Με ανάστημα πιο μεγάλο από το μπόι

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας στο Arxon.gr

Μια προσωπική συνάντηση που δεν χάνει λεπτό τον οικείο και προσωπικό χαρακτήρα, λαμβάνει χώρα στην Ιεριχώ. Ο Ζακχαίος δεν αρκείται σε μια «ιδέα» του Χριστού, ή σε μαρτυρίες τρίτων: «Εζήτει» τον Ιησούν τις εστί, δεν παύει να τον αναζητά, στη ζωή που είναι σχέση εν αγάπη και ελευθερία. Ο Κύριος ανταποκρίνεται, δίνοντας του εμπειρία ζωής. Στο ζακχαίο που – δεν επικεντρώνεται στο αν κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί – ούτε αν γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης – υπάρχει η τόλμη που αξιοποιεί ο Θεός. Ανεβαίνει σε μια συκιά, με όπλο την παιδική αυθορμησιά, αυθεντικός, και η χαρά του μεταπλάθεται σε άλμα ελευθερίας.

Η Ευαγγελική διήγηση περιγράφει ένα άνθρωπο κοινωνικά στιγματισμένο από το επάγγελμα που ασκούσε: Εισέπραττε άδικους φόρους, μέσα στα κέρδη χαμένος, στις ικανοποιήσεις απογοητευμένος, τα υποκατάστατα του τύπου «έχω» ανικανοποίητος, τίποτε δεν υπερβαίνει την ερημία της απουσίας της αγάπης, «την παγωνιά να αγκαλιάζεις μόνον χρήματα».

Μέχρι που ο Χριστός να τον αγκαλιάσει με το βλέμμα του πάνω στην συκομορέα, μέχρι να τον βρει εκεί, στην πραγματικότητα της ανυποληψίας των συμπατριωτών του και να του αναγγείλει ότι θα τον επισκεφθεί στο δικό του χώρο, στις δικές του ανάγκες. Πόσο ασύνηθες για τα κοινωνικά δεδομένα ένας πνευματικός δάσκαλος να πηγαίνει στο σπίτι του ή να τρώει στο ίδιο τραπέζι με ένα απόβλητο τελώνη.

Όταν γνωρίζει τον μόνο Πλούσιο, τότε όλα παίρνουν άλλο νόημα: ο  ανώνυμος έχει αξία, αποκτά μέλλον, νέο όνομα και άλλη ταυτότητα από τη στιγμή που υποδέχεται τον Χριστό στη ζωή του. «Καθότι Υϊός Αβραάμ εστίν». Τότε μόνο η γνώμη Ενός τον απασχολεί, το πώς τον βλέπει ο Θεός. Δεν έχει αυταπάτες, ξέρει ποιος είναι ο ίδιος, ποια η απόσταση του από τον Θεό, που επιμένει να αγαπά τα παιδιά Του όχι επειδή αυτά είναι καλά αλλά επειδή είναι Πατέρας. Το εμπορικό παρελθόν του δεν το απωθεί, αλλά και δεν το αφήνει να γίνει εμπόδιο για το έλεος και την αγάπη Του. Δενταυτίζεται με τα λάθη του και με ανάστημα του πιο μεγάλο από το μπόϊ, ψυχή πιο βαθιά από τη πληγή, τολμά «ἵνα το σφάλμα αὐτοῦ ἐπάνω ἑαυτοῦ βάλῃ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ”. Ο Ζακχαίος «..υπεδέξατο αυτόν χαίρων», η αγάπη του Χριστού υπενθυμίζει σε όσους δυσανασχετούν για την στάση Του, ο Θεός απουσιάζει από τη μικρόψυχη στάση του «διεγγόζυζον», δεν βρίσκεται «μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου» μες «στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες της μάζας» κατά τον ποιητή, μα δίνει όλη Του την προσοχή στον ένα που «και αν εις ει, άνθρωπος ει, ζώο θεούμενο». Η αλλαγή δεν γίνεται σε κάποιο υπερουράνιο τόπο αλλά μέσα στον  καθημερινή απλή ζωή.

Ο απελεύθερος από την αγωνία της γνώμης πολλών,  «αιχμάλωτος» πλέον της ελεύθερης αγάπης του Χριστού, ζακχαίος, παραμένει στον κόσμο χωρίς να εξαρτάται από αυτόν, αναλαμβάνει ευθύνη καθώς αισθάνεται το ηθικό χρέος – στην αληθινή στιγμή της καρδιάς να δωρίσει τα αποκτήματά του για να πάρουν την αξία αυτού που προσφέρεται. Εγκαταλείπει στην πράξη περιττά βάρη και πλούτο που τον εγκλώβισε: «… Τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων» δίνει «τετραπλοῦν…». Αποκαθιστά στο τετραπλάσιο την αδικία που πλήγωσε. Όπως έγινε δωρολήπτης αισθάνεται την ανάγκη να γίνει δωρεοδότης, να αντιδωρίσει, δεν είναι μονομερής, όσο δέχεται ευλογίες τόσο θέλει να τις μοιράζεται γιατί ζωή που δε μοιράζεται μένει ζωή κλεμμένη και η αγάπη δεν μπορεί να μένει στάσιμη.

Στο πρόσωπο του Ζακχαίου, η Εκκλησία προβάλλει το μέλος της Βασιλείας του Θεού που σώζεται από την μέχρι τότε «σωτηρία» του, που δεν υποκαθιστά τον Θεό αλλά αφήνει με ότι έχει και είναι τον τελευταίο Λόγο σε Εκείνον που όντως είναι Ζωή.

Διαβάστε ακόμα