Φαναρίου Αγαθάγγελος: “Τα ίχνη του αποστολικού ανθρώπου”

Ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Φαναρίου κ. Αγαθαγγέλου κατά τον Πολυαρχιερατικό Εσπερινό του Αποστόλου Παύλου στο “Βήμα του Γαλλίωνος” στην Αρχαία Κόρινθο (29/6/2022)

«Τὰ κατὰ πόλιν δεσμὰ καὶ τὰς θλίψεις σου, τὶς διηγήσεται; ἢ τὶς παραστήσει τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς κόπους σου, τὰς ἐν λιμῷ καὶ δίψει κακοπαθείας, τὰς ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι, οὓς ἐκοπίασας ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πάντας κερδήσῃς, καὶ Χριστῷ προσα-γάγῃς τὴν Ἐκκλησίαν;».

Εἶναι ἀδύναμος ὁ λόγος γιά νά δοξάσει τό παράξενο ἀποστολικό θάμβος. Εἶναι πολύ φτωχός ὁ λόγος γιά νά ὑμνήσει τήν ἀποστολική δόξα. Πῶς νά αἰνέσεις τό ἀποστολικό ἀξίωμα; Πῶς νά ὑμνήσεις τήν μεγάλη φωνή τῆς ἀλήθειας πού ἑορτάζεται σήμερα;

Ὁ λόγος γιά τόν βροντόφωνο κήρυκα τῆς χάριτος, γιά τόν ἄριστο νυμφαγωγό και συνήγορο τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ρόδο τῆς πνευματικῆς εὐωδίας, τόν ἀσίγητο μάρτυρα τῆς ἀληθείας, τήν μεγαλόφωνο σάλπιγγα τοῦ Εὐαγγελίου, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τόν νεώτερο στήν χάρη, ἀλλά πρῶτο Μαθητή, τόν Ἀπόστολο Παῦλο.

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦλος, ἡ ἡρω­ϊ­κό­τε­ρη ἀ­πο­στο­λι­κή μορ­φή τῆς πρώ­της χρι­στι­α­νι­κῆς πε­ρι­ό­δου, ὑ­πῆρ­ξε ὁ κα­τ’ ἐ­ξο­χήν Ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν, ὁ μο­να­δι­κός δι­δά­σκα­λος καί ὁ σπου­δαι­ό­τε­ρος παι­δα­γω­γός τῆς οἰκου­μέ­νης, ὁ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἀ­γω­νι­στής καί φυ­τουρ­γός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκφρά­ζο­νται μέ τό με­γα­λύ­τε­ρο θαυ­μα­σμό καί ἐ­ξυ­μνοῦν μέ τά κα­λύ­τε­ρα λό­γι­α τήν προ­σω­πι­κό­τη­τά του, τό κα­τα­πλη­κτι­κό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο του καί τήν μο­να­δι­κή δι­δα­σκα­λί­α του. Μά­λι­στα ὁ κυ­ρι­ό­τε­ρος ἑρμη­νευ­τής του, ὁ Ἅγιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος εὔ­στοχα τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς «τόν πρῶ­τον με­τά τόν Ἕ­να» καί συ­νι­στᾶ «μή θαυ­μά­ζειν μό­νον ἀλ­λά καί μι­μεῖ­σθαι τό ἀρ­χέ­τυ­πον τοῦ­το τῆς ἀ­ρε­τῆς».

Ὁ πρώην ἰσχυρός ἐχθρός Σαούλ μεταβάλλεται, μετά τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, μέ τήν χάρη τοῦ Πνεύματος, φίλος γενναῖος. Δέν ἔλαβε ἁπλῶς τήν χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀλλ’ ἐπλήσθη τῆς χάριτος[1]. Τό Ἅγιο Πνεῦμα παρέμεινε μέσα του μόνιμα καί σταθερά[2]. Ἔτσι «Χάριν ἔλαβε καί τῆς ἄνωθεν δωρεᾶς τό κατόρθωμα γέγονεν». «Ὁ πρό ὀλίγου ὄνειδος, νῦν γέγονε καύχημα. Καί τό ἐξουθενούμενον, ὡς δόξα σήμερον μνημονεύεται».

Καί ἡ ἱερά ἱστορία καταγράφεται. Ἡ ἱερά πορεία ἀρχίζει. Ὁ προστάτης τοῦ νόμου, ὁ ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ, ὁ πολέμιος τοῦ Εὐαγγελίου γράφει στίς Ἐπιστολές του: «Παῦλος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ποίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος. Αὐτόν τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό καί Ἀναστάντα Κύριο, ὡς μωρία καί σκάνδαλο γιά τόν κόσμο, κηρύσσει μέχρι τό τέλος, διότι γνωρίζει καλά αὐτό πού ἔμαθε κατά τό ὅραμα καί τήν τύφλωσή του στήν Δαμασκό: ὅτι μόνο μέσα στήν ζωή τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι μέσα σέ ἰδεολογήματα καί θεωρίες, πού διαρκῶς καταργοῦν τήν ἐλευθερία καί τήν προσωπικότητα, δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει ὡς ἄνθρωπος καί νά ἀνταποκριθεῖ στήν θεϊκή του κλήση, δηλαδή νά ὑπάρξει οὐσιαστικά καί νά εἶναι πρόσωπο.

Κατελθών ὁ Παῦλος ἐξ Ἀθηνῶν στήν Μητρόπολη τῆς Ἀχαῒας Κό-ρινθο, ἐδῶ σέ αὐτό τόν εὐλογημένο τόπο, διακηρύσσει τήν σωτήρια ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση, οὔτε ἕνας χῶρος ὅπου ἱκανοποιοῦνται οἱ ψυχολογικές καί συναισθηματικές μας ἀνάγκες, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό πεπληρωμένο ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ὁ  Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀπαρχή καί τό πλήρωμα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἀποχωρισθοῦμε ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, τότε ἡ Ἐκκλησία καθίσταται ἕνας «τύπος» περί τοῦ ὁποίου δέν δύναται οὐσιωδῶς νά λεχθεῖ τίποτε.

Πολλές φορές ἡ ἀλήθεια αὐτή, ἐξ αἰτίας τῆς ἐσπιλωμένης ἀνθρωπίνης προαιρέσεως καί τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, φαίνεται ἀδύναμη καί κενωμένη. Καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά πιστεύουμε ὅτι τά λάθη καί οἱ ἀστοχίες τῶν ἀνθρώπων εἶναι λάθη καί ἀστοχίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἀποδεχθοῦμε κάτι τέτοιο θά ἀλλοτριώσουμε τελικά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο κάνοντάς τον νά λησμονήσει τήν θεία του κατάβολή καί τόν προορισμό του, τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, αὐτοπαραδόθηκε, «ἵνα οἱ ἄνθρωποι ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὡς μέτοχος τῆς ἐπουρανίου κλήσεως καί υἱός ἐκλογῆς, γνωρίζει  ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρόσωπο δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατά τήν θεϊκή ὡραιότητα, καί γιά τόν λόγο αὐτό δύναται νά μετατρέψει τόν κόσμο. Ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μαρ-τυρία της ἐλευθερώνουν τόν κόσμο ἀπό τήν μοῖρα, γιά νά τοῦ δώσουν διέξοδο πρός τίς δυνάμεις καί τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος.

Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μήνυμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν ὁποῖο «δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίδα του, πού δέν παρασάλευσαν οὔτε οἱ κίνδυνοι, οὔτε οἱ θάνατοι. Αὐτή εἶναι ἡ βεβαιότητά του, τήν ὁποία σφραγίζει καί κατακλείει μέ τό μαρτύριό του: «ἄν πρέπει νά σωθεῖ κάτι μέσα στόν κόσμο, δέν εἶναι προπαντός ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διότι Ἐκεῖνος μᾶς ἀγάπησε Πρῶτος καί ἡ δύναμή Του κρατεῖ καί στηρίζει τόν ἄνθρωπο».

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, Οἰκεῖε Πάτερ καί Δέσποτα,

τό φιλευσεβές, τό φιλάγιον, τό ἀγαπητικόν καί τό εὐγενές τῆς ἱεροπρεποῦς ἀρχιερατικῆς σας καρδίας, μᾶς προσεκάλεσε νά ἑορτάσουμε μαζί μέ σᾶς καί τό θεόλεκτο ποίμνιό σας, σέ αὐτό τόν εὐλογημένο τόπο, τήν μεγάλη ἀποστολική μορφή τοῦ θεσπέσιου καί κυρωτοῦ τοῦ Πνεύματος Παύλου. Πολύτιμος ἡ δωρεά τῆς χάριτος που μᾶς ἐχαρίσατε. Διά τοῦτο ἡ εὐχαριστία  πρός τό σεπτό πρόσωπό σας ἐκ προσώπου ὅλων τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν εἶναι καρδιακή καί αὐθεντική.

Αὐτό τό δειλινό, τό βῆμα τοῦ Γαλλίωνος «ἐξανατέλλει ὡς ἀλήθεια τήν μορφή τοῦ Παύλου καί ὁ κορινθιακός οὐρανός ἐκφαίνει τόν κήρυκα τῆς δικαιοσύνης (Νικήτας Παφλαγῶνος). Αὐτή ἡ λειτουργική σύναξη καλλιγραφεῖ μυστικῶς στήν καρδιά μας τό Πνεῦμα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Μᾶς δίδει τό κουράγιο να καλλιεργοῦμε μιά αὐθεντική αὐτοσυνειδησία. Νά ξαναζοῦμε ἀποστολικά τό γεγονός ὅτι «Χριστός ἀνέστη καί ζωή πολιτεύεται». Νά ἀνακαλύπτουμε καί νά ψηλαφοῦμε τόν Χριστό τῶν Εὐαγγελίων. Νά ἀντέχουμε σέ μιά ἐπο-χή οἰκειώσεως τοῦ κακοῦ. Νά ἀντικρύζουμε τόν κόσμο ἀντλώντας δύναμη ἀπό τίς ρίζες καί τήν παράδοσή μας.

Σήμερα, τόσα χρόνια μετά τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σέ αὐτό τό βῆμα, σ’ αὐτή τήν Πατρίδα, σ’ αὐτή τήν ἤπειρο, τήν Εὐρώ-πη, κυριαρχοῦν ἄλλες συνθῆκες: ὁ Χριστιανισμός φαίνεται νά ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ὁριστικά ἀπό τήν δημόσια ζωή, ἀπό τίς θεσμικές διακηρύξεις τῶν κρατῶν, ἀπό τόν ἀξιακό πυρήνα τῶν κοινωνιῶν. Δυστυχῶς τήν εὐτυχία τῶν λαῶν τήν ἀποτελοῦν ἤ τήν ἀπειλοῦν οἱ σκέτες ποσότητες πού μπορεῖ νά ὑπερτεροῦν στήν ἑκάστοτε παρούσα στιγμή στό πεδίο τῆς ἰσχύος. Γι’ αὐτό οἱ θάλασσες καί ἡ γῆ γίνονται νεκροταφεῖα ἐλπίδων. Ὁ εὐρωπαϊκός κόσμος ζεῖ σήμερα μιά κακατάσταση χωρισμοῦ ἀπό τήν θεανθρωπότητα, μορφοποιεῖ μια ἀνθρωπότητα χωρίς Θεό. Ἡ πίστη δεν εἶναι πιά ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ἔγινε ἀπό δωρεά ἀναγκαστική θρησκεία. Ἔγινε μιά προσθήκη πού προστίθεται στίς δομές τοῦ κόσμου στίς ὁποῖες οἱ πιστοί εἶναι ἐνταγμένοι. Αὐτό πού ἔχασε ὁ ἱστορικός Χριστιανισμός εἶναι ἡ αἰσιοδοξία τῆς εὐλάβειας, ἡ ὁποία εἶναι ἄδεια ἀπό τήν τραγικότητα. Μιά τραγικότητα, γιά νά χρησιμοποιήσω ἕνα ἐπίκαιρο παράδειγμα, πού στερεῖ τόν δυτικό πολιτισμένο κόσμο ἀπό τήν δυνατότητα νά διαφυλάξει τήν ζωή καί τό δικαίωμα στήν ζωή τοῦ ἀγέννητου παιδιοῦ.

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Καλούμεθα, ὡς ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή προσώπων καί πίστεως, νά ξανακηρύξουμε στόν κόσμο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Νά καλλιεργήσουμε τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκία στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ κόσμος σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, χρειάζεται τήν Ὀρθοδοξία ὡς θύρα πίστεως. Χρειάζεται αὐτή τήν Πατρίδα ὡς κληρονόμο μιᾶς ἄλλης προτάσεως ζωῆς. Τά στόματα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού εἶναι «ταμεῖα βασιλικά… θησαυρόν ἰαμάτων ἔχοντα ἀποκείμενον», μᾶς προτρέπουν καί μᾶς παρακαλοῦν νά γίνουμε μιμητές τους, ἀποστολικοί ἄνθρωποι, καθώς καί ἐκεῖνοι Χριστοῦ[3].

Να εὔχεσθε, λοιπόν,  σᾶς παρακαλῶ, καί νά προσεύχεσθε, τά ἀποστολικά ρήματα, οἱ ἀποστολικοί νόμοι, τά ἀποστολικά παραγγέλματα, ὁ ἀποστολικός χαρακτήρας, τό ἀποστολικό φρόνημα, τά ἀποστολικά κατορθώματα, νά ἀποτελοῦν τά κριτήρια τοῦ ἀγῶνος ὅλων μας καί τό Πανάγιο Πνεῦμα[4] νά μᾶς χαρίζει τήν δύναμη, τόν φωτισμό, τήν χάρη, τό χάρισμα, τήν πνευματική ἀνδρεία, τήν πίστη, τόν ἐνθουσιασμό.


[1] Πράξ. 2, 4.

[2] Εἰς Πράξεις, 4, l· P.G. 60, 43: «Καί έκάθισεν ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν τουτέ-στιν παρέμεινεν, ἀνεπαύσατο τό γάρ καθίσαι τοῦ ἑδραίου ἐστί σημαντικόν καί τοῦ μεῖναι». Ἐπίσης, Εἰς Ἰωάννην, 75,l· P.G. 59, 404· «Μεθ’ ὑμῶν μένει (Ίω. 14, 1,7). Τοῦτο δηλοῖ ὅτι οὐδέ μετά τήν τελευτήν ἀφίσταται». Πρβλ. V. C. Plitzner, «Pneymatic’ apostleship: Apostle and Spirit in the Acts of the Apostles», Wort in der Zeit, σελ. 210-235.

[3] Α΄Κορ. 11, 1.

[4] «Δι’ οὖ ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν», Ρωμ. 1, 5. «Χάριν ἐλάβομεν καί τῆς ἄνωθεν δωρεᾶς τό κατόρθωμα γέγονεν», Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμαίους, 1, 2, P.G. 60, 390.

Διαβάστε ακόμα