Η «αυθεντία» των πλανώντων και η αυθεντικότητα της Εκκλησίας

Υπό Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου Εφημερίου Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου – Καλλιθέας

Στον αφρό της επικαιρότητας τα «σταυρώματα» τα οποία πρέπει να αναρωτηθούμε αν έχουν σχέση με το Σταυρικό και Αναστάσιμο πολίτευμα της Εκκλησίας, ή με τη θρησκευτικότητα της αντιπαροχής που γοητεύει ανώριμους ανθρώπους και διασαλεύει το κύρος της. Καθημερινά δελτία «θαύματων», που αν δεν είναι προϊόντα της Αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου αλλά απομεινάρια περασμένων μεγαλοϊδεατισμών, στοχοποιούν την θεσμική Εκκλησία δίνοντας την εικόνα ενός τέλματος μέσα στο οποίο αναστέλλεται η λογική. Η μορφή «εξουσίας» πλανωμένων και λαοπλάνων κληρικών συνίσταται στην προσπάθειά τους να «εκπροσωπούν» με την αυθεντία τους τον «απουσιάζοντα» αυθεντικό Χριστό, χαρακτηριστική στις μέρες μας της «μαγικής» εκδοχής της πίστης, ενός κοινωνικού φαινομένου, ενώπιον του οποίου συχνά στρουθοκαμηλίζουμε σαν να μην μας αφορά. ως να έχουμε πάρει διαζύγιο με την πραγματική πραγματικότητα.

Στην μεταπανδημική περίοδο έχουμε ανάδυση της θρησκευτικής υστερίας, της γοητεία από το φαντασμαγορικό, εκεί προβάλλει η «δράση» “χαρισματούχων”, «τζιριτόκωστων» που φιλοδοξούν να εκμεταλλεύονται αγαθούς πιστούς.Μια πνευματική επιδημική ασθένεια επεκτείνεται, μέσα από τη χρήση προτεσταντικού τύπου τρυκ, δήθεν «θεραπειών» που θέλουν να αρρωστήσουν την εκκλησιαστική πραγματικότητα:Πρώην ανάπηροι που περπατούν και με χαμηλού επιπέδου τεχνάσματα – αφελείς πόθοι εξαλλάσσονται σε ευσεβείς ουτοπίες έτοιμες να ξεπουλήσουν την ανθρώπινη ελευθερία, σφετερίζονται το κύρος της Εκκλησίας στα πλαίσια μιας αυτοειδωλολατρείας. «Θαύματα» που ξεπερνούν και αυτά τα ίδια του Χριστού, σαν να ισχυρίζονται ότι δεν σώζει ο Χριστός στα θαυμάσιά Του, αλλά τα ψευτοθαύματά τους,σαν να επιτρέπουμε σε διδασκαλίες αλλότριες του εκκλησιαστικοῦ ήθους να σκιάζουν την ελευθερία Του και να κάνουν το«σημείο»από ευλογία και οδοδείκτη, πειστήριο και ζογκλερική επίδειξη παντοδυναμίας, δύναμη ενός ψεύτικου «θεού» που κάποτε είναι εκδικητικός και κάποτε εξευμενίζεται. Ποιο σημείο αντικαθιστά την διάκριση, την ανάπλαση της καρδιάς, την μεταμόρφωση της πραγματικής ζωής, παραμορφώνει την ταπεινή περιουσία της Εκκλησίας που κρίνεται από την Εκκλησία, σε ατομικό κατόρθωμα που κρίνει την Εκκλησία, θέτει διλλήματα και όρους. Ποιοι νεοφανείς «θαυματοποιοί» – όχι μόνο δεν συμβάλουν στο «άνοιγμα» της Εκκλησίας αλλά προκαλούν και τους «μακράν», τους ορθολογιστές και τους όχι άδικα προκατειλημμένους αδελφούς, λαϊκιστικά κραδαίνουν «πλήθη»ακόλουθων για να γεμίζουν αγορές και πλατείες σε καιρούς κρίσης, εμπαίζοντας Θεό και ανθρώπους,ώστε να υπάρχει η κατά παραγγελία αντίδραση προς υπεράσπισή τους;

Όλα θυσιάζονται στο βωμό της σκηνοθεσίας επιστρατεύονται για να χρίσουν ως πρωταγωνιστή το «θαύμα» και πάλι δεν καταφέρνουν για τους τους έχοντες σύνεση – να ντύσουν την παρακμή, ανίκανα να φανερώσουν το μέγιστο θαύμα, της ενανθρώπησής Του, καταλήγουν κίβδηλη πνευματικότητα που παραπέμπει σε αίρεση.Όσοι τηρούν το μέτρο αντιλαμβάνονται ότι αυτές οι σκηνές δεν παραπέμπουν στη σκηνή του Θεού και η κακή παράσταση δεν μπορεί να έχει καλό φινάλε.Όσοι πιστοί βιώνουν το σημείο ως έκφανση της αγάπης του Θεού που δεν εκβιάζει ούτε εκβιάζεται, του Θεού Πατέρα που αγαπά απόλυτα και σταθερά και είναι απόλυτα Ελεύθερος να ενεργεί όπως και όποτε κρίνει, το σημείο συλλειτουργεί μαζί με τα υπόλοιπα χαρίσματα – ανήκει στη σχέση της xάριτος με την ελευθερία, προέρχεται άνωθεν, από τη «λογική» του Θεού που παραπέμπει σε αφύπνιση και δεν έχει ομοιότητες με την σκηνοθεσία φτηνών μιντιακών «τρυκ», που κοιμίζουν, δεν υπόκεινται σε διαφημιστικούς όρους μάρκετινγκ, δεν στηρίζεται στην πειθώ της εικονοποίησης – σε παραμύθια ασύνειδων και ασυνείδητων κουβαλητών της Ιερωσύνης που παρέχουν όσοι ανερυθρίαστα αξιώνουν υποταγή, ρίχνουν βαριά τη σκιά της «αυθεντίας» τους στη σχέση με τον όντως Όντα.

Ότι κλήθηκε να ελευθερώνει δε μπορεί να παραμορφώνεται σε φυλακή: Το ζητούμενο της οικοδόμησης της ελευθερίας δεν γίνεται ποτέ πρόβλημα στην Εκκλησία: “Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε».

Η εμμονική έκκληση για θαυματουργία, το να γυρεύουμε (λάθος) «θαύματα» δεν μας προσεγγίζει στο Θεό αλλά μας δίνει χαρακτηριστικά εκείνου που ζήτησε από τον Χριστό να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά. Η εναγώνια έμφαση στα θαύματα είναι ένδειξη ότι κινδυνεύει το ουσιώδες, όσο συντηρείται ο θρησκευτικός πρωτογονισμός αναδύονται αλλότριες κατηγορίες που χαρακτηρίζουν ζηλόφθονους Επισκόπους και όσους φορείς έχουν το θράσος να μην το χειροκροτούν, όσους τολμούν και αμφισβητούν την αυθεντία του χαρακτηρίζονται φθονεροί, όσοι αρνούνται τη δικτατορία του στιγματίζονται ως επιτιθέμενοι άθεοι.

Δεν θυμάμαι πότε μας παρήγγειλε η Εκκλησία να απενεργοποιήσουμε τα πνευματικά κριτήρια, να ζητούμε ένα «θεό»στη θέση ενός γραφείου εξυπηρέτησης επιθυμιών που ενισχύει την ανθρώπινη φιλαυτία και απαξιώνει την ανθρώπινη αναζήτηση, να ανεχόμαστε να παραμορφώνεται το χριστιανικό βίωμα σε πρόληψη, να εμπιστευόμαστε την εκκλησιαστική ζωή σε σεκταριστικές αλλοιώσεις, σε έλκη της θρησκευτικής ιδεολογίας, διολισθαίνοντας σε ναρκισσισμούς με έλλειψη εκκλησιολογικής συνείδησης, με άγνοια της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Προσεύχομαι αλλά δεν λυπάμαι όσους άστεγους από την πίστη της Ενορίας, όσους γυμνούς από την μικρή μα εκρηκτική ελπίδα του Θεανθρώπινου εκκλησιαστικού λίθου που δεν καταισχύνει, όσους οικειοθελώς ορφανούς της πνευματικής εστίας του Ναού της Ενορίας όπου το γεγονός της σωτηρίας συγκεκριμενοποιείται και η σωτηρία παύει να είναι αόριστη ή ιερός ιδεαλισμός που δεν σώζει. Όσοι δεν έχουν τη διάκριση να ζουν στην πραγματική Εκκλησία και ονειρεύονται πνευματικές ντίσνεϋλαντ, ας φαντάζονται άσαρκες ρομαντικές ουτοπίες θρησκευτικών πάρκων που αδυνατούν να καθρεφτίσουν τη χριστιανική εμπειρία ως χαρά που έρχεται από το μέλλον που συκοφαντούν το πρόσωπο του Θεού και κομματιάζουν την Ενορία. Όσοι διαιρούν σε παρασυναγωγές, απαιτούν την απόδραση από τη δοκιμασία – έχοντας την ψευδαίσθηση ότι εκπληρώνουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, ας παιδαγωγούνται στη μοιρολατρική αναμονή για την επέμβαση ενός από μηχανής θεού. Ας θυμούνται ότι επικαλούνται την άκρα Ταπείνωση του Θεού που όταν κρεμόταν στο Σταυρό, εγκαταλελειμμένος από τούς πάντες καμία αυθεντία,ή πειθώ δεν θέλησε να “ἀποδείξει” ή να επιβάλλει χρησιμοποιώντας «θαύματα»; “καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμεν” (Μάρκ. 15,32), κατέβηκε νεκρός, Εκείνον που δεν συμμερίζεται ενθουσιασμούς μπροστά στο «θαύμα», που θεράπευε την αρρώστια της ψυχής («θάρσει τέκνον ἀφέωνταὶ σοι αἱ ἁμαρτίαι σου») και έπειτα του σώματος («ἐγερθείς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εὶς τὸν οἶκον σου», Αυτόν που τα θαύματα Του δεν έχουν σκοπό την παράταση (για κάποια χρόνια) της βιολογικής ζωής αλλά τη διάσωση της αλήθειας του ανθρωπίνου προσώπου. Αυτόν που έδιωξε από το Ναό όσους παραμορφώνουν τουςάνθρωπους σε «καταναλωτές» του θεού, τους παραμορφώνουν από φίλους Του, σε απελπισμένα εκζητούντες εντυπωσιακά ουρανοκατέβατα φαινόμενα μακρυά από το όντως θαύμα της ζωής.

Από το θαυμασμό που αξιώνουν, καταλήγουν στο αδιέξοδο και στον φαύλο κύκλο του ψευδομεσσιανισμού που δεν χωράει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσω τεχνασμάτων και υπερβολών που απευθύνονται στο θρησκευτικό θυμικό, έξω από την βεβαιωμένη εμπειρία της Ενορίας, ώστε να προκαλέσουν το θρησκευτικό συναίσθημα των «πιστών», διατηρούν αμείωτο τον ενθουσιασμό, διαστρεβλώνουν την ουσία της πίστης που γίνεται εκκοσμικευμένη επίδειξη ισχύος και το μυστήριο  αποχριστοποιείται. Υπάρχουν και όσοι πίστεψαν ακριβώς από τό γεγονός πώς ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό το Σταυρότης συγγνώμης και βλέπουν πέρα από «θαυματουργίες», τον ερχομό Του. Δεν μετρούν την αποτελεσματικότητα της θρησκείας, δεν υποτάσσουν την σχέση τους με το Θεό στην ανταλλαγή, μα την εντάσσουν στην προτεραιότητα των ενεργειών του Πνεύματος, την οικοδομούν δοξολογικά. Εκείνοι που δεν εξάρτησαν τη σχέση τους με το Θεό από φαντασμαγορικά φαινόμενα, δεν δραπέτευσαν από την πραγματική ζωή, δεν πίστεψαν μέσα ή μετά από θαυματουργίες, αλλά αρκέστηκαν στον Λόγο του Χριστού, σε σημεία που φέρνουν τη σοφία της καρδιάς, τη μεταμόρφωση του τρόπου ζωής από την αγάπη Του που δεν αντέχει να βλέπει τον άνθρωπο φυλακισμένο από τό κακό να υποφέρει χωρίς ελπίδα.Δεν βλέπουν το θαύμα σε ιστορίες χωρίς μέτρο, στρατευμένες – σε σκοπούς αλλότριους που αγιάζουν τα μέσα, σε αφηγήσεις ολισθηράς οδού της θαυματοπλασίας, που στοχεύουν στην προσέλκυση αφελών και συνιστούν ένα παραληρηματικό,εκρηκτικό, μείγμα ακατήχητων μαζών που γοητεύονται και αγνοούν ότι το μέγεθός της Εκκλησίας δεν μετριέται σε ποσοστά που ατυχώς επικαλούνται.

Η Εκκλησία δια στόματος Αρχιεπισκόπου- με παρρησία κόντρα στην άκριτη αποδοχή ώστε να αποφεύγεται η επιλαιότητα, δεν θέλει να συγκαταλεγόμαστε στον κατάλογο των υποψηφίων θυμάτων αυτοχρισμένων θρησκεμπόρων που εξασκούν έκτακτες ικανότητες με μόνο σκοπό να προσελκύσουν οπαδούς.Είναι σημαντικό ότι η θεσμική Εκκλησία δια στόματος Αρχιεπισκόπου ακύρωσε την πρόσκληση προς τους πνευματικούς τουρίστες που επισκέπτονται θρησκευτικά θεματικά πάρκα,διχάζουν την Ενορία, εκπίπτουν σε «βιομηχανία» πλήθους «θαυμάτων», αντιστρόφως ανάλογο με τη χαμηλή «πνευματικότητα», για να μην προελαύνει η σύγχυση προέλαυνε και η λειτουργική δραματουργία να μην γίνεται βλάσφημο θέατρο όταν περιφέρεται ο Σταυρός ως «θαυματουργή» ιδιοκτησία – φορτωμένος με το ρόλο της άμεσης θεϊκής επέμβασης. ΄

Η λύτρωση από όσους εκμεταλλεύονται την αμάθεια, η ανύψωση των κριτηρίων διασφαλίζει το κύρος όλου του κλήρου.Ότι στηλιτεύει την αυθαιρεσία μας συνδέει με τον όντως Θεό, χωρίς να αρνείται την υπερφυσική παρουσία του Θεού – που έχει την ικανότητα να καταργεί τους φυσικούς νόμους. Το ότι η χριστιανική μας ευθύνη σέβεται και δεν ευτελίζει οποιοδήποτε, δεν σημαίνει ότι δεν έχει χρέος να οριοθετεί και να διαφυλάττει από λάθος πεποιθήσεις, παραγγέλλει, ίσταται απέναντι σε όσους γελοιοποιούν τα καίρια της ανθρώπινης ζωής, διακρίνει μεταξύ θρησκευτικότητας και θρησκοληψίας,διαφυλάσσει την λογική λατρεία για να βιώνουμε την ομορφιά που υπάρχει στο Θεανθρώπινο ενοριακό λίθο, τον μικρό σε έκταση καθόλου περιορισμένο και σε πίστη, τη μαγιά που ζυμώνει όλο το φύραμα…

Διαβάστε ακόμα