Του Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου – Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών, Δρος Θεολογίας
Ο νους του ανθρώπου, όπως όλοι γνωρίζουμε και κυρίως οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, είναι ο οφθαλμός της ψυχής, ο οποίος, κατά την Νηπτική Πατερική διδασκαλία, ορά τον Δημιουργό του Θεό. Είναι η ενέργεια εκείνη της ψυχής, μέσω της οποίας ο άνθρωπος αποκτά την εμπειρία της Θεανθρώπινης πορείας και ζωής. Αυτή η εμπειρία διατυπώνεται και εκφράζεται μέσω της λογικής.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας το λέει καθαρά: «Ώσπερ γαρ οφθαλμός εν σώματι, ούτως εν ψυχή νους» (Εκδ. ακρ. ορθ. πιστ., 26,48). Ο δε Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος μας ομιλεί για «τον ηγεμόνα νούν τον ορώντα τον Θεόν» (Ομ. Κ´, 54).
Αυτός, λοιπόν, ο οφθαλμός της ψυχής μολύνεται από τα μικρόβια της αμαρτίας, της παρακοής στο θέλημα του Θεού. Και ενώ σκοπός του είναι να κρατά τη ηνία των λογισμών, αμαυρούται και γίνεται δέσμιος της αμαρτίας, χωρίς να μπορεί πλέον να βοηθήσει τον άνθρωπο στο να αγαπήσει τον Δημιουργό του Θεό και να μνημονεύει συνεχώς το Όνομά Του, παντού και πάντοτε.
Συνεπώς, γίνεται φανερό ότι με ένα νου κολλημένο στα αμαρτωλά και αισθητά επίγεια, στις παρακοές του θελήματος του Θεού, δηλαδή στην αμαρτία, ο άνθρωπος δεν ημπορεί να προσευχηθεί οντολογικά και άρα δεν δύναται να αγαπήσει τον Δημιουργό του Θεό και τον συνάνθρωπο.
Σιγά σιγά ένας τέτοιος άνθρωπος, με αιχμαλωτισμένο τον νου του στα πάθη, δένεται με τα γήινα, μορφώνεται σύμφωνα με την εικόνα του κόσμου και τελικώς κοσμικοποιείται και αλλοτριώνεται. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω δεν είναι δυνατόν η ψυχή με έναν τέτοιο νού να ατενίσει τον Δημιουργό της και αργά αλλά σταθερά οδηγείται στον πνευματικό θάνατο.
Δικαίως, λοιπόν, διερωτώμεθα πολλές φορές: «Γιατί άραγε αυτός ο ανώτερος η κατώτερος κληρικός η αυτός ο λαϊκός που φαίνεται ευσεβής δεν ημπορεί να συντονισθεί με την Ορθόδοξη Παράδοση και διδασκαλία;». Η απάντηση είναι απλή. Γιατί δεν έχει καθαρθεί ο νους του και πόρρω απέχει από τον νου του Χριστού. Και για τον λόγο αυτό δεν ημπορεί να κατανοήσει ποτέ εκείνον τον κληρικό η τον λαϊκό που έχει νου Χριστού. Ο καθαρός νους εν Χριστώ μας εισάγει απ᾽ αυτήν ακόμη την ζωή στην αιώνιο ζωή, γιατί η αιώνιος ζωή είναι Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος.
Όταν ο νους μας ενωθεί με τον νου του Χριστού, ως Χριστονούς πλέον, κάμνει τον Θεό Πατέρα να γνωρίζεται σε εμάς, γιατί αναγνωρίζει ο Θεός Πατήρ τον νου του Υιού Του στον ιδικόν μας νου. Και ακόμη εμείς να γνωρίζουμε τον Πατέρα μέσω του Νου του Υιού Του. Αυτό, λοιπόν, είναι η αιώνιος ζωή. Αυτό μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσιν σε τον μόνον αληθινόν θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (17, 3).
Αλλά και η θέλησή μας, η οποία είναι η κεντρική κινητήριος δύναμη της ψυχής, οφείλει να ταυτισθεί με την θέληση του Χριστού. Η θέληση του ανθρώπου είναι η ψυχική δύναμή του να ημπορεί ελευθέρως να εκλέγει η και να πράττει το κακό η το καλόν. Ωστόσο, η ενοποίηση και ολοκλήρωση του ανθρώπου υπάρχει, όταν η βούληση κινείται προς το θέλημα του Θεού.
Όταν υπάρχει σ᾽ αυτή την κίνηση η θέληση, τότε αγιάζεται, χαριτώνεται, επειδή συναντάται και κοινωνεί με το «θέλω» του Θεού. Η πνευματική ζωή, η χαριτωμένη πλέον ζωή του ανθρώπου, η οποία οδηγεί το «θέλω» του στο «θέλω» του Θεού, δεν είναι μία ζωή με περιεχόμενο απλώς ηθικό η κοινωνιολογικό, αλλά έχει περιεχόμενο οντολογικό, αφού μέσω αυτής βιώνεται ο Ίδιος ο Χριστός. Έτσι το «είναι» του ανθρώπου οδηγείται στο «ευ είναι», στην κατά χάριν Χριστοποίησή του.
Σήμερα ο άνθρωπος έχει περιορισθεί στις αισθήσεις και μέσω των αισθήσεων στον υλικό κόσμο. Δεν διστάζει να θεοποιεί τον νου του, θεωρώντας τον ως βασική πηγή της αληθείας. Έτσι τον απολυτοποιεί, τον ειδωλοποιεί. Κατά συνέπεια η θέλησή του πόρρω απέχει από το «θέλω» του Δημιουργού του Θεού. Αποτέλεσμα όλη αυτή η παραφροσύνη που κυριαρχεί γύρω του και μέσα του.
Όταν, όμως, ο άνθρωπος προσφέρει ολοκληρωτικά την θέλησή του στον Χριστό λέγοντας «λάλει Κύριε και ο δούλος σου ακούει»˙ όταν η θέλησή του δεν ανήκει πλέον σε αυτόν, αλλά στον Αναστάντα Κύριο˙ όταν έχει κατανοήσει αυτό, το οποίο έχει πει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος: «ουκ εστέ εαυτών˙ ηγοράσθητε γαρ τιμής» (πρβλ. Α´ Κορ. 6, 20), τότε δέχεται τον Θεάνθρωπο Κύριο ως Σωτήρα και Λυ-τρωτή του και χαριτώνεται – αγιάζεται.