Η αυτονομημένη «φιλανθρωπία» εκτός Εκκλησίας χάνεται

Του Ιωάννη Μπουγά, Θεολόγου

   Φιλανθρωπία που «πληρώνεται» δεν είναι φιλανθρωπία αλλά ατομική εμπορική επιχείρηση. Η μεγαλύτερη δυστυχία του φιλάνθρωπου είναι όταν υποδύεται τον φιλάνθρωπο και παραχαράσσει την φιλανθρωπία και την κυκλοφορεί με την μεγαλύτερη δυνατή ευχέρεια.

   Ο Χριστός αγκάλιασε ολόκληρη την ανθρώπινη μεταπτωτική πραγματικότητα, εκτός από την αμαρτία.

   Το έργο τού Χριστού συνεχίζει στους αιώνες των αιώνων η Εκκλησία Του ως Σώμα Του. Αγκαλιάζει, διακονεί τον όλον άνθρωπον ως σώμα και ψυχή από την στιγμή τής γεννήσεώς του -αλλά και πριν γεννηθεί- έως την αιωνιότητα. Η διακονία της Εκκλησίας δεν διασπά τον άνθρωπο σε ύλη και πνεύμα.

   Σε όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι παρούσα, έχοντας ως τελικό σκοπό τη μεταμόρφωση του ανθρώπου. Χωρίς να παραθεωρεί την αποστολή της, χωρίς να εκκοσμικεύεται, χωρίς να διεκδικεί ρόλους αλλότριους, ταπεινά προσφέρει και στην σύγχρονη εποχή τη διακονία της, όπου υπάρχει ανάγκη.

   Δεν απολυτοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία το φιλανθρωπικό της έργο, ούτε θεωρεί ως πρώτιστο, αλλά αποτελεί ένα βοηθητικό μέσο για να οδηγήσει τον κάθε άνθρωπο στην κοινωνία της αγάπης. Από τα παραδείγματα των Αγίων φαίνεται ότι δεν αρνήθηκαν την ιστορική πραγματικότητα, εκείνο που αρνήθηκαν ήταν η αλλοτρίωση τής ανθρώπινης αξίας. Δεν αρνήθηκαν τον κόσμο, μεταμόρφωσαν τον κόσμο σε βασιλεία Θεού. Από τώρα. Μεταμόρφωση, που μέσα στην Εκκλησία συνεχίζεται «εις τους αιώνας, των αιώνων».

   Χωρίς να εκκοσμικεύεται η Εκκλησία μπορεί να υπηρετήσει τον σημερινό αναγκεμένο άνθρωπο με απλές πράξεις, αρκεί οι πιστοί της να αναζητήσουν, χωρίς έπαρση αλλά με διάθεση ταπείνωσης τον προβληματισμένο σύγχρονο άνθρωπο, και τότε σίγουρα θα βρουν πολλές ανάγκες του να ικανοποιήσουν, πέρα από την παροχή «ενός πιάτου φαγητού».

   Σε μία κοινωνία, πολλές φορές απομακρυσμένη από τον Πρώτο Διάκονο, η Εκκλησία προτείνει την υπηρετική προσφορά προς τον Άλλον αγκαλιάζοντας όπως Εκείνος πάνω στο Σταυρό όλους τους ανθρώπους. Για την Εκκλησία η φιλανθρωπική πράξη είναι κένωση, άσκηση, στάση ζωής προς τον άλλον και όχι μεμονωμένη ή καλά οργανωμένη επιχείρηση, αλλά πράξη θυσιαστικής αγάπης του καθενός προς τον άλλον.

   Στον κόσμο μας κάθε θρησκεία χωρίς το Χριστό (ακόμη και ο ίδιος ο Χριστιανισμός) είναι ένα αρνητικό φαινόμενο. Κάθε επαφή με μία τέτοια θρησκεία και με κάθε θρησκειοποιημένη φιλανθρωπική εταιρεία είναι επικίνδυνη, όπως φαίνεται και απο τη σημερινή πραγματικότητα όπου πολλοί κατ’ όνομα χριστιανοί ακυρώνουν την υπηρετική μεταμόρφωση που προσφέρει η Εκκλησία στον όλο άνθρωπο, με την άρνησή τους να υπακούσουν στις νουθεσίες της

   Όλα τα παραπάνω αυτονόητα σε αυτόν τον τόπο εδώ και αρκετά έτη έχουν χαθεί.

   Για την Εκκλησία αυτονόητο είναι ότι το φιλανθρωπικό έργο , το οποίο ασκείται στους κόλπους της δεν είναι το κύριο έργο της αλλά απλά ένα μέρος της διακονίας της για την σωτηρία του ανθρώπου. Όταν λοιπόν ο κάθε κληρικός η λαϊκός, μέλος της Εκκλησιαστικής κοινότητας, εντάσσει το έργο αυτό στις ατομικές του επιδιώξεις και το υποτάσσει στις σύγχρονες κοινωνικές δομές (π.χ. ΑΜΚΕ, ΜΚΟ κ. ά.) τότε το έργο αυτό ευρίσκεται εκτός Εκκλησίας και ο δημιουργός αυτού ακολουθεί την πορεία της φθοράς και των δεινών, που επιφέρει κάθε εγωϊστική και μη σχετιζόμενη με τους άλλους πράξη και όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Άγιος Ειρηναίος: «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία». Δηλαδή η ψυχοσωματική ολοκλήρωση του ανθρώπου για την αγαπητική συνάντηση με τον συνάνθρωπό του και τον Χριστό είναι λάθος ή και ατελής. Για την Εκκλησία η φιλανθρωπία προέρχεται από αυτήν και είναι προσωπική και στοχευμένη με την προοπτική τής μεταμόρφωσης τής κοινωνίας σε βασιλεία αγάπης έτσι ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη της φιλανθρωπίας. Αυτή η μεταμόρφωση είναι και το ουσιαστικό έργο της Εκκλησίας, η μεταμόρφωση του κόσμου και της ιστορίας.

   Η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με την δημιουργία δομών κοινωνικού ακτιβισμού γιατί έργο της δεν είναι έργο κοινωνικής προνοίας αλλά θεϊκής προνοίας κάτι το οποίο υπερβαίνει τα σχήματα του κόσμου ανά τους αιώνες.

   Δεν είναι χώρος ηθικής τελείωσης, ψυχικής θεραπείας, παιδαγωγικής βοήθειας, δεν υποτάσσεται σε κρατικές κοινωνικές προνοιακές πρακτικές. Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα και βοηθητικά στο έργο της για την σωτηρία του ανθρώπου.

   Η προσφορά όταν γίνεται εκτός Εκκλησίας, επειδή ο δεχόμενος την προσφορά διαφήμισε το φιλανθρωπικό του έργο και κατόρθωσε να πείσει τους δωρητές, τότε και από τις δυο πλευρές υπάρχει αυτονομημένο από την εκκλησιαστική κοινότητα ατομικό έργο και δεν ευρίσκεται στην σχεση δωρητού με τον Επίσκοπο και την τοπική ευχαριστιακή σύναξη, ακόμη και αν ο δεχόμενος την δωρεά χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται και οικειοποιείται τα σύμβολα και τον θεσμό της Εκκλησίας. Η ευθύνη για την αυτονόμηση αυτή ευρίσκεται και στις δύο πλευρές και στον δωρητή και στον δεχόμενο την δωρεά. Παράδειγμα η πρόσφατη περίπτωση ΑΜΚΕ με τον παραπλανητικό τίτλο της βιβλικής κιβωτού σωτηρίας, που προεικόνιζε την Εκκλησία, στην οποία ΑΜΚΕ διάφοροι φιλάνθρωποι συμπολίτες ή σύλλογοι (π.χ. πολιτιστικοί, αθλητικοί, φαρμακευτικοί των διαφόρων πόλεων των παραρτημάτων της εταιρίας αυτής κ. ά. ), στο πλαίσιο μιας καλοπροαιρέτου φιλανθρώπου διαθέσεως ή και για ψηφοθηρικούς λόγους, προσέφεραν σε αυτήν. Αν και «καλοί χριστιανοί» αγνοούσαν ότι έπρατταν ένα αυτονομημένο έργο εκτός Εκκλησίας, η οποία αιώνες τώρα, από την εποχή της «Βασιλειάδας», εντάσσει αυτό στην υπό τον Επίσκοπο Ευχαριστιακή Σύναξη και έτσι υπηρετούνται και το σώμα και όλη η υπόσταση του ανθρώπου με τα πλείστα όσα ανά τον κόσμο, φιλανθρωπικά ιδρύματά της, τόσο σε επίπεδο Μητροπόλεων όσο και σε επίπεδο ενορίας, ασκώντας αθόρυβο φιλανθρωπικό έργο.

   Η κάθε πράξη της Εκκλησίας αρχίζει και ολοκληρώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας άρα και η φιλανθρωπική προσφορά αν δεν ενταχθεί ως προσφορά προς τον συνάνθρωπο με τον οποίο «συν-κοινώνησες» στην ευχαριστιακή τράπεζα μπορεί να είναι κοινωνικά καλή πράξη αλλά δεν είναι εκκλησιαστική.

   Όταν το μέλος της Εκκλησίας κληρικός ή λαϊκός αυτονομήσει την προσφορά του προς τον συνάνθρωπο και εκμεταλλευτεί τον πόνο και την ανάγκη του συνανθρώπου του, ακόμη και αν σε περίπτωση απάτης οι κρατικοί φορείς και τα Δικαστήρια επιληφθούν και του επιβάλλουν τις προβλεπόμενες ποινές, το πρόσωπο αυτό δεν παύει να ευρίσκεται μακριά από την φιλάνθρωπη στάση της Εκκλησίας, και ενδεχομένως εκτός Εκκλησίας, διότι σκανδάλισε τους πιστούς και «ουαί δι’ ού το σκάνδαλον έρχεται», η δε μετάνοια είναι μια σταδιακή διαδικασία και η επαναφορά του στο δρόμο της Εκκλησίας έργο του Επισκόπου.

   Όταν κάθε πράξη του ανθρώπου δεν εκκλησιοποιείται τότε πρόκειται για ατομικό έργο ακόμη και αν η πράξη είχε κίνητρα καλά. Ο πιστός της Εκκλησίας γνωρίζει ότι: «Το απλώς λεγόμενον κακόν, ου πάντως κακόν αλλά προς τι μεν κακόν, προς τι δε ου κακόν. Ωσαύτως και το απλώς λεγόμενον καλόν, ου πάντως καλόν, αλλά προς τι μεν καλόν, προς τι δε ου καλόν, και την εκ της ομωνυμίας βλάβην φυλάξασθαι». (Μάξιμος ο Ομολογητής ) Το καλό πρέπει να γίνεται με καλό τρόπο και αυτός ο τρόπος είναι ο τρόπος της αφάνειας «μη γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά σου», κάτι το οποίο οι σύγχρονες  πολυδιαφημιζόμενες φιλανθρωπικές οργανώσεις έχουν ξεχάσει καιρό τώρα, και αναζητούν συνεχώς «πελάτες-θύματα» για την επιχείρησή τους.

   Σήμερα οι υπήκοοι στα κελεύσματα της Εκκλησίας υπηρετούν τον όλον άνθρωπον και δημιουργούν μια κοινωνία αγάπης, κοινωνία που αφορά όλες τις ανάγκες του ανθρώπου σωματικές και ψυχικές. Αντίθετα με όσους πάσχουν από την νευροβιολογική ασθένεια της θρησκείας ή του κοινωνικού ακτιβισμού, ό οποίος πολλές φορές προέρχεται από έναν στείρο δικαιωματισμό που οδηγεί στον διχασμό, την απομόνωση και την απώλεια, την βάναυση συμπεριφορά σε αθώες παιδικές ψυχές και σώματα, όπως πρόσφατα αποδείχτηκε με συγκεκριμένη φιλανθρωπική εμπορική εταιρεία.

Διαβάστε ακόμα