Ο Μέγας Βασίλειος, ως κανονολόγος και ποινικολόγος

Του Πέτρου Ρηγάτου, Δικηγόρου παρ΄ Αρείω Πάγω, Μ.Δ.Ε, Νομικού Συμβούλου Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών

    Μεταξύ των πολλών ταλάντων με τα οποία ήταν προικισμένος άνωθεν εκ του πατρός των Φώτων ο Μέγας Πατήρ της Εκκλησίας μας ο Ιεράρχης Βασίλειος, συγκαταλέγεται η εις βάθος νομική κατάρτισις, η συμβολή του εις την διαμόρφωσιν του Κανονικού Δικαίου, αλλά και η σχετική προς τούτο αποδοχή του έργου Του, υπό της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.

  Όπως είναι γνωστόν η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθεν το 691 μ.Χ. επί Ιουστινιανού Β’  του Ρινοτμήτου “εν τω κατά Κωνσταντινούπολιν Βασιλικώ και περιφανεί παλατίω τω λεγομένω Τρούλλω” αποτελεί τον Νομοθέτην της Εκκλησίας μας.Η Σύνοδος αυτή με τον Β΄ Κανόνα της καθώρισε τους τηρουμένους υπό της Εκκλησίας Κανόνες.Μεταξύ αυτών επεσφράγισεν, ενέκρινεν και εθεσμοθέτησεν ως Νομοθετικόν Όργανον της Εκκλησίας μας ενενήντα δύο (92) Κανόνες του Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας.

  Ο Βασίλειος διετέλεσε δικηγόρος στην Καισάρεια και εδίδαξε την ρητορικήν. Ως εκ τούτου είχε μεγάλην εξοικείωσιν με την νομικήν επιστήμην. Εις το άρθρον μας αυτό ενδεικτικώς και μόνον αναφέρωμεν επιγραμματικώς ορισμένους Κανόνες Του.

  Εις τον Α΄ κανόνα Του με εξαίρετον λιτόν και περιεκτικόν ύφος δίνει τους ορισμούς των μεγάλων εκκλησιαστικών αδικημάτων των αιρέσεων, των σχισμάτων και των παρασυναγωγών.

  “Αιρέσεις μεν τους παντελώς απερρηγμένους και κατ΄αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους.Σχίσματα δε τους δι΄ αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς και ζητήματα ιάσιμα προς αλλήλους διενεχθέντας, Παρασυναγωγάς δε τας συνάξεις, τας παρά των ανυποτάκτων Πρεσβυτέρων ή Επισκόπων και παρά των απαιδεύτων λαών γινομένας”.Περαιτέρω ο Μέγας Πατήρ μετά τους ορισμούς των αδικημάτων ορίζει και τις συνέπειες.Κατ΄αυτόν τον τρόπον “το μεν των αιρετικών παντελώς αθετήσαι, το δε των αποσχισθέντων, ως έτι εκ της Εκκλησίας όντων, παραδέξασθαι, τους δε εν ταις παρασυναγωγαίς, μετανοία αξιολόγω και επιστροφή βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τη Εκκλησία”.

  Εις τον 8ον κανόνα του προβαίνει εις επιστημονικήν διάκρισιν μεταξύ ακουσίου φόνου (δηλ. περί ανθρωποκτονίας εξ αμελείας) με την περαιτέρω ειδικωτέραν διάκρισιν του σημερινού εγκλήματος εκ του αποτελέσματος (άρθρον 29 Π.Κ.) και μάλιστα της θανατηφόρου σωματικής βλάβης (άρθρον 311 Π.Κ.) και εκουσίου φόνου (εκ προθέσεως, άμεσος δόλος α΄ βαθμού) με την ειδικωτέραν διάκρισιν του ενδεχομένου δόλου, ο οποίος τιμωρείται όπως και ο εκ προθέσεως.Παρατηρούμεν συνεπώς ότι ο Οικουμενικός Διδάσκαλος έχει θετικήν επίδρασιν και εις την διαμόρφωσιν του σύγχρονου Ποινικού Δικαίου.

   Εις τον Δ΄ κανόνα Του ο Μέγας Βασίλειος ασχολείται με τους διγάμους και τριγάμους.

  Εις τον Ζ΄ κανόνα αναφέρεται εις τις ακόλαστες και ασελγείς πράξεις (εγκλήματα κατά των ηθών).

  Εις τον Θ΄ κανόνα αναφέρει τους επιτρεπομένους λόγους διαζυγίου “περί του μη εξείναι γάμον εξίστασθαι παρεκτός λόγου πορνείας ή μοιχείας”.

 Εις τον ΙΔ΄ κανόνα αναφέρεται εις την αξιόποινον πράξιν της τοκογλυφίας όπου προβλέπει και λόγον εξαλείψεως του αξιοποίνου (άρθρον 404 & 6 Π.Κ.) “ο τοκογλύφος εάν μοιράσει το άδικον κέρδος εις τους πτωχούς και απαλλαγεί οριστικώς του νοσήματος της φιλοχρηματίας, γίνεται δεκτός εις την ιερωσύνην”.

  Ο Μέγας Βασίλειος, παρά το γεγονός ότι προσδιόρισε τις ποινές (επιτίμια) των αδικημάτων, προβλέπει ότι εναποτίθεται η περαιτέρω πλήρης ή μη εφαρμογή των ποινών αυτών εις τον Αρχιερέα (εις τον δικαστήν εν προκειμένω) ορίζοντα ότι εάν αυτός διαπιστώσει ότι οι τελέσαντες τα αμαρτήματα μετανοούν με μεγάλην προθυμίαν (το υπερβάλλον της εξομολογήσεως ορών του ημαρτηκότος) δεν θα είναι αξιοκατάκριτος εάν προβεί εις ελάττωσιν της ποινής (ΠΔ΄ κανόνας).Πρόκειται δηλαδή περί της σημερινής επιμετρήσεως της ποινής του άρθρου  84 Π.Κ.

  Μεγάλην σπουδαιότητα, ισόκυρον προς τα Ιερά Δόγματα και την έγγραφον διδασκαλίαν της Εκκλησίας, αποδίδει ο Οικουμενικός Διδάσκαλος εις την Ιεράν Παράδοσιν “Αποστολικόν δε οίμαι και το ταις αγράφοις παραδόσεσι παραμένειν” (Κανών ΥΒ΄) και κανών ΥΑ΄ “των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και  κηρυγμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημών, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχειν και τούτοις ουδείς αντερεί”.

  Η δε κανονική συμβολή του Μ. Βασιλείου εις την οργάνωσιν του μοναχικού βίου απετέλεσε την βάσιν των τυπικών της μοναστικής πολιτείας.

 Από την ανωτέρω συνοπτικήν και επιδερμικήν αναφοράν μας, συνάγωμεν το αδιαμφισβήτητον συμπέρασμα ότι ο Μ. Βασίλειος υπήρξεν μέγας κανονολόγος της Εκκλησίας μας, αλλά παραλλήλως και έγκριτος νομοδιδάσκαλος και πρόδρομος των μεταγενεστέρων του μεγάλων ποινικολόγων, αφού υπήρξεν επιφανής Νομικός.Οι δε λύσεις Του, αποτελούν σύγχρονον Ποινικόν Δίκαιον.

  Εν κατακλείδι επισημαίνωμεν ότι οι 92 κανόνες του Μ. Βασιλείου έχουν συνταγματικήν ισχύν, αφού αυτοί ρητώς αναφέρονται εις τον Β΄κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, το δε ισχύον Σύνταγμά μας εις το άρθρον 3 & 1 εδ. 2 ορίζει ότι “η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, τηρούσα απαρασαλεύτως τους ιερούς αποστολικούς και  συνοδικούς κανόνες και τις ιερές  παραδόσεις.

Διαβάστε ακόμα