Του Παναγιώτη Σιαχάμη – MSc Θεολογίας
Τον τελευταίο καιρό με αφορμή την πανδημία, έχουν ειπωθεί και λεχθεί πολλά πράγματα.
Όντως όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, είναι πράγματα πρωτόγνωρα και η γενιά μας δεν έχει βιώσει κάποια ανάλογη κατάσταση.
Ο φόβος έναντι της πανδημίας επέφερε από πολλούς μια άρνηση. Μια άρνηση τόσο έναντι των υγειονομικών μέτρων, όσο δε και έναντι της ύπαρξης του ίδιου του ιού.
Για το δεύτερο δεν θα μπούμε στην διαδικασία του σχολιασμού. Κάθε νοήμων και συγκροτημένος άνθρωπος μπορεί να κρίνει.
Πολλοί πήραν ρόλο ειδήμονος ιατρού, άλλοι πάλι με απόλυτο τρόπο και με πνεύμα αλαζονικό αντέδρασαν και αντιδρούν αλλόκοτα, διότι η φοβία η οποία τους διακατέχει, μετατρέπεται σε οργή μέσω της οποίας προσπαθούν να βρουν κάποια παρηγοριά ή έναν ρόλο σε όλο αυτό.
Δεν θα πλατιάσουμε, ούτε θα κάνουμε τους ειδικούς επί της προκείμενης πανδημίας.
Ωστόσο όλη αυτή η παράξενη κατάσταση μας κάνει να διαπιστώσουμε κάποια πράγματα.
Αρχικά, βλέπουμε εν μέσω ακόμα της πανδημίας, δίχως να γνωρίζουμε την έκβασή της, πως η ανθρώπινη ζωή, η θεωρούμενη από πολλούς μας δεδομένη, γίνεται τόσο σχετική και ρευστή, τόσο ώστε μόνο όταν απειληθεί από έναν ιό μας φαντάζει τόσο σπουδαία.
Ο φόβος μας, όπως είπαμε πιο πάνω, μας κάνει να αντιδρούμε με διάφορους τρόπους. Ίσως υπερβολικά και μάταια. Στο σημείο αυτό θα καταθέσουμε δύο σκέψεις που σχετίζονται με την θέση των χριστιανών και της Εκκλησίας, έναντι της όλης πραγματικότητας.
Από το πρώτο κύμα της πανδημίας, είδαμε να επικρατεί μια σύγχυση, σύγχυση και φόβο. Είδαμε να ταραζόμαστε και να προσπαθούμε να σκεφτούμε πως θα αντιδράσουμε. Από το πιστεύεις ή δεν πιστεύεις στον ιό καταλήξαμε στο πιστεύεις ή δεν πιστεύεις στον Θεό.
Η Εκκλησία πράγματι έπρεπε να σταθεί στις επάλξεις και το έκανε.
Νόμισαν πολλοί πως το κλείσιμο των ναών είναι νίκη του κακού και αντέδρασαν στην Εκκλησία. Ξέχασαν την λέξη εμπιστοσύνη και υπακοή. Στο όνομα της ομολογίας έγιναν επικίνδυνοι. Οι τάχα υπερασπιστές της πίστης και οι αρνητές του ιού μόνο ζημίωσαν την καλή μαρτυρία της Εκκλησίας, όσο και την θέση της για την προστασία της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
Θέματα δογματικά λελυμένα προέκυψαν και η θεολογική γραφίδα πήρε φωτιά.
Νόμισαν πολλοί πως η απαγόρευση της συμμετοχής στα ιερά μυστήρια αποτελεί πράξη βλάσφημη και ανίερη. Ίσως η αγνή τους ευσέβεια τους οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα.
Βεβαίως υπάρχει στην εμπειρία και στην παράδοση της Εκκλησίας καταγεγραμμένο μάλιστα σε συναξάρια Αγίων πως πολλοί Άγιοι Πατέρες περιέθαλπταν ασθενείς με τέτοια νοσήματα. Ωστόσο ίσως ξεχνάμε πως οι χαρισματικές καταστάσεις απαιτούν προϋποθέσεις.
Ας αντιπαραβάλουμε το γεγονός στον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, ο οποίος εξημέρωσε όπως διαβάζουμε μια αρκούδα. Δε νομίζω πως ιδιότητα των χριστιανών είναι η καθολική εξημέρωση άγριων ζώων. Και αυτό διότι οι χαρισματικές καταστάσεις απαιτούν ως προείπαμε αγώνα και άσκηση σύμφωνα με την Πατερική Θεολογία.
Με άλλα λόγια οι εξαιρέσεις όντως υπάρχουν στην Εκκλησία, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα.
Παράλειψη θα θεωρούνταν η μη αναφορά στην Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί την ραχοκοκαλιά του Σώματος της Εκκλησίας και αποτελεί την ίδια την ταυτότητά της.
Εκεί η εμπειρική για την Εκκλησία απόδειξη δεν χωράει αμφισβήτηση. Όπως και η Ιεραρχία αναφέρει, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν μπορεί να γίνει αιτία μετάδοσης κάθε νοσήματος.
Κανένας συνειδητός χριστιανός δεν μπορεί να παραδεχθεί πως η θεία κοινωνία μεταδίδει νόσημα.
Εν κατακλείδι να σημειωθεί πως μέσα σε όλον αυτόν τον αναβρασμό και μέσα σε όλο αυτό το μπέρδεμα, οφείλουμε ως λογικά πρόσωπα και εικόνες Θεού, υπακοή στην Εκκλησία.
Μέριμνα κάθε πιστού είναι η προσευχή για καταλλαγή, για στήριξη και ενδυνάμωση των ασθενών, των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού.
Εξάλλου ο Χριστός ανέβηκε σε σταυρό. Πώς λοιπόν οι χριστιανοί να μην σταυρώνονται;