Η Εκκλησία και η εγκληματική οργάνωση της χρυσής αυγής

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας 

Στα αποτελέσματα των Εκλογών του 2012 αναδύθηκε το φαινόμενο της χρυσής αυγής. Το 2008 τα ποσοστά του που ήταν στο 0. 3%,, ανέβηκαν το 2012 γύρω στο 7%, και το 2015 παραλίγο να το ανεβάσουν στην τρίτη θέση των κομμάτων.

Το μόρφωμα της «χρυσής αυγής» εμφανίστηκε ως «από μηχανής Θεός», στην απουσία κρατικών υποδομών, παρουσιάστηκε ως «αὐτόκλητος» κοινωνικός ἀναμορφωτής με σημαία την καθαρολογία πού τελικά αποδείχθηκε επίπλαστη και απάνθρωπη. Η ήπια στάση της πολιτείας και η δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων – πού διακονούσαν τό κοινό καλό «πολιτικά ἀναγκαίως οἰκονομοῦν τόν καιρόν», τήν κοινή σύσταση και ενότητα, δεν άρθρωσαν λόγο ελέγχου της παραβατικότητας του «κόμματος» αυτού αλλά ακόμα χειρότερα, έκαναν το λάθος να αντιπαραβάλλουν την ανερχόμενη τότε χρυσή αυγή με άλλα δεξιά κόμματα όπως π.χ. αυτό του λαϊκού ορθόδοξου συναγερμού. Από τα μέλη και στελέχη της χρυσής αυγής που παραβίαζαν κατάφωρα τους νόμους, ωθούνταν όλο και περισσότεροι πολίτες των κεντρικών στρωμάτων των μέσων αστικών τάξεων, τις οποίες και διεμβόλιζαν. Η χρυσή αυγή εδραιωνόταν πια σε τμήματα του πληθυσμού ως διαμαρτυρία για την “παρακμή” του πολιτικού συστήματος σε κάτι που φάνταζε δυνατό και αποτελεσματικό.

Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν την “εικόνα” του αναδυόμενου χρυσαυγίτικου φαινομένου, οπότε την διαφήμιζαν προσπαθώντας να την δυσφημίσουν, έδιναν αξία στα κατορθώματά της, μετέχοντας σε ένα παιχνίδι με όρους βίας και αναπαράγοντας βία. Προβάλλονταν προπαγανδιστικά, ως τάχα «πρότυπα», άνθρωποι που κατέθεταν τους μισθούς τους στο κόμμα και με έλλειψη προσωπικής περιουσίας και «έγνοια» προς τις ευπαθείς ομάδες π.χ. την τρίτη ηλικία (προστασία και βοήθεια υπερηλίκων) – έδειχνε ότι διέθετε τις καλύτερες προθέσεις και αποδύονταν σε ένα «καλό» αγώνα κοινωνικής δράσης με απώτερο σκοπό την επιρροή – με οποιοδήποτε θεμιτό και αθέμιτο μέσο και την επικράτηση του ισχυρού, επιδιώκοντας τη συγκρότηση της «φυλετικής εθνικής κοινότητας». Μια αποφασισμένη παραστρατιωτική οργανωμένη ομάδα αναπλήρωνε επιτέλους το «κενό», υφαρπάζοντας λειτουργίες του κράτους χωρίς να λογοδοτεί σε κανένα! Ο μισαλλόδοξος λόγος της πότε συνθηματολογούσε, πότε κακοποιούσε και ενίοτε υπερασπιζόταν – γινόταν όλο και πιο δημοφιλής. Ποια είναι η θέση της Χρυσής Αυγής με όσους διαφωνούν μαζί της; Η στοχοποίηση και η εξόντωση.

Όταν κάποιοι συνέπλεαν με την “κάθαρση” που  υποσχόταν ότι θα έφερνε, έτεροι γοητεύονταν από την ολοένα και αυξανόμενη δύναμή της, άλλοι εξοικειώνονταν με την ωμή βία της και έτεροι παρασύρονταν από την φιλολαϊκή «εικόνα» της, άλλοι σιγούσαν, η Εκκλησία ως αντίβαρο, κριτήριο και πυξίδα δεν έπαυε να υπενθυμίζει ότι η όποια σύμπραξη με την χρυσή αυγή βρίσκεται στον αντίποδα του Ευαγγελίου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος έβλεπε ρεαλιστικά ως «μαύρη νύχτα» όπως την αποκαλούσε ο Μακαριστός Άγιος Σισανίου Παύλος την χρυσή αυγή. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μαζί με την πλειοψηφία των Ιεραρχών μας έδρασαν ως αντίβαρο μέσα από τις δομές της κοινωνίας. Έδωσαν την πυξίδα και το κριτήριο της ποιμαντικής τους αγάπης ακόμα και όταν αυτό το μόρφωμα προσπαθούσε να καμουφλαριστεί πίσω από τη δήλωση του «κυρίου» Μιχαλολιάκου: «Πιστεύουμε σε ένα θετικό χριστιανισμό» δήλωνε΅: Η θρησκεία είναι επιθυμητή, εφόσον δεν στέκεται εμπόδιο στις εθνικές και φυλετικές επιδιώξεις της οργάνωσης.

Έτσι εννοούσε το γεγονός της Εκκλησίας όταν ο φασισμός ήταν το δόγμα της και η βία η πράξη της. Μια «Εκκλησία» χρήσιμη που θα ήταν εξαναγκασμένη να λειτουργεί ως θρησκευτικό κατεστημένο που δυναστεύει ώστε να «ευλογεί» τη δημιουργία εθνικής φυλετικής κοινότητας με κριτήριο την ιθαγένεια, στόχο την “ανώτερη ράτσα” και τις κατώτερες φυλές, την καθαρότητα του φυλετικού αίματος. Μιλάμε ξεκάθαρα για ένα αντι – ευαγγέλιο, για ένα πραξικόπημα κατά του Χριστού, κατά του οικουμενικού και πανανθρώπινου σκοπού της Εκκλησίας, ασυγχώρητη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Περιττό να λεχθεί ότι κριτήριο για την Εκκλησία δεν είναι η ιθαγένεια αλλά η αλήθεια.

Σαφώς και υπήρχαν και λαϊκιστικές επίμονες και γραφικές τάσεις που επιμένουν να συντηρούν θρησκευτικότητες αντίθετες προς την ουσία του Ευαγγελίου. Κάποιοι αστυνομεύοντες που δεν προσπαθούσαν στο ελάχιστο να κρύψουν τη σύμπλευσή τους με την οργάνωση αυτή και έμπαιναν στο ρόλο του υπερπατριώτη, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι στο τέλος θα κατέληγαν προς χρήση. Μάλιστα έδιναν και παραινέσεις τροποποίησης της διαφημιστικής «εικόνας» της οργάνωσης. Ο γλυκύτατος πειρασμός του κύρους και της εξουσίας δεν έφυγε «εις χώραν μακράν». Αυτοσυστήθηκε ως καταξίωση. Τους ψιθύριζε ότι ταιριάζουν και εκείνοι θαμπωμένοι από τη γοητεία της ξεχνούσαν ότι το θεολογικό αποτύπωμα της Εκκλησίας δεν περιλαμβάνει την εγκόλπωση εξουσιών κοσμικού τύπου και ανεπίτρεπτων δημαγωγιών που διχάζουν. Άλλωστε  του λόγου της χρυσής αυγής προηγήθηκε η απουσία Εκκλησιαστικών κριτηρίων και επωάσθηκε από ένα καταγγελτικό λόγο με εθνικιστική οίηση, μεγαλόστομες υπερφίαλες διακηρύξεις «εκκλησιαστικού μεγαλοϊδεατισμού» που συνέβαλαν στην αναπόληση ενός κόσμου που έχει παρέλθει μεν, αλλά έχει αφήσει δε τη βαριά σκιά του. Αυτόν τον κόσμο δεν έχαναν την ευκαιρία ευτυχώς λίγοι νοσταλγοί να αναπαράγουν, αδιαφορώντας για το συμπυκνωμένο επικίνδυνο κακό για το μέλλον της δημοκρατίας και της κοινωνίας. Είναι οι ίδιοι που μετρούν στο ενεργητικό τους ημέτερους οπαδούς και αντιπάλους, πολιτικοποιώντας το λόγο της Εκκλησίας και επιδιώκοντας την επιθετική «εισβολή» της στο δημόσιο χώρο με οποιοδήποτε τρόπο. Θέλουν την Εκκλησία να γίνεται εμπορεύσιμη ιδεολογία όχι μυστήριο. Οι ίδιοι που διάκεινται ευμενώς προς τους εμπόρους της εθνικοφροσύνης των ιερών και των οσίων της ιστορίας μας. Ο κάθε ένας έχει την ευθύνη των λόγων και έργων του και όλοι κρινόμαστε. Όμως κάθε εναγκαλισμός χριστιανού η πολύ περισσότερο ιερωμένου προς την οργάνωση αυτή δείχνει μπέρδεμα φρικτό και ακύρωση της ίδιας της πίστης – όπως έλεγε Μητροπολίτης Σισανίου Παύλος.

Εντούτοις αυτό δεν μπόρεσε να ακυρώσει τα αντανακλαστικά απώθησης του φαινομένου αυτού που αναδύθηκαν, ως υπαρξιακή αντίθεση με το μήνυμα του Χριστού, ως αστοχία από την πίστη, τα οποία έδρασαν αποφασιστικά στην περαιτέρω οριοθέτηση στη δημόσια ζωή. Η Εκκλησία τόλμησε να βρεθεί απέναντι από το σκοτάδι, δια του Αρχιεπισκόπου της Ιερωνύμου, οποίος στη δημόσια παρέμβασή που έκανε, ανέφερε στις 30/12/2012 πως η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από προστάτες: «Η Εκκλησία αγαπάει όλους τους ανθρώπους – και μη Χριστιανούς και μαύρους και άσπρους, όλους τους αγαπάει – και δεύτερον πορεύεται, κάνει το δρόμο της, και δεν χρειάζεται προστάτες» είπε χαρακτηριστικά ο Μακαριώτατος κατά την επίσκεψή του στο Ιατρείο Κοινωνικής Αποστολής.

Τα λόγια αυτά του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας προκάλεσαν την τότε αντίδραση του Ηλία Κασιδιάρη ο οποίος δήλωσε πως θλίβεται «ο Αρχιεπίσκοπος τάχα πολιτικολογεί και επιτίθεται εναντίον της Χρυσής Αυγής» Άλλο πρωτοσέλιδο ανέφερε : «Κατά της Χρυσής Αυγής ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος» Καταδικάζει τις ρατσιστικές επιθέσεις και προέτρεπε τους νέους να μελετήσουν την ιστορία της Χρυσής Αυγής τα ιδεολογικά της πιστεύω και τα σύμβολά της. Παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου που επαναλάμβανε τακτικά ότι καταδικάζει κάθε μορφή βίας και ρατσισμού: «Η Χρυσή Αυγή και ο οποιοσδήποτε, αφού εκθέσει με σαφήνεια τις θέσεις του στο λαό, έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει την ψήφο του», υπογράμμιζε ο Μακαριώτατος. Ο Αρχιεπίσκοπος επεσήμαινε παράλληλα ότι η Εκκλησία ως πνευματικός οργανισμός έχει απέραντο σεβασμό στο ανθρώπινο «πρόσωπο», έχει σεβασμό στις δημοκρατικές διαδικασίες και δεν επιτρέπει σε κανένα κόμμα, είτε αριστερό, είτε δεξιό, είτε ακροδεξιό, να αναλάβει τη στήριξή της. Στην αντίθεση προς την Χρυσή Αυγή με τρόπο Εκκλησιαστικό χωρίς περιττές κορώνες, προστέθηκαν και άλλες φωνές Ιεραρχών όπως του Ναυπάκτου Ιεροθέου που ανέφερε : «φασιστικές οι ενέργειες της Χρυσής Αυγής», «δεν μπορώ να δεχθώ βιαιότητες εναντίον απλών, φτωχών, απροστάτευτων ανθρώπων […] όλα αυτά είναι αντιχριστιανικά και απάνθρωπα», του Δημητριάδος Ιγνατίου: «ο Χριστός δεν διαχώριζε ανάλογα με το χρώμα, την εθνικότητα ή την θρησκεία», του Μεσσηνίας Χρυσοστόμου: «Πώς είναι δυνατόν να συνδυάζουν την βία με τον Σταυρό;». 

Η Εκκλησία έπρεπε να αποκαλύψει το παραπλανητικό προσωπείο της επικίνδυνης αυτής παραστρατιωτικής αυτής ομάδας – υπό αντίξοες ιστορικές συνθήκες – εκφράζοντας μεν «πολιτικές» θέσεις χωρίς όμως να εξατμιστεί σε αυτές. Έπρεπε να καταδείξει την χρυσή Αυγή όχι ως ακίνδυνη μειοψηφία αλλά ένας ασεβή εκστρατευτικό λόχο με αγελαία ένστικτα και πειθώ, ένα οργανωμένο τάγμα με άμεσους αντιχριστιανικούς στόχους. Με λόγο ενοποιητικό των υγιών «δυνάμεων» της κοινωνίας, παραπέμποντας στο κήρυγμα και το έργο του Χριστού και των Πατέρων που ζυμώθηκε με τον ανθρώπινο πόνο και δεν έμεινε ποτέ αμέτοχο της αγωνίας, των προβλημάτων και των αναγκών των μελών της.

Διετράνωσε την ιερότητα του ανθρώπου, με ότι κάνει και με ότι είναι, εμπνέοντας την κοινωνία στην συνειδητοποίηση ότι έπρεπε να ξεβολευτεί από την θέαση της βίας ως λύσης και ως ψυχολογικού υποκατάστατου, να δει ως προνόμιο την ελευθερία για να μην χάσει με ανευθυνότητα το δικό της αύριο δηλαδή τους νέους, στους οποίους η εγκληματική αυτή οργάνωση εξαπλωνόταν σαν άκρως επικίνδυνος ϊός, βρίσκοντας δηλαδή πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστικτο στο εσωτερικό τους από τον λαϊκισμό αυτής της οργάνωσης, μη βρίσκοντας αντίσταση από το ήθος μιας στέρεης Παιδείας, κατά των ανισοτήτων.

Οι δε νέοι να μην πληρώσουν ακριβά τα λάθη, την ανοχή των παλαιών απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Οφείλουμε στην επόμενη γενιά να τους μάθουμε να αγαπάνε. Όχι την ισχύ, τον δίπλα – ό,τι σημαίνει ο πλησίον. Είναι η έσχατη ευκαιρία μας να ανταποκριθούμε στο χρέος μας, Να μάθουμε να μην ξεχνάμε και να μην αμνηστεύουμε το κακό με σοβαρή Παιδεία και πράξεις ώριμης αγάπης. Το ότι αναχαιτίστηκε η – κατά σχετική απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης πλέον – εγκληματική οργάνωση της χρυσής αυγής, το ότι ηττήθηκε και εξορίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων, δεν σημαίνει και ότι έπαψε να υφίσταται και γι΄ αυτό χρειάζεται εγρήγορση και ευθύνη. Άλλωστε όπως έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκις “ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν είναι οι άλλοι… μπορεί να είμαστε και εμείς και εσείς, η άγνοιά μας, ο φόβος μας, η συνήθεια και η συγκατάβαση μας στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού”. Το φίδι απλά τώρα αλλάζει δέρμα, ως ερπετό που είναι, αλλά υπάρχει ακόμα και οι οπαδοί έχουν κάνει πολύ δουλειά, πολλά χρόνια, για να φτάσουν να έχουν τόση δύναμη. Είναι εκεί έξω, πολλοί που πείστηκαν για τις καλές προθέσεις του σκότους. Χρειάζεται ορθόδοξος ανθρωπισμός μπολιασμένος από τη χριστιανική επίγνωση και την τόλμη της σχέση μας με τον Ζώντα Θεό της Αγάπης.

Διαβάστε ακόμα