Εόρτιος Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου

Του Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου – Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Ὅσιος Παῒσιος γεννήθηκε στίς 25 Ἰουλίου 1924 στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας καί ἦταν υἱός τοῦ Προδρόμου καί τῆς Εὐλαμπίας ἐζνεπίδη. Εἶχε ἄλλα ὀκτώ ἀδέλφια, ἐνῶ ὁ πατέρας του ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ. Στίς 7 Αὐγούστου 1924, μιά ἑβδομάδα πρίν οἱ Φαρασιῶτες φύγουν γιά τήν Ἑλλάδα, βαπτίσθηκε ἀπό τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας Ἅγιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τό δικό του ὄνομα «γιά νά ἀφήσει καλόγερο στό πόδι του», ὅπως χαρακτηριστικά εἶχε πεῖ.

Πέντε ἑβδομάδες μετά τήν βάπτιση τοῦ μικροῦ τότε Ἀρσενίου, στίς 14 Σεπτεμβρίου 1924, ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, λόγῳ τῆς ἀνταλλαγῆς πληθυσμῶν, μαζί μέ τά καραβάνια τῶν προσφύγων, ἔφθασε στόν Ἅγιο Γεώργιο στόν Πειραιᾶ. Στήν συνέχεια μετέβη στήν Κέρκυρα, ὅπου καί τακτοποιήθηκε προσωρινά στό Κάστρο, γιά ἑνάμισυ χρόνο. Στήν συνέχεια μεταφέρθηκε στήν Ἡγουμενίτσα καί κατέληξε στήν Κόνιτσα, ὅπου ὁλοκλήρωσε τό δημοτικό σχολεῖο καί πῆρε τό ἀπολυτήριο του μέ βαθμό ὀκτώ καί διαγωγή ἐξαίρετη. Ἀπό μικρός συνεχῶς εἶχε μαζί του ἕνα χαρτί, στό ὁποῖο σημείωνε τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἔδειχνε ἰδιαίτερη κλίση πρός τόν μοναχισμό καί διακαῶς ἐπιθυμοῦσε νά μονάσει. Οἱ γονεῖς του χαριτολογώντας τοῦ ἔλεγαν «βγάλε πρῶτα γένια καί μετά θά σέ ἀφήσουμε».

Στό διάστημα πού μεσολάβησε μέχρι νά ὑπηρετήσει στόν στρατό ὁ Ἀρσένιος δούλεψε σάν ξυλουργός. Ὅταν τοῦ παραγγελ-λόταν νά κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ὁ ἴδιος, συμμεριζόμενος τήν θλίψη τῆς οἰκογένειας, ἀλλά καί τήν φτώχεια τῆς ἐποχῆς, δέν ζητοῦσε χρήματα.

Τό 1945, ὁ Ἀρσένιος κατατάχθηκε στόν στρατό καί ὑπηρέτησε σάν ἀσυρματιστής κατά τόν ἑλληνικό ἐμφύλιο. Ὅσο καιρό δέν ἦταν ἀσυρματιστής, ζητοῦσε νά πολεμᾶ στήν πρώτη γραμμή προκειμένου κάποιοι οἰκογενειάρχες νά μήν βλαφθοῦν. Τό μεγαλύτερο ὅμως διάστημα τῆς θητείας του τό ὑπηρέτησε μέ τήν εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστῆ. Γι’ αὐτό καί πολλές ἐκδόσεις ἀφιερωμένες στήν ζωή τοῦ Γέροντος τόν ἀναφέρουν ὡς «ἀσυρματιστή τοῦ Θεοῦ». Μάλιστα, ὁ Ὅσιος, φέροντας ὡς παράδειγμα τήν κατά τήν στρατιωτική του θητεία ἰδιότητα αὐτή, ἀπάντησε σέ κάποιον πού ἀμφι-σβητοῦσε τήν χρησιμότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι «ἀσυρματιστές τοῦ Θεοῦ», ἐννοώντας τήν θερμή τους προσευχή καί τήν ἀγάπη τους γιά τήν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἀπολύθηκε ἀπό τόν στρατό τό ἔτος 1949.

Ὁ Ἀρσένιος εἰσῆλθε πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μο-νάσει, τό 1949, ἀμέσως μετά τήν ἀπόλυσή του ἀπό τόν στρατό. Ὅμως, ἐπέστρεψε στά κοσμικά γιά ἕναν χρόνο ἀκόμα, προκειμένου νἀ ἀποκαταστήσει τίς ἀδελφές του. Ἀρχικά κατέλυσε στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, στό κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ γνώρισε τόν πατέρα Κύριλλο, πού ἦταν καθηγούμενος στήν μονή, καί τόν ἀκολούθησε πιστά. Λίγο ἀργότερα ἀποχώρησε ἀπό τήν μονή καί κατευθύνθηκε στήν μονή Ἐσφιγμένου. Ἐκεῖ τελέσθηκε ἡ τελετή τῆς ρασοευχῆς καί πῆρε τό πρῶτο ὄνομά του πού ἦταν Ἀβέρκιος. Καί ἐκεῖ ἀμέσως ξεχώρισε γιά τήν ἐργατικότητά του, τήν μεγάλη ἀγάπη καί κατανόηση πού ἔδειχνε γιά τούς ἀδελφούς του, τήν πιστή ὑπακοή στόν γέροντά του, τήν ταπεινοφροσύνη του, ἀφοῦ θεωροῦσε ἑαυτόν κατώτερο ὅλων τῶν μοναχῶν στήν πράξη. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Ἀνάμεσα στά ἀγαπημένα του ἀναγνώσματα ἦταν οἱ ρήσεις τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.

Τό 1954, ἔφυγε ἀπό τήν μονή Ἐσφιγμένου καί κατευθύνθηκε πρός τήν μονή Φιλοθέου, πού ἦταν ἰδιόρυθμο μοναστήρι, ὅπου μό-ναζε καί ἕνας θεῖος του. Ἡ συνάντησή του ὅμως μέ τόν γέροντα Συμεών ἦταν καταλυτική γιά τήν πορεία καί διαμόρφωση τοῦ μο-ναχικοῦ ἤθους τοῦ Ὁσἰου. Μετά ἀπό δύο χρόνια, τό 1956, ἔλαβε τό Μικρό Σχῆμα. Τότε ἦταν τελικά πού ὀνομάσθηκε Παΐσιος, πρός τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Καισαρείας Παϊσίου Β΄, ὁ ὁποῖος ἦταν καί συμπατριώτης του ἀπό τήν Καππαδοκία.
Τό 1958, ὕστερα ἀπό ἐσωτερική πληροφόρηση, πῆγε στό Στόμιο Κονίτσης. Ἐπί τέσσερα ἔτη ἔμεινε στήν μονή Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τόν λαό τῆς περιοχῆς γιά τήν προσφορά καί τόν χαρακτήρα του. Tό 1962, πῆγε στό Ὄρος Σινᾶ, ὅπου παρέμεινε γιά δύο χρόνια στό κελλί τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήμης. Ἔγινε ἰδιαίτερα ἀγαπητός στούς Βεδουῒνους, δίνο-ντάς τους τρόφιμα μέ χρήματα ἀπό τήν πώληση στούς προσκυνητές ξύλινων σταυρῶν πού ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος. Τό 1964, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔμεινε στήν Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἰβήρων. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Ρώσσου μοναχοῦ Τύχωνος, πού ἀσκήτευε στό Σταυρονικητιανό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ὅσι-ος Παΐσιος εὐλαβεῖτο πολύ τόν γέροντά του, Τύχωνα, καί πάντα ὁμιλοῦσε μέ συγκίνηση γι’ αὐτόν.

Tό 1966, ἀσθένησε σοβαρά καί εἰσήχθη σέ νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης. Ὑποβλήθηκε σέ ἐγχείρηση, μέ αποτέλεσμα μερική ἀφαίρεση τῶν πνευμόνων. Στό διάστημα μέχρι νά ἀναρρώσει καί νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος φιλοξενήθηκε στό Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στήν Σουρωτή. Ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος μετά τήν ἀνάρρωσή του καί τό 1967 μετακινήθηκε στά Κατουνάκια, καί συγκεκριμένα στό Λαυρεώτικο κελλί τοῦ Ὑπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στήν μονή Σταυρονικήτα, ὅπου βοήθησε σημαντικά σέ χειρωνακτικές ἐργασίες, συνεισφέροντας στήν ἀνακαινιση τοῦ μοναστηριοῦ.
Τό 1979, ἀποχώρησε ἀπό τήν Σκήτη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί κατευθύνθηκε πρός τήν μονή Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ἐντάχθηκε στήν μοναχική ἀδελφότητα ὡς ἐξαρτηματικός μοναχός. Ἡ Παναγούδα ἦταν ἕνα κελλί ἐγκαταλελειμμένο καί ὁ Ὅσιος ἐργάσθηκε σκληρά, γιά νά δημιουργήσει ἕνα κελλί, ὅπου καί ἔμεινε μέχρι καί τό τέλος τῆς ζωῆς του.

Ἀπό τήν ἐποχή πού ἐγκαταστάθηκε στήν Παναγούδα πλῆθος προσκυνητῶν τόν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν μάλιστα τόσο πολλές οἱ ἐπισκέψεις, ὥστε νά ὑπάρχουν καί εἰδικές σημάνσεις πού ἐπεσήμα-ναν τόν δρόμο πρός τό κελλί του, γιά νά μήν ενοχλοῦν οἱ ἐπισκέ-πτες τούς μοναχούς πού διαβίωναν γύρω.
Κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐργαζόταν στήν πρέσα πού εἶχε στό κελλί του, ἔπαθε βουβωνοκήλη. Ἀρνήθηκε νά νοσηλευθεῖ καί ὑπέμεινε καρτερικά τήν ἀσθένεια, ἡ ὁποία τοῦ προκαλοῦσε φοβερούς πόνους γιά τέσσερα ἤ πέντε χρόνια. Μετά τό 1993, εἶχε αἱμορραγίες γιά τίς ὁποῖες ἀρνιόταν νά νοσηλευθεῖ λέγοντας ὅτι «ὅλα θά βολευτοῦν μέ τό χῶμα». Τόν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους βγῆκε γιά τελευταία φορά ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί πῆγε στήν Σουρωτή, στό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου γιά την ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἐκεῖ ἔμεινε γιά λίγες ἡμέρες καί ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά φύγει ἀσθένησε καί μεταφέρθηκε στό Θεαγένειο νοσοκομεῖο, ὅπου ἔγινε διάγνωση γιά ὄγκο στό παχύ ἔντερο. Θεώρησε τήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου ὡς ἐκπλήρωση αἰτήματός του πρός τόν Θεό καί ὠφέλιμο γιά τήν πνευματική του ὑγεία. Παρ’ ὅτι ἡ ἀσθένεια δέν ἔπαυσε, ἀλλά παρουσίασε μεταστάσεις στούς πνεύμονες καί στό ἧπαρ, ὁ Ὅσιος ἀνακοίνωσε τήν ἐπιθυμία του νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ὑψηλός πυρετός ὅμως και ἡ δύσπνοια τόν ἀνάγκασαν νά παραμείνει. Οἱ ἰατροί τοῦ ἀνακοίνωσαν ὅτι τά περιθώρια ζωῆς του ἦταν δύο μέ τρεῖς ἑβδομάδες τό πολύ. Τήν Δευτέρα 11 Ιουλίου, ἑορτή τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, κοινώνησε γιά τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στό κρεβάτι του. Τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἀποφάσισε νή μήν παίρνει φάρμακα ἤ παυσίπονα, παρά τούς φρικτούς πόνους τῆς ἀσθένειάς του. Τελικά παρέδωσε τό πνεῦμα του τήν Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 καί ἐνταφιάσθηκε στό ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Διαβάστε ακόμα