι που έχουν ακούσει κηρύγματα, έχουν διαβάσει βιβλία και τόμους των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, άνθρωποι που έχουν προσφέρει τάματα και θυσίες στις Ιερές Εικόνες, έχουν πολλές φορές ως πρότυπό τους τους αρνητές του Χριστού και εκφράζουν, έμμεσα ή άμεσα, τη δυσπιστία και την αμφιβολία τους στο πρόσωπό Του. Και όλο αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές βάζει τον εαυτό του πάνω από όλους και από όλα. Γιατί του λείπει αυτή η μεγάλη αρετή, που αποτελεί και το τρίτο ζητούμενο, κατά την προσευχή και κατά την ώρα της επικοινωνίας μας με τον Θεόν, η ταπεινοφροσύνη.
Είναι αξιοσημείωτη η αντιμετώπιση του Εκατοντάρχου στην πρόταση του Ιησού, να επισκεφθεί τον οίκο του. Του ζήτησε να πάει στο σπίτι του κι εκείνος αρνείται. Όχι γιατί δεν Τον θέλει ή γιατί φοβάται μια τέτοια επίσκεψη, αλλά διότι συναισθάνεται και ομολογεί την αναξιότητά του[3]. Αλήθεια, ποιος μπορεί να καυχάται ως άξιος των ευεργεσιών και της χάριτος του Θεού και ως τέλειος χριστιανός ενώπιόν Του; Κι όμως υπάρχουν πολλοί που όχι μόνο απαιτούν από τους συνανθρώπους τους αυτή την αναγνώριση της τελειότητος στο πρόσωπό τους, αλλά και από τον ίδιο τον Θεόν. Και αυτή η απαίτηση την εκφράζουν με ένα πνεύμα έπαρσης και εγωισμού ακόμα και την ώρα της προσευχής, αφού ζητούν από τον Θεό να τους εκπληρώσει κάθε επιθυμία ως ανταπόδοση της καλής εικόνας τους προς τους άλλους και ως εξόφληση μιας υποχρέωσής Του απέναντί τους.
Για αυτό λοιπόν καλούμαστε να αναθεωρήσουμε τόσο της στάση μας όσο και τον τρόπο που προσευχόμαστε και ζητάμε οτιδήποτε από τον θεόν. Διότι η σχέση μας δεν πρέπει να είναι μια σχέση υποχρέωσης αλλά μια σχέση και κοινωνία που θα εκφράζεται με αυτά τα τρία γνωρίσματα. Την αγάπη, την πίστη και την ταπείνωση.
[1] Ματθ. 7, 7
[2] Ματθ. 7, 8
[3] Ματθ. 7, 8