Του Πανοσιολ. Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας
Η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου ειπωμένη από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό την οποία διασώζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: Δύο πρόσωπα προσεύχονται στο Θεό, στον ίδιο ιερό χώρο. Ο Φαρισαίος, χωρίς την φρόνηση της ταπείνωσης δημιουργεί μια δική του πραγματικότητα, σωτηρία δικής του έμπνευσης. Λαμβάνει θέση κεντρική διότι «..ουκ ει ώσπερ οι λοιποί…», «Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος…ούτε σαν αυτόν τον τελώνη».
Ο μονόλογός του δεν θυμίζει προσευχή μα περισσότερο δηλώσεις οι οποίες τον εξορίζουν από τον παράδεισο. Η σοβαροφάνειά του δεν έχει χώρο για το παιδί εντός, η τελειομανία του δεν τον βοηθά, η αρετή του δεν τον πηγαίνει στην αλήθεια. Δεν αγαπά το Θεό όσο ένα κακέκτυπό της αντανάκλασης του «εγώ» του. Ο φαρισαίος θαυμάζει την εικόνα του, το είδωλό του επενδύοντας στο «φαίνεσθαι» αυτονομημένων κατορθωμάτων που ξεπέρασαν τον νόμο. Μέσα από την απαρίθμησή τους, υπενθυμίζει στον Θεό την ανταπόδοση που χρωστά: «Δίνω το ένα δέκατο των υπαρχόντων μου…». Δεν ασκεί την αρετή ως μαθητεία στο θέλημα Του, πλανώμενος ότι κατέχει το Θεό, δεν αναγνωρίζεται όμως από το Θεό.
Δεν έχει χώρο για αληθινή κοινωνικότητα, όσο η ναρκισσιστική “πνευματικότητά” του, υψώνει τείχη διαχωριστικά, απομονώνεται μέσα από την απόρριψη όλων που ντροπιάζει τελικά τον Δημιουργό όλων. Ο τύφος της κατάκρισης, από ικέτη τον κάνει κριτή και του Τελώνη τον οποίο μοιάζει να συνδικάζει μαζί με τον Θεό: Ο νομικισμός και οι διατάξεις του είναι το κριτήριό του, το νόημα της ζωής του έχει ταυτιστεί με την αναγνωρισιμότητα του. Ότι έχει χτίσει, εκπίπτει σε αλαζονεία, σε ικανοποίηση της ματαιοδοξίας ώστε να γίνονται και άλλοι ακόλουθοί του, όπως εκείνος ακολουθεί πίσω από τη φήμη του.Απορροφημένος στο το να ενσαρκώνει το ρόλο του «καλού», ένα ρόλο που όταν ιδωθεί έξω από τη σχέση με το Θεό, εγκλωβίζεται και εγκλωβίζει.
Ο τελώνης τηρεί τα όρια, τις ευλογημένες αποστάσεις «μακρόθεν εστώς», ταπεινούμενος και ταπεινόφρων. Η άβυσσος της ψυχής του ξέρει να επικαλείται την Άβυσσο του ελέους. Μέσα από την ταπείνωση ως δύναμη να ξαναβρίσκει τη θέση του, η οσία μετάνοιά του στρέφεται προς την Ταπείνωση του Μόνου Φιλάνθρωπου. Στην αφάνεια που δημιουργεί η γνώση της ανθρώπινης ατέλειας, αναδύεται η απλότητα που εμπιστεύεται τον Θεό. Η οδός της αυτογνωσίας γίνεταισοφία της ζωής και η συναίσθηση των ορίων του επιτρέπει να αφεθεί στο Θεὸ που ήδη ἐργάζεται μυστικά αλλά πάντα μαζί με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Δεν κρύβει την αμαρτία του και όταν κλίνει υϊκά τον αυχένα η οδύνη του μεταμορφώνεται σε αναμονή του Θεού στον Οποίο τολμά να φανερώνει τα τραύματά του. Ο ταπεινός τελώνης διαφυλάσσεται από την απελπισία και η απόγνωση δεν του στερεί την σχέση με τον Θεό καθώς δεν ακινητοποιείται από τα λάθη του. Του αρκεί ο όντως Ων και όχι μια παροχή Του, ο οποίος του αποκαλύπτεται και έχει τον έσχατο λόγο. Τα λίγα λόγια που του έχουν απομείνει προσδοκούν την Θεία επίσκεψη και τρυφερότητα και η σιωπή του εισακούεται καθώς αφήνεται να ηττηθεί από την εμπιστοσύνη του σε Εκείνον που διαβάζει μέσα του την ταπείνωση : «Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Πίσω από τον διάφανο Τελώνη βλέπουμε την πατρική στοργή που περιθάλπει με αδιάπτωτη αγάπη τα “απολωλότα” παιδιά του.
Ο πρώην «άδικος» τελώνης εξοδεύει από το Ναό με τη χαρά της όντως δικαίωσης και της μέλλουσας σχέσης με τον Θεό, η δε στάση του Φαρισαίου κρύβει κάτι επικίνδυνο. Παραμορφώνει την ζωή της Εκκλησίας από Σύναξη όπου κοινωνείται η Ζωή στους μετανοούντες αμαρτωλούς, σε συναγωγή αυτοδικαιωμένων ατόμων οι οποίοι αρκούνται στο να τηρούν ένα ανυπόφορο νομικίστικο, αποπνικτικό και ηθικιστικό σύστημα διατάξεων και εντολών των οποίων η παράβαση απειλεί να επιφέρει τη θεία καταδίκη. Η ποινικοποίηση της πνευματικής ζωής ακολουθεί με ότι αρνητικό συνεπάγεται αυτό.
Δοξάζουμε τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, που μας χάρισε το πρότυπο του Τελώνη ως πρότυπο Αγίου και Αγίας, για τη ζωή της μετάνοιας που είναι επιστροφή στην σύναξη των ταπεινών, που προσπίπτει στο Θεό και στην οποία όλοι οι έσχατοι έχουμε μερίδιο ελεύθερης ανταπόκρισης και μετοχής. Η ορθόδοξη μετάνοια είναι πέρα από τη διαρκή δράση, τη συγκίνηση, την έξαρση την συναισθηματική που παραπέμπει σε ένα φαρισαϊσμό «έργοσωτηρίας» αλλά περισσότερο ορίζεται ως αδιάκοπη αλλαγή της καρδιάς προς την συναρπαγή από την «ελεοσωτηρία». Ατέλεστη εσωτερική εργασία όλων από όλο τον Θεό, από το «πίπτειν» στο «ανίστασθαι». Για να λάβουμε όπως ο τελώνης έλαβε από τον Κύριο τη συγχώρεση που τόσο πόθησε, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό.
Καλό και ευλογημένο Τριώδιο!