“Όταν ο Χριστός μας δίνει το χέρι Του…”

Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Μεσσηνίας

Ταλαιπωρημένοι οι μαθητές, από την ολονύκτια πάλη με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, βλέποντας  τον Ιησού να περπατά πάνω στα ύδατα δεν τον αναγνώρισαν. Φοβήθηκαν, νόμισαν πως βλέπουν φάντασμα. Ήταν μεγάλη η νυκτερινή ταλαιπωρία τους και ο νους τους δεν ήταν καθαρός ώστε να σκεφτούν και να διακρίνουν ποιος ήταν ο ερχόμενος. Κι όμως…. Θα έπρεπε να Τον περιμένουν, αφού Εκείνος έρχεται πάντα στις δύσκολες ώρες για να ενισχύσει και να ενδυναμώσει τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Τους άφησε να ταλαιπωρηθούν για να διεγείρει την επιθυμία τους για τον ερχομό Του. Το ίδιο κάνει σε όλους μας, με αυτόν τον τρόπο μας νουθετεί. Μας προτρέπει να μην βιαζόμαστε να απαλλαγούμε από τα δεινά της ζωής, αλλά να υπομένουμε με γενναιότητα. Να έχουμε πίστη σε Εκείνον και υπομονή, κι Εκείνος θα έρθει έστω και την “τετάρτῃ φυλακῇ τῆς νυκτὸς”[1] για να μας δώσει θάρρος.

Σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής δεν θα πρέπει να απελπιζόμαστε, ούτε να παραιτούμαστε, αλλά θα πρέπει να έχουμε υπομονή και να αναφερόμαστε στον Θεόν. Να κάνουμε μαζί Του ένα διάλογο προσευχής. Να Του μιλάμε με αφοσίωση και πίστη, έτσι όπως Του μίλησε ο Πέτρος και Του ζήτησε να βρεθεί κοντά Του. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε κι εμείς. Σε δύσκολες στιγμές θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αναγνωρίζουμε τον Χριστό, να μην τον θεωρούμε φάντασμα, αλλά να βλέπουμε στο πρόσωπό Του τον Ένα και Αληθινό Θεό.

Επίσης αυτόν τον διάλογό μας με τον Θεό θα πρέπει να τον διακρίνει η τόλμη, το θάρρος και όχι το θράσος. Όταν μιλάμε και διαλεγόμαστε με τον Θεό να τολμάμε και να είμαστε ειλικρινείς. Να μην υποκρινόμαστε και να μη νομίζουμε πως θα γίνουμε αρεστοί στο Θεό μέσα από μια υπερβολή στις κινήσεις μας ή και έναν ευσεβισμό, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε, ακόμα και στην προσευχή μας.  

Να Του ζητάμε να μας ενισχύει ώστε να βρισκόμαστε κοντά Του. Να μην περιμένουμε το πότε θα έρθει Εκείνος κοντά μας, έστω κι αν οδεύει προς το μέρος μας, αλλά να Τον παρακαλούμε να μας κελεύσει, σαν τον Πέτρο και να περπατήσουμε κι εμείς  πάνω στα κύματα της φουρτουνιασμένης ζωής.

Εκείνο επίσης που δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει είναι να ζητάμε, για το κάθε τι, την συγκατάθεσή Του. Να μην είμαστε εγωιστές αλλά να περιμένουμε το δικό Του “ἐλθέ”[2], αποδεικνύοντας έτσι, όχι απλά ότι έχουμε εμπιστοσύνη στον Χριστό, αλλά ότι και η αυτοπεποίθησή μας πηγάζει από την πίστη μας σε Εκείνον και δεν είναι απόρροια του εγωισμού μας.

Η θέληση του Πέτρου, αν την δούμε από την πλευρά της λογικής, δεν ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη ή σε μια επείγουσα κίνηση από πλευράς του. Ποιος ο λόγος να βιαστεί ο Πέτρος να περπατήσει και να πορευθεί προς τον Χριστό, αφού Εκείνος ήδη ερχόταν προς το μέρος των μαθητών; Γιατί να διακινδυνεύσει και να κάνει κάτι τόσο παράτολμο; Τι τον ώθησε;

Σίγουρα ο Κύριος γνωρίζει την επιθυμία του Πέτρου και τον αυθορμητισμό που εκφράζεται μέσα από αυτήν, όπως και τις επιθυμίες όλων μας. Και δέχεται τις όποιες κινήσεις και πράξεις μας, έστω κι αν κάποιες φορές αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, ώστε να μας επιτρέψει να εκφράσουμε την αγάπη και αφοσίωσή μας προς Αυτόν. Όμως τα συναισθήματα των ανθρώπων τις περισσότερες φορές έχουν ως κίνητρο μόνο τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό.

Με τέτοια στοιχεία στη σκέψη και στις ενέργειές μας πορευόμαστε στην τρικυμιώδη ζωή. Και ενώ ο Κύριος μας καλεί κοντά Του με θάρρος και υπό τη δική Του επίβλεψη, εμείς αφηνόμαστε και παραδινόμαστε στον ίλιγγο της καθημερινότητας και τότε χάνουμε την σχέση και την επαφή μας μαζί Του και καταποντιζόμαστε, όπως ο Πέτρος. 

Ευτυχώς όμως ο Πέτρος στην κρίσιμη στιγμή δεν χάθηκε στα κύματα, διότι κινητοποιήθηκε και πάλι το αίσθημα της πίστης του και προσβλέπει και πάλι προς τον Σωτήρα κράζοντας “Κύριε, σῶσόν με”[3]

Αυτή η κραυγή ήταν που του άνοιξε και πάλι τον δίαυλο επικοινωνίας με τον Χριστό και του έδωσε τη δυνατότητα της σωτηρίας, όχι μόνο μέσα από έναν διάλογο αλλά μέσα από μια επαφή πλέον μεταξύ Χριστού και Πέτρου, αφού “ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ”[4].

Κάθε στιγμή ο Χριστός μας επιτρέπει να βρεθούμε κοντά Του. Σε κάθε στιγμή αδυναμίας, μας ενισχύει και μας πιάνει από το χέρι. Και πάντα μας αγκαλιάζει και μας λέει, με πνεύμα νουθεσίας και αγάπης, και όχι επιπλήττοντας μας, “ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;”[5]

[1] Ματθ. 14, 25

[2] Ματθ. 14, 29

[3] Ματθ. 14, 30

[4] Ματθ. 14, 31

[5] Ό.π.

Διαβάστε ακόμα