Μνήμη Μητροπολίτου Μεσσηνίας κυροῦ Χρυσοστόμου Θέμελη

 (Ὁμιλία κατὰ τὴν πολυαρχιερατικὴν Θ. Λειτουργίαν στὸν Μητροπολιτικὸ Ἱ. Ναὸ Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ Καλαμάτας τὴν Κυριακὴν 20 Φεβρουαρίου 2022)

Τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Εὐθυμίου Θεοδωροπούλου

«Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοί, τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν· τὸν γὰρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρὸς τὴν πατρικὴν ἑστίαν, ἀναδραμόντα Ἄσωτον Υἱὸν ὁ πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ἀσπάζεται», (Στιχηρὸν ἰδιόμελον ἑσπερινοῦ Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου).

Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοὶ πατέρες,  Χριστιανοὶ μου ἀγαπητοί.

Ὕμνον καὶ ἐγκώμιον εἰς τὴν ἀπερινόητον, αἰώνιον καὶ ἀτελεύτητον ἀγάπην καὶ φιλανθρωπίαν τοῦ Παναγάθου Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, ἀποτελεῖ ἡ διήγησις τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου εἰς τὴν σημερινὴν Κυριακήν. Καὶ ἡ διήγησις αὐτή, ἡ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ἀποτελεῖ τὴν βάσιν, τὸ κέντρον καὶ τὴν ἐσχατολογικὴν τελείωσιν τῆς διδασκαλὶας τοῦ Εὐαγγελίου.

Πάντοτε ὀφείλομεν νὰ διακηρύττωμεν τὴν ἀγάπην καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, διότι δι᾿ αὐτῆς «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», (Πράξ. 17, 28). Καὶ ἐναργέστατα ὁ ὑμνωδὸς (ὑμνογράφος συντάκτης) τῆς σημερινῆς ἀκολουθίας μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὸ μυστήριον αὐτῆς τῆς ἀγάπης καὶ νὰ ἀνακαλύψωμεν τὴν δύναμίν της. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν μεγάλην ὑπομονήν Του, τὴν ὁλόθυμον συγχωρητικότητά Του καὶ τὴν ἄμετρον χαράν Του «ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».

Ὁ σεβασμὸς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως τοῦ πλάσματός Του, ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσίαν τοῦ «εἶναι» τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Αὐτὲς οἱ ἰδιότητες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γίνονται μὲ ἁπλοῦν καὶ κατανοητὸν τρόπον γνωστὲς εἰς ὅλους μας, μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴν αὐτήν.

Ἀγάπη καὶ ἀτέρμονη χαρὰ εἰς τὸ οἰκογενειακὸν περιβάλλον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ εὐσπλάχνου Πατρὸς τῆς παραβολῆς, ἐλευθερία τῆς ἀποφάσεως ἀπομακρύνσεως τοῦ νεωτέρου υἱοῦ ἐκ τῆς πατρικῆς οἰκίας, προσμονὴ τοῦ πατρὸς γιὰ ἐπιστροφήν, συγχωρητικότης τοῦ Πατρὸς ἐπὶ τῇ ἐπιστροφῇ τοῦ ἐκουσίως ἀπομακρυνθέντος υἱοῦ  καὶ ἀποκατάστασις ὁλοκληρωτικὴ τοῦ υἱοῦ, εἰς τὴν προτέραν θέσιν καὶ κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο, ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιάν του καὶ τὴν ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴν τῆς αἰτήσεως ἐπιστροφῆς του.


Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ – Πατρὸς τῆς παραβολῆς καὶ ὁ σιωπηλὸς τρόπος ἀποδοχῆς τῆς ὅποιας ἀποφάσεως τοῦ παιδιοῦ Του, φανερώνει τὸ αἰώνιον μυστήριον τῆς παρουσίας Του, τῆς παρουσίας Του ὡς Ὑπάρχοντος μέσα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην Ἱστορίαν. Αὐτὴ ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν Ἅγιον Νικόλαον Καβάσιλαν, δηλώνει τὴν ἄμετρον ἀγάπην Του γιὰ τὸν ἄνθρωπον, τὸν μανικόν Του ἔρωτα, τὸν ἀκατανόητον σεβασμόν Του εἰς τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴν τὴν κενωτικὴν συμπεριφορὰν τοῦ Θεοῦ,  συνεχίζοντας ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, τὴν διατυπώνει μὲ θαυμάσιον τρόπον: «Ὁ Θεὸς παρουσιάζεται καὶ δηλώνει τὴν ἀγάπην Του… ἄν τὸν ἀποδιώξουν ἀναμένει εἰς τὴν θύραν… Γιὰ ὅλον τὸ καλὸν ποὺ μᾶς ἔκαμε, δὲν ζητᾶ παρὰ τὴν ἀγάπην μας, εἰς ἀντάλλαγμα μᾶς ἀπαλλάσει ἀπὸ κάθε ὀφειλήν».[1]

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πεῖ «ὄχι» εἰς αὐτὴν τὴν κενωτικὴν ἀγάπην, δίνει εἰς τὸ «ναὶ» του τεράστια βαρύτητα, τοποθετώντας το εἰς τὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸ «ναὶ» τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Θεὸς δέχεται νὰ Τὸν ἀρνηθοῦν, δέχεται νὰ παραγνωρισθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἀπὸ τὴν ἴδια Του τὴν δημιουργία, ἐπιβεβαιώνοντας ἀκριβῶς τὸ εἶναι Του, τὴν ἀκατανόητη ἀγάπην Του καὶ τὴν παντοειδῆ ἔκφρασιν τῆς ἐλευθερίας Του.[2] Αὐτὴ ἡ κένωσις καὶ συγχωρητικότης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄσωτον ἄνθρωπον εἶναι ἡ παντοδυναμία Του, ἡ ὁποία μεταλλάσει τὶς καρδιές, ἡ φαινομενικὴ ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δέχεται τὴν ἄρνησιν, εἶναι ἡ μεγαλύτερη νίκη Του εἰς τὴν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀποδοχὴν τῆς ἀδυναμίας του καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴν στροφὴν του ἀπὸ τὴν πλάνην εἰς τὴν ἀλήθειαν. Εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου, διαβάζομεν τὸ ἑξῆς θαυμαστὸν περιστατικόν:  «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος προσευχόταν γιὰ τὸν ὑποτακτικό του ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν Χριστόν. Ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε, «Παΐσιε δὲν τὸ ξέρεις ὅτι μὲ ἀρνήθηκε;». Ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν ἔπαυσε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ προσεύχεται ἀκόμα πιὸ ἔντονα γιὰ τὸν μαθητήν του, ὁπότε ὁ Κύριος τοῦ λέει, «Παΐσιε, μὲ τὴν ἀγάπη σου ταυτίσθηκες μαζί μου…».[3]

Τὰ μηνύματα τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, δικαίως ἐπιβεβαιώνουν αὐτὸ τὸ ὁποῖον πολλάκις ἔχει διατυπωθεῖ, ὅτι, συμπυκνώνει  ὅλον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τό γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος, κατὰ τὸ πρότυπον τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τῆς παραβολῆς, ξεύρει ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἀκόμα πιὸ ταλαιπωρημένος, ὁ Ὁποῖος ἐπεβεβεβαίωσε  τὴν ἀγάπην Του γιὰ τὸ πλάσμα Του μὲ την σταυρικήν Του θυσίαν. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν, ὁ Θεὸς ἐνάντια εἰς τὸ Θεόν, ἐτάχθη μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, «ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον». Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄσωτος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος σπαταλᾶ τὴν ἐλευθερίαν του παντοιοτρόπως, ξεύρει ὅτι ὑπάρχει κάποιος περισσότερον  ταλαιπωρημένος ἀπὸ  τὸν ἴδιον, αὐτὸς ὁ Ἐπαίτης  τῆς  ἀγάπης εἰς τὴν θύραν τῆς καρδιᾶς του, ὁ Ὁποῖος θὰ δράμῃ ἐνωρίτερα καὶ θὰ τοῦ προσφέρῃ τὴν ἀποδοχὴν τῆς ἀγκαλιᾶς Του, «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω, ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3, 20). Ἔτσι λοιπόν, κατὰ τὸν ὑμνωδόν: «καὶ πάλιν τῆς οἰκείας δόξης, χαρίζεται τὰ γνωρίσματα, καὶ μυστικὴν τοῖς ἄνω, ἐπιτελεῖ εὐφροσύνην, θύων τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ἵνα ἡμεῖς ἀξίως πολιτευσώμεθα, τῷ τε θύσαντι φιλανθρώπῳ Πατρί, καὶ τῷ ἐνδόξῳ θύματι, τῷ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν. (Στιχηρὸν ἰδιόμελον ἑσπερινοῦ Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου).

Ἔκφρασις αὐτῆς τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α’ Κορ. 13, 5), εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖον μᾶς συνεκάλεσεν ὅλους ἡμᾶς σήμερον ἐδῶ, εἰς αὐτὸν τὸν περικαλλῆ καὶ σεβάσμιον Ναόν, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Κυρίας μας Θεοτόκου τῆς «Ὑπαπαντῆς», ἐπινεύσει καὶ προσκλήσει ἱερᾷ καὶ τιμητικῇ, τοῦ πατρὸς  καὶ Ποιμενάρχου μας, Μητροπολίτου Κυρίου Χρυσοστόμου τοῦ Γ’, προκειμένου νὰ τιμηθῇ ἀναμνηστικῶς καὶ προσευχητικῶς, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ἀμέσου προκατόχου του Μητροπολίτου Κυροῦ Χρυσοστόμου τοῦ Β’, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει δεκαπέντε ἐτῶν ἀπὸ τῆς Κοιμήσεως αὐτοῦ.

Προσευχητικῶς καὶ λειτουργικῶς, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, τιμᾶται ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Χρυσόστομος Θέμελης σήμερον, καὶ κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον: «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.   Ὅρα αὐτὸν οὐκ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν διδάσκοντα πολλοὺς καὶ κατη-χοῦντα».[4]

Τὸ ἐκκλησιαστικόν του ἀποτύπωμα, κυρίως εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Μεσσηνίας, ἀλλὰ καὶ γενικῶς εἰς τὸν καθ᾿ ὅλου ἑλλαδικόν ἐκκλησιαστικὸν  χῶρον, παραμένει ἀνεξίτηλον καὶ οἱ μνῆμες ὅλων μας ἐναργέστατες. Ἐπὶ τεσσαράκοντα δύο ἔτη ἐποίμανε τὴν κατὰ Μεσσηνίαν Ἐκκλησίαν «μετ᾿ ἐπιστήμης, ἐπισκοπῶν μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλ᾿ ἐκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλά προθύμως, μηδ᾿ ὡς κατακυριεύων τῶν κλήρων, ἀλλά τύπος γενόμενος τοῦ ποιμνίου» (Α’ Πέτρου, ε’ 2-3).

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἱερατική του παρουσία καλύπτει χρονικὸν διάστημα πλέον τοῦ ἡμίσεως τοῦ 20οῦ αἰῶνος καὶ ἀποτελεῖ σημαντικὸν σταθμὸν γιὰ τὴν νεώτερη ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων αὐτῆς. Τὸ δὲ ἔργον του, ποιμαντικὸν, διοικητικὸν καὶ ἐπιστημονικὸν – συγγραφικόν, ἀξιομνημόνευτον καὶ λαμπρόν. Ἐξέχουσα καὶ πολυτάλαντος προσωπικότης, ἐργατικὸς καὶ ἀσκητικὸς εἰς τὴν βιοτήν του, ἰδιαιτέρα ἐκκλησιασιαστικὴ παρουσία καὶ αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν ἰδεωδῶν καὶ τῶν κανόνων  οἱ ὁποῖοι διέπουν τὴν συμπεριφορὰν τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν Του, τὰ ἑλληνικὰ καὶ ἐθνικὰ ἰδεώδη, συνθέτουν τὴν ἐν γένει εἰκόνα του. Ἐραστὴς τῆς τελειότητος καὶ τῆς τάξεως εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ἀλλά καὶ εἰς τὴν προσωπικήν του ζωὴν καὶ καθημερινότητα, συχνὰ ἀνέφερε καὶ εἶχεν ὡς κανόνα τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου:   «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α’ Κορ. 14, 40).

Πλήρη ἐφαρμογὴν διὰ τὴν ἱερὰν παρουσίαν του εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ Ἀγίου Γρηγορίου Νύσσης: «…τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος μεριζόμενος, κηρύσσων, συνεξετάζων, νουθετῶν,  διδάσκων, ἰώμενος. Τούτῳ γὰρ δὴ  μάλιστα  προσήγετο  τοὺς πολλοὺς  τῷ  κηρύγματι, ὅτι συνέβαινεν ἡ ὄψις τῇ ἀκοῇ,  καὶ  δι᾿  

ἀμφοτέρων  τῆς θείας δυνάμεως ἐπέλαμπεν αὐτῷ  τὰ γνωρίσματα».[5]

Εἴθε, Κύριος ὁ Θεός, νὰ ἀναπαύῃ τὸν ἄξιον δοῦλον Του, τὸν  πνευματικὸν πατέρα ἡμῶν καὶ καθοδηγητὴν εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν διακονίαν καὶ ἐν Χριστῷ ζωήν, εἰς τὰ ουρανίους μονάς Του. Ἀμήν.


[1] Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, μετ. S. Broussaleux, Chevetogne 19602 , 80.

[2] Παῦλος Εὐδοκίμωφ, Ἡ τρελλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία 2003, σ. 28.

[3] Παῦλος Εὐδοκίμωφ, Ἡ τρελλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία 2003, σσ. 33-34.

[4] Ἱερὸς Χρυσόστομος, Εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 55, 296.

[5] Γρηγ. Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, PG 46, 924

Διαβάστε ακόμα