«Η ομολογία πίστεως και ελευθερίας των Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου»

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Δρ., Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ

«Εσείς, Δημήτριε και Παύλε, αναδειχθήκατε ισότιμοι των παλαιών Μαρτύρων, αν και αγωνισθήκατε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Επειδή βαδίσατε στα δικά τους ίχνη, αξιωθήκατε με υπερηφάνεια να απολαύσετε αντίστοιχη δόξα με εκείνους. Για το λόγο αυτό, εμείς τιμούμε από κοινού εσένα Δημήτριε μακάριε και εσένα Παύλε Οσιομάρτυρα και εσάς προβάλλουμε ως πρέσβεις απέναντι στο Σωτήρα Χριστό, επειδή με τις πρεσβείες σας θα αποκτήσουμε σταθερή (πνευματική) ειρήνη και το μέγα έλεος». Ο υμνογράφος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, υμνώντας τη γενναιότητα και την προθυμία με την οποία οι Νεομάρτυρες Δημήτριος και Παύλος έσπευσαν να ομολογήσουν την πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, επισημαίνει ότι οι Νεομάρτυρες αναδείχθηκαν ισάξιοι στην τιμή με τους Μάρτυρες των πρώτων αιώνων επειδή βάδισαν στα ίχνη των πνευματικών τους αγώνων. Μία περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι Μάρτυρες έμειναν ακλόνητοι στην ομολογία τους, αποδίδει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Σύμφωνα με τον Καππαδόκη Ιεράρχη, «η πρόταση των εχθρών ήταν πως εάν εξυμνηθεί η πίστη στον Κύριο, τότε θα επέλθει ο θάνατος. Η απάντηση των αθλητών ήταν πως μέχρι θανάτου θα παραμείνουμε πιστοί στον Υιό και Λόγο του Θεού. Αυτοί, αν και απειλήθηκαν με τη φωτιά, το ξίφος και με άλλα βασανιστήρια, απαντούσαν με την ομολογία του ονόματος του Χριστού. Το όνομα του Θεού ήταν η μοναδική αιχμή εναντίων των απίστων και με αυτήν (την αιχμή) τραυμάτιζαν την καρδιά του Διαβόλου. Το όνομα του Κυρίου ήταν ο λίθος ο οποίος εκσφενδονιζόταν από τα χέρια των Ομολογητών στην κεφαλή του Δαίμονος».

Με τον τρόπο αυτό οι γενναίοι Δημήτριος και Παύλος όχι ντρόπιασαν τον Διάβολο, αλλά έδωσαν στους υπόδουλους Έλληνες και σε εμάς τους νεώτερους το σθένος, σε εποχές αμφισβήτησης και θολοκουλτούρας, να ομολογούμε με παρρησία το όνομα του αληθινού Θεού. Ωστόσο, προκειμένου η «δυάς τῶν Νεομαρτύρων» να αξιωθεί του αμαράντινου στεφάνου της ουράνιας δόξας, έπρεπε να διέλθουν ορισμένα στάδια. Ο Δημήτριος και ο Παναγιώτης (το κοσμικό όνομα του Παύλου) εξέπεσαν από την αληθινή πίστη αλλά ο καρδιογνώστης Θεός δεν επέτρεψε την ολοκληρωτική απώλειά τους. Αμφότεροι άνηκαν σε οικογένειες φτωχές, οι οποίες μόλις εξασφάλιζαν τα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους. Ο Δημήτριος, ο οποίος καταγόταν από τη Λιγούδιστα (σημερινή Χώρα) Τριφυλίας, έφυγε από την πατρίδα του με προορισμό την Τρίπολη ώστε να εργασθεί (σε ένα κουρείο) και να επιβιώσει. Ο Παύλος (κατά κόσμον Παναγιώτης), ο οποίος καταγόταν από το Σοπωτό Καλαβρύτων, εργαζόταν ως υποδηματοποιός ώστε να ενισχύσει την οικογένειά του και η κάθοδός του στην Πάτρα με σκοπό να κερδίσει περισσότερα χρήματα, είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική πτώση του. Τα δύο παιδιά, έχοντας από κοινού την επιβίωσή τους σε πρωταρχικό στόχο, θαμπώθηκαν από τα χρήματα και προτίμησαν να εξισλαμισθούν παρά να χάσουν τις εργασίες τους. Ωστόσο, η χάρις και το έλεος του Θεού δεν είχαν εγκαταλείψει τους δύο εξωμότες με αποτέλεσμα να αντιληφθούν το μέγεθος του αμαρτήματός τους, να μετανοήσουν και να οδηγηθούν στο μαρτύριο.

Ο Θεός, όχι μόνο υπενθύμισε στον Δημήτριο και τον Παναγιώτη τις χριστιανικές τους καταβολές, αλλά τους ενίσχυσε στην παραδοχή και την εξομολόγηση της αμαρτίας τους. Ο Δημήτριος μετέβη στο Άργος, έπειτα στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Κυδωνιών της Μικράς Ασίας, καταλήγοντας στη Χίο και στο πετραχήλι του αγίου Μακαρίου Νοταρά, επισκόπου Κορίνθου, όπου ταπεινώθηκε και κοπίασε πνευματικά ώστε να ετοιμασθεί πλήρως για το μαρτύριό του. Η ταπείνωση του Παναγιώτη ήταν η καταφυγή του στη Μονή Μεγίστης Λαυράς του Αγίου Όρους· εκεί, αφού εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και κοπίασε πνευματικά, εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Παύλος. Ο μοναδικός τρόπος για την ολοκλήρωση της μετάνοιας των Νεομαρτύρων ήταν η ομολογία τους. Οι Νεομάρτυρες έπρεπε να αποδείξουν στο Θεό ότι η ταπείνωση και ο πνευματικός κόπος τους είχε καρποφορήσει και ότι η πρόθεσή τους να θυσιαστούν ομολογώντας το Όνομά Του, θα αποτελούσε το επισφράγισμα της μετάνοιάς τους.

«Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου». Όπως ο Προφητάναξ Δαυίδ αναφώνησε ενώπιον του Θεού τον παραπάνω ψαλμικό στίχο ώστε να λάβει την άφεση των αμαρτιών του, με τον ίδιο τρόπο οι Νεομάρτυρες αξίωσαν την επιβράβευση για την επάνοδό τους στη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η ταπείνωση των Αγίων ήταν πραγματικά μεγάλη και ο πνευματικός τους κόπος να απαρνηθούν την επίγεια ζωή ώστε να κερδίσουν την αιώνια, είλκυσε το έλεος του Θεού. Αμφότεροι οδηγήθηκαν στην Τρίπολη· ο Δημήτριος ομολόγησε τον Αναστάντα Ιησού Χριστό και μαρτύρησε στις 14 Απριλίου 1803, λαμβάνοντας την άφεση των αμαρτιών του. Ο Παύλος, με χρονική απόσταση δεκαπέντε ετών από τον Δημήτριο, στις 22 Μαΐου 1818 μαρτύρησε «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία» και εισήλθε στον ουράνιο Νυμφώνα. Οι Ομολογητές της πίστεως, Άγιοι Νεομάρτυρες Δημήτριος και Παύλος, αναλογίσθηκαν τον παραπάνω ψαλμικό στίχο όταν προσέτρεχαν στο μαρτύριο ώστε να λάβουν την άφεση για την αποστασία τους από τον αληθινό Θεό.

Αντίστοιχο πνεύμα μετάνοιας και ταπείνωσης επέδειξε το υπόδουλο Γένος μας, το οποίο έπειτα από τετρακόσια περίπου χρόνια σκλαβιάς και μαρτυρίου (σε άλλες περιοχές της Ελλάδος η ελευθερία ήλθε στις αρχές του εικοστού αιώνα), αναβόησε στο Λυτρωτή ότι ήλθε η στιγμή, κατά το έτος 1821, να εκκινήσει ο αγώνας της Ελευθερίας. Όσο και αν προσπαθούν οι «αναθεωρητές» και οι «παντογνώστες» της Ιστορίας να μας πείσουν ότι πρέπει να αποδεχθούμε, διακόσια χρόνια μετά την Εθνική Παλιγγενεσία, πως η συμβίωσή μας με τον κατακτητή υπήρξε ανέφελη και αρμονική, τόσο περισσότερο η θυσία των Νεομαρτύρων μας υπενθυμίζει ότι το αίμα τους στήριξε το υπόδουλο Γένος. Η προθυμία των Νεομαρτύρων να πεθάνουν ομολογώντας τον Υιό και Λόγο του Θεού, πραγματικά είναι σκάνδαλο για όσους αμφισβητούν ότι η Εκκλησία στήριξε το Έθνος. Ο μαρτυρικός κόπος των Ελλήνων, ο οποίος εκκίνησε με την ταπεινωτική άλωση της Βασιλεύουσας το 1453, δικαιώθηκε με το αίμα των νέων Ομολογητών και με την ιστορική μνήμη των νέο –Ελλήνων. Δύο αιώνες μετά τη θυσία των Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου, δύο αιώνες μετά την κατοχύρωση του ελεύθερου βίου του νέου Ελληνικού Κράτους και εξακολουθώντας να ταπεινωνόμαστε από τη δοκιμασία της λοιμικής ασθένειας, ας προσπέσουμε στους Αγίους Νεομάρτυρες ζητώντας το έλεος και τις πρεσβείες τους στον Τριαδικό Θεό. Οι «θαυμαστοί πολιούχοι» ας πρεσβεύουν ώστε ο Φιλάνθρωπος Θεός να μετρήσει την ταπείνωσή μας και να συγχωρήσει όχι μόνο την αποστασία μας, αλλά και την τάση μας να εκμηδενίσουμε ότι η Εκκλησία, ως στοργική μητέρα, θυσιάστηκε πρόθυμα για τα τέκνα της, Αμήν!

Διαβάστε ακόμα