Συγχώρηση ή αγάπη αλλιώς;

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας

Η αρχή της περιόδου της Σαρακοστής στον αυριανό Εσπερινό εγκαινιάζεται με την δυνατότητα να υποκύψουμε σε μια νίκη της άνευ όρων και ορίων αγάπης του Θεού. Στην ψυχρότητα της απόρριψης, στη σκληρόκαρδη φαρισαϊκή κατάκριση, το παρόν της μεγάλης Σαρακοστής δείχνει στο μέλλον της ελευθερίας που ήδη ενεργείται και ο Θεός επιμένει να μας δέχεται άμετρα. Σε μια πορεία από την αποστασία στην ελπίδα που δεν καταισχύνει τον «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντα άνθρωπο», ο Θεός ανοίγει τον άνθρωπο στο μέτρο της συγχώρησης: «Εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ ημών αφήσει τα παραπτώματα ημών…».  

Στην προσευχομένη Εκκλησία η συγχώρηση βιώνεται και παρατείνεται στην Λειτουργία της : «..συγνώμη και άφεση των αμαρτιών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα..», γίνεται ανάσα της και αποκτά νόημα, μέσα από τη σχέση με το Χριστό. Με Εκείνον που μας έχει χωρέσει στο Αναστημένο σώμα Του «από καταβολής κόσμου..», Εκείνον που επιθυμεί τη δική μας συνέργια και την μεταμορφώνει σε εσχατολογική δωρεά που δεν εξαντλείται στο παρόν. Είναι αφετηρία και προορισμός μαζί, προσφέρεται, η αξία της δεν υπαγορεύεται, το μέγεθος της δεν επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται και φύεται εν ελευθερία. Ως τέχνη πνευματική υπερβαίνει την εύκολη ή μαγική συνταγή.

Ορισμένοι που δηλώνουν και άνθρωποι που θρησκεύουν, θεωρούν ότι έχουν δυσκολία στο να συγχωρήσουν (και να συγχωρηθούν) και για λόγους «ωφελιμιστικούς» αποφεύγουν το βάθος της: Για να μην πάνε στην κόλαση, ή για να ξεφύγουν από την τιμωρία, ή για να μειωθεί η ποινή, ή να απαλλαγούν από τις ενοχές κτλ. Ο Χριστός συγχωρεί και προσκαλεί, αλλά είναι ανθρώπινο να μην είμαστε έτοιμοι. Παρόλα αυτά στην Εκκλησία «αλλήλων τα βάρη βαστάζομεν», αποδεχόμαστε την αλληλεγγύη Του με εκείνους που έσφαλαν και σφάλλουν. Μην θεωρούμε ότι συγχωρώντας αμνηστεύουμε το κακό, διότι συγνώμη δεν σημαίνει λήθη· η λήθη δεν οδηγεί πουθενά. Αν θεωρούμε ότι το να ζητήσουμε συγνώμη είναι σημάδι αδυναμίας, ενδόμυχα θεωρούμε ότι δεν έχουμε δικαίωμα στο λάθος, άρα πιστεύουμε στην τελειομανία, που ούτε ορθόδοξη είναι, ούτε μας ζητήθηκε ποτέ από τον Θεό. Η συγνώμη σημαίνει ειλικρίνεια που «προστατεύει» και εμένα και τον αδελφό: Το λάθος δεν παραγράφεται, αλλά τίθεται σε προσευχητική μέριμνα ώστε ως ανθρώπινη ανεπάρκεια – μέσα στην Εκκλησία – να λειτουργήσει ως μετάνοια, δηλαδή δρόμος προς την αναγέννηση. Το να μη συγχέουμε το πρόσωπο του άλλου, με τη συμπεριφορά του, είναι ωριμότητα αντίστοιχη με το να διακρίνουμε το πρόσωπο, από το «φέρεσθαι». Η αποδοχή ελαττωμάτων και αστοχιών απαιτεί τόλμη, καθώς είναι προϊόν αυτογνωσίας, οπότε η συγνώμη, αρχίζει όταν επιλέγουμε να μην κρίνουμε και αποφασίζουμε να μην περιμένουμε να αλλάξει ο άλλος. Παραπέμπει στην προθυμία μας να αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης, που αφορά εμάς λέγοντας: «Κύριε, συγχώρησε και αν εγώ δεν είμαι ακόμη ικανός να το κάνω, κάνε το Εσύ για μένα: Τον δέχομαι, μοιράζομαι την ίδια πτωτική φύση, το ίδιο αίμα κυλά στις φλέβες μας, Άφες τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν.. αν πικραθήκαμε, αντέχουμε να κρατούμε την πόρτα της καρδιάς μας ανοιχτή». Χρήσιμη η μετατόπισή στο χώρο του άλλου που με δυσκόλεψε, όσο και η άσκηση να μη λησμονώ ότι για λόγο που δεν μου είναι γνωστός και υπό αντίξοες συνθήκες, ίσως να μη μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Το άνοιγμα μου στην Ευαγγελική ζωή σημαίνει να εισέρχομαι στην Εκκλησία, στον όντως τόπο και τρόπο της συγχώρησης που έχει αλήθεια, οπότε βιώνω την ελπίδα μετά την αμαρτία. Στην Εκκλησία που δεν κάνει δηλώσεις, αλλά μαρτυρεί το πρόσωπό του Νυμφίου Χριστού που στρέφεται συνέχεια προς τη συγχώρηση, προς το μέλλον της, στον Ερχόμενο Χριστό που είναι η Συγχώρηση και χάριν του οποίου συγχωρούμε – «χωράμε» δηλαδή ο ένας τον άλλο. και κερδίζουμε και αυξανόμαστε.

Αποφορτιζόμαστε από βάρη του παρελθόντος και αποδεσμεύουμε δυνάμεις σε μια διαδικασία που μας επιτρέπει να διατηρούμε την δύναμη της ευαισθησίας της καρδιάς για να γίνεται η συγχώρηση αυτό που είναι προορισμένη: Πράξη ενότητας και ταπείνωσης ενώπιον του Θεού, πράξη που γιατρεύει. Είναι μέσα στα πλαίσια των δυνάμεων μας να κάνουμε αυτό που μπορούμε, να αναλάβουμε έργο ήδη «εργασμένο» από Εκείνον και αφήνοντας σε Εκείνον να πραγματοποιήσει μέσα μας, για μας και με εμάς, αυτό που ξεπερνά την «καλή» μας θέληση, τα καλά ή κακά μας έργα. Να προσκυνήσουμε την ουράνια πατρική γη ως Σύναξη, Εκκλησία του Θεού χωρίς νοσταλγία αυτού που χάσαμε αλλά με πόθο αυτού που έρχεται, μέτοχοι του πάθους γι΄ αυτό και της Ανάστασής Του: «Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει..».

Διαβάστε ακόμα