«Η είσοδος στον Ουράνιο Νυμφώνα»

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Δρ., Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ στο Arxon.gr

«Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ». Αυτή η φράση του Κοντακίου και του Οίκου της Μεγάλης Τρίτης συνιστά, ουσιαστικά, το νοηματικό πυρήνα της ημέρας. Παράλληλα, αποτελεί το επισφράγισμα των αιχμηρών διδαχών του Θεανθρώπου προς τις ιερατικές τάξεις των Ιουδαίων και την ίδια στιγμή ηχεί ως διαχρονική υπενθύμιση στα ώτα των χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, ότι σκοπός της επίγειας πορείας μας είναι η επάνοδος στην Ουράνια Βασιλεία και οπωσδήποτε όχι η καλλιέργεια του εγωισμού μας. Η πορεία του Δεσπότη Χριστού προς το Γολγοθά περιλαμβάνει διάφορα στάδια, τα οποία έχουν ως κοινό παρονομαστή την αρετή της ταπείνωσης. Το κατ’ εξοχήν πρότυπο ταπεινώσεως, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, καταδέχεται αρχικά να γίνει άνθρωπος για τη σωτηρία μας. Στη συνέχεια, διδάσκει το λαό και θεραπεύει τις ασθένειες και τις αδυναμίες του. Έπειτα, διαλέγεται με τους πονηρούς Φαρισαίους, Ηρωδιανούς, Σαδδουκαίους, Νομικούς, Αρχιερείς και Πρεσβυτέρους του λαού, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν χρέος να εξευτελίσουν έναν «αγράμματο ξυλουργό» από τη Ναζαρέτ, ο οποίος τόλμησε να αναδείξει το μέγεθος της υποκρισίας και της κενότητάς τους. Ακολούθως, ο Δεσπότης εκούσια παραδίδεται στα χέρια των εχθρών Του, οδηγείται στον Πιλάτο, σταυρώνεται για τη σωτηρία του κόσμου και θριαμβευτικά εγείρεται από τους νεκρούς. Σε όλες τις παραπάνω στιγμές, κυριαρχεί εκκωφαντικά η ταπείνωση του Ιησού Χριστού, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη σωτηρία μας.

Η απόκτηση της ταπείνωσης συνεπάγεται την καλλιέργεια της υπομονής στις θλίψεις και τις δοκιμασίες· εάν ο χριστιανός εργασθεί πρόθυμα για την κατάκτηση των αρετών αυτών, την ίδια στιγμή καλλιεργεί ένα ακόμα σημείο του εαυτού του, το ατομικό και ξεχωριστό του «τάλαντο». Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Όλοι οι άνθρωποι κατέχουν τα χαρίσματα, τα οποία έχουν χορηγηθεί από το Άγιο Πνεύμα. Εντός της Εκκλησίας, όλα αυτά τα χαρίσματα ενώνονται και καλλιεργούνται με προσευχή και διάκριση, ώστε να οδηγηθούμε στον Παράδεισο.

Μεταξύ των διδαχών του Κυρίου, οι οποίες εκφωνήθηκαν λίγο πριν το Πάθος, δεσπόζουν οι παραβολές των Δέκα Παρθένων και των Ταλάντων. Αναμφίβολα, όλοι γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους και οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν τονίσει τη βαρύνουσα σημασία τους. Κοινά στοιχεία στις παραβολές αυτές είναι η ταπείνωση και η πνευματική εγρήγορση· οι πιστοί δούλοι, αφού έλαβαν τα τάλαντα από τον κύριό τους, έδειξαν ταπείνωση, εγρήγορση και με θαυμαστό ζήλο αξιοποίησαν αυτά, αποδίδοντας στον αφέντη τους «καρπούς» των κόπων τους. Οι πέντε Παρθένες έδειξαν την εγρήγορση και την ετοιμότητά τους με την πρόνοια να έχουν έτοιμες τις λυχνίες για την υποδοχή του Νυμφίου «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Στον αντίποδα, ο «πονηρός και οκνηρός» δούλος, ο οποίος κατέκρινε με ευκολία τον αφέντη του, έκρυψε το τάλαντο στη γη και όταν κλήθηκε να αποδώσει όχι μόνο αυτό αλλά και τον καρπό από την αξιοποίησή του, προσέφερε αφειδώς υπερηφάνεια, εγωισμό και «λογισμούς πονηρίας». Οι άλλες πέντε Παρθένες, μη έχοντας εγρήγορση και σύνεση, ξεδίπλωσαν την ανετοιμότητά τους και μάταια αναζήτησαν μία πρόχειρη λύση της τελευταίας στιγμής. Τόσο ο «πονηρός δούλος» όσο και οι ανέτοιμες Παρθένες, έλαβαν ως «ανταμοιβή» την απόρριψη από την «χαρά» του αφέντη και του Νυμφίου αντίστοιχα.

Οι ιουδαϊκές ιερατικές τάξεις, τις οποίες μνημονεύσαμε παραπάνω, εύκολα κατατάσσονται στην κατηγορία του «οκνηρού δούλου» και των αφρόνων πέντε Παρθένων. Εξίσου εύκολα και επιδερμικά είμαστε σε θέση να αναπαράγουμε ότι ο Θεάνθρωπος, όπως ακούσαμε στην ευαγγελική περικοπή του Όρθρου της Μεγάλης Τρίτης, ήλεγξε με δριμύτητα όσους προσέγγισαν τον Ιούδα προκειμένου να Τον παραδώσει και μεθόδευσαν ακόμα και την υποκίνηση εξέγερσης προς τον Πιλάτο ώστε να καταδικασθεί ο Αναμάρτητος. Η «πρόκληση» για τον κάθε χριστιανό, κληρικό και λαϊκό, εντοπίζεται στην αναγωγή της παράκλησης «μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» σε οδοδείκτη της επίγειας πορείας μας. Είμαστε άνθρωποι και οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι είμαστε αδύναμοι· όμως, ακόμα και εντός της αδυναμίας μας, οφείλουμε να αναζητήσουμε, να ανακαλύψουμε και να καλλιεργήσουμε με σύνεση και υπομονή τα χαρίσματά μας.

Οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι έλαβαν την ευλογία και την ύψιστη τιμή να καθίσουν «ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας», ώστε να διακονήσουν το λαό του Θεού. Σκοπός της διακονίας τους ήταν η καθοδήγηση του ποιμνίου, η ερμηνεία των διδαχών του Νόμου και των Προφητών, όπως επίσης η μέριμνα για την πνευματική πρόοδο των απλοϊκών Ιουδαίων. Ωστόσο, το ιερατείο επέλεξε μία διαφορετική «προσέγγιση» στη διακονία του· η προσέγγιση αυτή φανερώθηκε σε μία σειρά από γεγονότα, τα οποία ο Μεσσίας στηλιτεύει, όχι με διάθεση εχθρική προς αυτούς, αλλά επειδή ως φιλάνθρωπος Θεός επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων ανεξαιρέτως. Οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι προτίμησαν να διδάσκουν και να μην τηρούν όσα διδάσκουν, επέλεξαν να επιζητούν τον έπαινο και την πρωτοκαθεδρία στις επίσημες συναντήσεις και τα δείπνα, μερίμνησαν για την απόκτηση ακολούθων τους οποίους εκπαίδευσαν κατάλληλα ώστε να εκπληρώσουν τις δόλιες μεθοδεύσεις τους για κάθε ζήτημα, προτίμησαν να κρίνουν τον κάθε πιστό με βάση το χρηματικό πόσο το οποίο προσφέρει στο Ναό και όχι σύμφωνα με την πίστη, ονόμασαν εαυτούς ως αυστηρούς κριτές πλημμελημάτων ενώ την ίδια στιγμή αμελούσαν τη θεραπεία των ιδίων σοβαρών πνευματικών παραπτωμάτων και τέλος, εξολόθρευσαν κάθε φωνή διαμαρτυρίας και ελέγχου απέναντι στις αυθαιρεσίες τους. Με άλλα λόγια, το τάλαντο της διακονίας του ποιμνίου όχι μόνο κρύφθηκε στη γη, αλλά, σύμφωνα με τους Αρχιερείς και τους Φαρισαίους, ο Θεός έπρεπε να λογοδοτήσει και να καταδικασθεί επειδή θα κρίνει την πνευματική πρόοδο όλων, ανεξαιρέτως, των ανθρώπων.

Οι Ιουδαίοι Αρχιερείς και Φαρισαίοι επέλεξαν να παραμείνουν έξω από τον νυμφώνα του Χριστού επειδή αξιοποίησαν τα χαρίσματά τους, όχι με ταπείνωση, αλλά με γνώμονα την προσωπική, ανέντιμη και ζημιογόνα ανέλιξη, όπως επίσης και τον υλικό πλουτισμό. Στην ίδια κατεύθυνση, οι κληρικοί και λαϊκοί χριστιανοί επιλέγουμε, ως μέρος της φθαρτής μας φύσης και εξαιτίας της απουσίας της ταπείνωσης και της πνευματικής προόδου, να καθιστούμε δυσκολότερο τον αγώνα μας προκειμένου να φθάσουμε στον Ουράνιο Νυμφώνα. Παρά ταύτα, ποτέ δεν είναι αργά να ενισχύσουμε τον πνευματικό μας αγώνα και ποτέ δεν είναι αργά, τουλάχιστον στην επίγεια πορεία, να ταπεινωθούμε απέναντι στο Θεό. Εάν αγωνισθούμε στην ταπείνωση και καλλιεργήσουμε εποικοδομητικά τα χαρίσματά μας, τότε θα αξιωθούμε να ακούσουμε «μακαρίας φωνῆς λεγούσης· εἴσελθε δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου», Αμήν!

Διαβάστε ακόμα