«Η πώληση του Ατίμητου»

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Δρ., Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ στο Arxon.gr

Μετά τη διδασκαλία στο Ναό και το δριμύ έλεγχο προς τους Αρχιερείς και τους Φαρισαίους, ο Ιησούς επιστρέφει στη Βηθανία. Εκεί, ο Ίδιος και οι Μαθητές προσκαλούνται να δειπνήσουν στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού· το χαρούμενο κλίμα της σύναξης έρχεται να κλονίσει η παρουσία μίας ανώνυμης γυναίκας, ενδεχομένως πόρνης λόγω της ασάφειας των ευαγγελικών περικοπών, η οποία κομίζει ένα βαρύτιμο δοχείο με αλάβαστρο μύρο. Η γυναίκα αλείφει με αυτό την κεφαλή του Χριστού και τα πόδια Του· τέτοια ήταν η ταπείνωση της γυναίκας, όπου χρησιμοποίησε τα μαλλιά της ώστε να σκουπίσει τα πέλματα του Λυτρωτή. Ωστόσο, η εικόνα της άλειψης του Δεσπότη με μύρο, κάθε άλλο παρά ευχαρίστηση προκάλεσε στους Μαθητές και ιδιαίτερα στον Ιούδα. Σε μία έκρηξη αλαζονείας και εγωισμού, οι Απόστολοι διαμαρτυρήθηκαν για την απώλεια του μύρου και αιτιολόγησαν την ενόχλησή τους με το πρόσχημα της αξιοποίησης του δαπανηθέντος χρηματικού ποσού υπέρ των πτωχών. Η απάντηση του Κυρίου, η οποία αποσκοπούσε στη θεραπεία του επιβλαβούς λογισμού των Μαθητών, δικαίωνε εμφατικά την ειλικρινή μετάνοια της γυναίκας. Η ανώνυμη γυναίκα, χάρη στο μέγεθος της αγάπης προς τον Υιό και Λόγο του Θεού, μεταβάλλεται σε πρότυπο μετάνοιας. Την ίδια στιγμή, ο Ιούδας συμφωνεί με τους Αρχιερείς τους όρους παράδοσης του Δεσπότη Χριστού και αναζητεί την κατάλληλη ευκαιρία ώστε να Τον προδώσει.

Αναμφίβολα, τόσο η τραγική φιγούρα του Ιούδα όσο και η μορφή της ευγνωμονούσας γυναίκας, χαράχθηκαν έντονα στη συνείδηση των απανταχού της γης χριστιανών κατά τη μετάδοση του ευαγγελικού μηνύματος στα Έθνη. Η ταπεινωμένη και «πρῴην ἄσωτος» γυναίκα παρακαλεί το Θεό να διαλύσει το χρέος των αμαρτιών της, όπως εκείνη «τοὺς πλοκάμους διέλυσε». Ο «ἀγνώμων καὶ πονηρὸς ζηλότυπος» Ιούδας πορεύεται στην προδοσία και μεταβάλλεται σε «δοῦλο τοῦ ἐχθροῦ». Πραγματικά, η μεγάλη και ειλικρινής μετάνοια της γυναίκας αντιπαρατίθεται με την «δεινή ραθυμία» του Ιούδα, με την «δικαίως μισουμένην» να δικαιώνεται από τον Θεό. Η «βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ» ανακαλύπτει τον «λιμένα τῆς σωτηρίας» και ο «φιλάργυρος» Ιούδας αποποιείται την «φιλόθεον χάριν».

Τη Μεγάλη Τετάρτη, «ἡ μὲν (Πόρνη) ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ (Ἰούδας) ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον». Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία μεταχειρίζεται τη μεγάλη αντίθεση των δύο προσώπων ώστε να μας δείξει το μεγάλο θάρρος το οποίο χρειάζεται η ειλικρινής μετάνοια και την εξίσου μεγάλη ευκολία με την οποία προδίδουμε το Θεό όταν αμαρτάνουμε ενώπιόν Του. Οπωσδήποτε, η μετάνοια και η αμαρτία είναι καρποί της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου· δύο πρόσωπα, εκ διαμέτρου αντίθετα ως χαρακτήρες, επιλέγουν με την ελεύθερη βούλησή τους να ακολουθήσουν αντίθετες κατευθύνσεις. Η μεν πρώην πόρνη γυναίκα επιλέγει να επιβεβαιώσει τη μετάνοιά της και ευχαριστεί το Θεό για την παροχή του ελέους Του προς αυτήν· ο δε Ιούδας, αποφασίζει να υπηρετήσει τη φιλαργυρία και παραδίδει το Διδάσκαλο, χωρίς να υπολογίζει τον παράγοντα της ενδεχόμενης μεταμέλειάς του. Ωστόσο, όταν ο Ιούδας μεταμελείται (δεν μετανοεί όμως), έρχεται αντιμέτωπος με το αδιέξοδο της επιλογής του, οδηγείται σε απόγνωση και καταλήγει στην αυτοχειρία.

Ο άγιος Αμφιλόχιος, επίσκοπος Ικονίου και μέλος της χορείας των Καππαδοκών Πατέρων, σημειώνει ότι «η αληθινή εορτή συντελείται όταν ο Ποιητής ουρανού και γης παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους θνητούς και ευφραίνεται με τη χαρά τους. Άλλωστε, ο Θεός για αυτό ήλθε στη γη και έγινε άνθρωπος, χωρίς να απεκδυθεί τη θεία φύση Του. Εκείνος αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πηγαίνει ώστε να αναζητήσει το χαμένο ένα πρόβατο, ώστε αυτό να μην καταλήξει στην εξουσία του διαβόλου. Ένα από τα χαμένα πρόβατα, ήταν η αμαρτωλή γυναίκα, η οποία είχε καταστεί κληρονόμος της αμαρτωλότητας της Εύας. Αυτή η γυναίκα έστρεψε τη διάνοιά της από την αμαρτία στην πίστη και με παρρησία εμφανίσθηκε ενώπιον του Ιησού Χριστού, χωρίς να τολμήσει να πει ενώπιον όλων ότι αμάρτησε. Η αμαρτία της γυναίκας ήταν φανερή για τον Θεό και επειδή η γυναίκα το γνώριζε, αντί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της, χρησιμοποίησε τα δάκρυά της ώστε να φανερώσει τη μετάνοιά της. Με τα δάκρυά της δήλωσε τους στεναγμούς της ψυχής της και κατέθεσε τη συντριβή της καρδιάς της, αποτινάσσοντας τις βέβηλες πράξεις και τους άτοπους λογισμούς. Ενώ ο Χριστός ζώστηκε με το λέντιο και ένιψε με νερό τα πόδια των Μαθητών Του, εκείνη (η γυναίκα) δεν χρησιμοποίησε νερό, αλλά με τα δάκρυά της έπλυνε και με τα μαλλιά της σκούπισε τα πόδια του Ιησού. Οι πλεξούδες της γυναίκας αντικατέστησαν το λέντιο και το αλάβαστρο μύρο, με το οποίο αλείφθηκαν τα τίμια πόδια του Κυρίου, κατέστη προεικόνιση του ενταφιασμού Του. Βλέπετε, λοιπόν, με ποιον τρόπο νίκησε η αμαρτωλή γυναίκα την αχαριστία των Ιουδαίων; Οι Ιουδαίοι, ως αχάριστοι, ασύνετοι και αγνώμονες, φιλοφρόνησαν με λίθους και ύβρεις τον Δεσπότη και η γυναίκα άλειψε με μύρο τα πόδια Εκείνου ο Οποίος όδευε στον Τίμιο Σταυρό».

Ο Ιούδας, όπως και εμείς, διαρκώς φιλοδωρούμε τον Ιησού Χριστό με την αποστασία μας και την προδοτική μας στάση απέναντι στις εντολές Του. Προτιμούμε τον υλικό πλουτισμό και αγνοούμε επιδεικτικά την πνευματική μας ωφέλεια, με αποτέλεσμα να λησμονούμε ότι ο Χριστός επαινεί τη μετάνοια και αποστρέφεται την κακία. Ο Ιούδας προτίμησε να θυσιάσει την κοινωνία με τον αληθινό Θεό και επέλεξε το ατομικό συμφέρον. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, αναλωνόμαστε στην ικανοποίηση των βλέψεών μας (πολιτικών, εκκλησιαστικών, ατομικών) και αγνοούμε ότι αντικειμενικός σκοπός εκάστου χριστιανού είναι η σωτηρία. Η αμαρτωλή γυναίκα μας διδάσκει ότι είναι καιρός να ομολογήσουμε με παρρησία τις αστοχίες και τα λάθη μας απέναντι στο Θεό, όπως επίσης και να είμαστε πρόθυμοι να τα διορθώσουμε. Ο Ιούδας μας τονίζει ότι ο εγωισμός και η φιλαυτία, αποδεδειγμένα, οδηγούν στην απώλεια. Ως εκ τούτου, στο χέρι μας είναι να βιώσουμε ουσιαστικά το μεγαλείο των επερχομένων ημερών, όχι «πωλώντας» τον Ατίμητο (προφανώς, ο Κύριος δεν «πωλείται» με την ολιγόωρη μετατόπιση των ιερών ακολουθιών εξαιτίας των περιστάσεων), αλλά ικετεύοντας Τον να μας ελεήσει και να μας νουθετήσει, Αμήν!

Διαβάστε ακόμα