Ήγγικεν ο καιρός της ενώσεως των χριστιανικών Εκκλησιών;

Του Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου

Οι όποιες ιδεοληπτικές αντιδράσεις για την επίσκεψη, τις ημέρες αυτές, του Πάπα Φραγκίσκου στην Ελλάδα έχουν ατονήσει και είναι καιρός με νηφαλιότητα να υπάρξει και η εν τω ποτηρίω κοινωνία, μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Ο διχασμός δεν ισχύει πλέον διότι οι δύο Εκκλησίες έκαναν από αιώνες πολλές ενωτικές προσπάθειες και μεγάλα βήματα αγάπης, που καλλιεργήθηκε εντατικά μέσω των διαλόγων και των συναντήσεων χωρίς σκοπιμότητες.

Είναι γεγονός, ότι η ένωση των Εκκλησιών για την οποία πάντοτε ευχόμαστε στα Ειρηνικά τής λειτουργίας και για την οποία και ο ίδιος, ο Κύριος προσευχήθηκε στην Αρχιερατική του προσευχή (Ιωάν. 17,11) την προτεραία του θανάτου του, λόγω των όποιων στο διάβα της ιστορίας διαφορών, δεν είναι πολύ μακράν.

Μετά το Διάλογο Αληθείας, που για πολλά χρόνια υπήρξε μεταξύ των δύο Εκκλησιών, ωρίμασε στη συνείδηση των πιστών, όσων με πνεύμα αγάπης αντιμετωπίζουν εκατέρωθεν τους αδελφούς τους, η δυνατότητα της μυστηριακής ενώσεως των δυο αδελφών Εκκλησιών ήτοι της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής.Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας υποστηρίζει ότι η ενότητα της Εκκλησίας, που έχει ως πρότυπο την ενότητα Πατρός και Υιού και πραγματοποιείται μέσω της δωρεάς του Πνεύματος, διαμορφώνεται πρωτίστως μέσω της Ευχαριστίας, την οποία οι πιστοί του Χριστού μέσω της μυστηριακής συμμετοχής βιώνουν.

Με αφορμή την επίσκεψη του έχοντος το θρόνο του Αποστόλου Πέτρου στην Ελλάδα κατά το Δεκέμβριο του 2021, κάποιες μεμονωμένες φωνές από τον εκκλησιαστικό χώρο,χαρακτηρίζουν την επίσκεψη αήθη και εγκληματική, τον ίδιο ανεπιθύμητο και προφητικά αποφαίνονται ότι θα προκαλέσει κακό στους πιστούς της Εκκλησίας, αγνοώντας ότι τα, κάποτε υπάρξαντα αναθέματα, μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, έχουν αρθεί:«…της καταπεμφθείσης παρά Θεού χαράς και ευλογίας τη 7η Δεκεμβρίου λήξαντος έτους 1965, κατά την οποίαν εν ιδιαιτέροις επισήμοις και ταυτοσήμοις εν τω καθ’ ημάς Π. Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου Γεωργίου εν Φαναρίω και εν τω Ι. Ναώ του Αγίου Αποστόλου Πέτρου εν Ῥώμη Ιεροτελεστίαις ήρθη από της μνήμης και του μέσου της Εκκλησίας και εις λήθη παρεδόθη το θλιβερόν εκείνο γεγονός του 1054 και νέα περίοδος ενεγκαινιάσθη εις τας σχέσεις Ανατολής και Δύσεως, υπό την θέρμην και τον φωτισμόν της επελθούσης αγάπης του Χριστού. Και τώρα πάντες, Εκκλησία, Ιερός Κλήρος και ευσεβής Λαός ημών ας εργασθώμεν ομού, όπως επαναφέρωμεν τον Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν εν μέσω ημών, οπόθεν απουσιάζει και εξ αιτίας αυτής της τρομεράς συμφοράς το μίσος κυριαρχεί μεταξύ των πλασμάτων του Θεού.…». (Από επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα προς τον Αρχιμανδρίτη Ιωήλ Γιαννακόπουλο στις 23-12-1966). Αγνοούν επίσης ότι ο σημερινός Πάπας αποτελεί διάδοχο Αποστόλων και Αγίων και όλες οι Εκκλησίες τον αναγνωρίζουν ως τον πρώτο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία έχει σχέση από αιώνες με όλες τις άλλες χριστιανικές και βεβαίως με την Ορθόδοξη.

Οι αντιδρώντες για την ένωση των Εκκλησιών θα πρέπει να κατανοήσουν ότι η ενότητα δεν είναι ποσοτική με το άθροισμα του αριθμού των πιστών ή με τη συνταύτιση κάποιων διδασκαλιών, αλλά ενότητα της πίστης η οποία υπάρχει σε όλο το χριστιανικό κόσμο και επίκειται η ενότητα και «εν τοις μυστηρίοις».

Τα κοινά σημεία στην χριστιανική πίστη είναι πολλά και επισκιάζουν τις ελάχιστες διαφορές. Και οι δύο Εκκλησίες κατέχουν τη συνέχεια της αποστολικής διδασκαλίας, πιστεύουν ότι η Θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρο της ζωής των πιστών,το βάπτισμα, το χρίσμα και όλα τα μυστήρια σημαίνουν ότι οι πιστοί είναι μέλη της Εκκλησίας, τιμούν την Θεοτόκο, καλούν τους πιστούς να προσπαθούν την αγιότητα μέσω της άσκησης κ. ά.

Οι ελάχιστες διαφορές, οι οποίες υπερτονίζονται από τους αντιδρώντες στην ενότητα και έχουν να κάνουν με ιστορικούς κυρίως λόγους ή και πολλές φορές δημιουργούνται από στείρες επιθετικότητες λόγω θρησκειοποιημένων αντιλήψεων, που προέρχονται από μοναστικούς κύκλους και διάφορες οργανώσεις. Οι διαφορές αυτές είναι διαφορές έκφρασης, όχι της ουσίας του δόγματος, όπως διατυπώθηκε από τη διδασκαλία των Πατέρων, που αν υπάρχουν και αυτές με το συνεχή διάλογο μπορούν να επιλυθούν και μετά την όποια μυστηριακή ένωση. Διότι και μετά την ένωση δεν σημαίνει ότι θα σταματήσει ο διάλογος μεταξύ των Εκκλησιών. Εξάλλου η διαφορά μετά το συνεχή διάλογο είναι λίγη όπως τονίζει ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «ότε διίστανται τινες αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά, ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσιν και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά». Έτσι οι όποιες ασήμαντες διαφορετικές απόψεις θα επιλυθούν και θα κατοχυρωθεί η χριστιανική πίστη με την κοινή σύνοδο των δύο Εκκλησιών, διότι το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας αποτελεί το κριτήριο και τη βεβαίωση κάθε θέματος πίστεως και όχι οι μεμονωμένες απόψεις ατόμων ακόμη και Επισκόπων.

Αυτός ο Διάλογος της Αληθείας στην μέλλουσα κοινή σύνοδο των Εκκλησιών θα οδηγήσει στην κοινωνία των μυστηρίων δηλαδή στην ενότητα όλου του Χριστιανικού κόσμου. Σήμερα εποχή κατά την οποία οι αυξημένες ανάγκες και τα συσσωρευμένα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου καλούν επειγόντως τις Εκκλησίες να ξεπεράσουν τις αμελητέες διαφορετικές αντιλήψεις και να παρουσιάσουν ως πρόταση ζωής με μια ενοποιημένη μαρτυρία, την αγάπη του Χριστού και τον μεταμορφωτικό τρόπο ζωής της Εκκλησίας.

Σε μια επανενωμένη Εκκλησία, ας προσευχηθούμε να στεφανώσει ο Κύριος τις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου για την ενότητα των Χριστιανικών Εκκλησιών με κορυφαία στιγμή τη συνάντηση το 2025 στη Νίκαια της Βιθυνίας για τον εορτασμό των 1700 χρόνων από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο.

Διαβάστε ακόμα