Η αμαρτία της τελειομανίας και η ελπίδα της αποτυχίας

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας στο Arxon.gr

Δύο άνθρωποι, βρίσκονται στον ίδιο τόπο, σε διαφορετικό προσανατολισμό έκαστος: Αρχή φόρμας Δυσκολεμένος αλλά όχι παραιτημένος ο τελώνης δεν ζητά να δικαιωθεί, αδιαφορεί για τον απόηχο της αντιπαροχής,προσεύχεται με απλότητα με ότι είναι,για αυτό που είναι ο Θεός των μετανοούντων αμαρτωλών, στο δικό του «σήμερον της σωτηρίας» του:Για τη συντριβή που είναι χάρη, για την συντριβή που γίνεται λύτρωση, για τις δοκιμασίες που τον ωριμάζουν, για τα λάθη που τον διδάσκουν μα δεν γίνονται ο κανόνας,για τις ψευδαισθήσεις που ξεπερνάει, για την ελευθερία που ελπίζει, για την όντως αγάπη που επιμένει να αναζητά. Το θαύμα μέσα του χωρίς να απαξιώνει την ανθρώπινη πλευρά του, τη μεταμορφώνει,η γλώσσα του σώματος του Τέλος φόρμας φανερώνει πολλά:  «Έτυπτε το στήθος» κίνηση που αφορά την καρδιά,έρχεται σε επαφή με τον πραγματικό εαυτό του, και«ει έχεις καρδιά δύνασαι σωθήναι».Δεν συγκρίνει τον εαυτό του με κανέναν, παρά μόνο με τον ουρανό και η από στάση δεν τον απογοητεύει.

Αρνείται τα πολλά λόγια, λέει μετρημένα όσα σμιλεμένα στο ιερό της καρδιάς προσδοκούν τη σχέση και η σιωπή του εισακούεται: «Μόνος μόνω Θεώ», δεντρομοκρατείται με το ρεαλισμό της ατέλειάς του, την απλότητα ενός παιδιού που αναδύεται και εμπιστεύεται τον Πατέρα, ούτε φοβάται να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την αποτυχία,καθώς δεν θεωρεί την τελειομανία αρετή. Αναγνωρίζει τα λάθη και τα προσκομίζει στο Θεό των μετανοούντων αμαρτωλών έχοντας απαλλαχθεί από την πανοπλία της υποκρισίας.Χωρίς να κλείνει τα μάτια μπροστά στο κακό, δεν παρακάμπτει τον μέγα δάσκαλο πόνο αλλά ούτε τον κάνει φυλαχτό και η ειλικρίνεια του γίνεται«προσευχή ταπεινού που «νεφέλας διήλθε», η ταπείνωσή του έρχεται ως δώρο σοφίας, από την αποδοχή της πεπερασμένης φύσης του και την πηγή κάθε αληθινής άρα ταπεινής ομορφιάς, τον Θεό.

Η ελεημοσύνη του Φαρισαίου, είναι ένας αφιλάνθρωπος οίκτος που δοξάζει τον Θεό αφού δεν βρίσκεται στη θέση των επαιτών. Τρέχει πίσω από το καλό του όνομα, την κοινωνική αναγνωρισιμότητα,απόμακρος από τον αληθινό του εαυτό,ξένος από το παιδί εντός,προσανατολισμένος στο φαίνεσθαι. Θέλει να κάνει τη διαφορά, αφού δεν είναι όπως«οι λοιποί»,οι τοξικοί,τους οποίους όσο και αν κριτικάρει άλλο τόσο εξαρτάται από τις επιδοκιμασίες τους. Η σύγχυσή του θεωρεί την αρετή αυτοσκοπό αντί για μέσο. Οι επιτυχίες του αντί να λειτουργούν ως γέφυρες για να τον ενώσουν με τον Θεό, γίνονται χαράδρα που εγκλωβίζει και τιμωρεί στα δεσμά του εγωϊσμού και της απομόνωσης. Δεν έχει απωλέσει μόνο τη δύναμη της τρυφερότητας του παιδιού μα και την πυξίδα να τη δημιουργήσει. Από το μικρόκοσμο του κομπασμού του, συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους και αυτοεξυψώνεται – υψώνοντας παράλληλα διαχωριστικά τείχη. Στην αναταραχή του εγωϊσμού του, θεοποιεί τον δρόμο μέσα από τον οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί και χάνει από τα μάτια του τον Θεό. Η «τελειότητά» του είναι πεπεισμένη ότι τα υπολογισμένα κατορθώματά δεν είναι δυνατόν να μην προσεγγίσουν την θεϊκή εύνοια,να μην εξαγοράσουν τη θεϊκή παρέμβαση,είναι άξια να ελέγξουν τη θεία βούληση και ικανά να επιβάλλουν το δικό του θέλημα, μακριά από το «γεννηθήτω το θέλημά Σου».

Βαριά η σκιά της αλαζονείας της «αρετής» του, δεν αφήνει την προσευχή του να μην μοιάζει με βαρετό μονόλογο, με δελτίο τύπου περιαυτολογίας, όχι μόνο δεν τον βοηθά αλλά τον εμποδίζει από τον παράδεισο.Η οίηση της αυτοδικαίωσης του Φαρισαίου αλλοιώνει τον ίδιο μα και παραποϊεί το πρόσωπο του Θεού από Πατέρα σε δικαστή, παραμορφώνει την κοινωνία της Εκκλησίας από Σώμα Χριστού όπου μοιράζεται η ζωή, σε συναγωγή αυτοδικαιωμένων, οι οποίοι τηρούν εντολές, κάνουν τη θρησκεία χρήσιμη ιδεολογία – που βοηθά στην αυτοδοξολογία.

Υπάρχει ελπίδα, η μετάνοια, η ελευθερία της Εκκλησίας όπου δεν είναι  ηθικολογία,ενατενίζοντας τον Χριστό, την ένσαρκη ταπείνωση, Τον Ένα, που ο Θεός αποκάλυψε, μια για πάντα, τη δόξα Του ως Ταπείνωση και την ταπείνωσή Του ως Σταυρική δόξα : «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία».Αν η Αρχή φόρμας ταπείνωση απαιτεί προσπάθεια, είναι ταπεινολογία όταν καταντά επιταγή, παραμορφώνεται σε γελοιογραφία, όταν υποδύεται τη μίζερη παραίτηση, είναι κρυψώνα πάντως σίγουρα δεν είναι εκκλησιαστική.

Η όντως ταπείνωση κατανοεί την πραγματικότητα, δίνει νόημα, δεν κινδυνεύει από πτώχευση, ανήκει στον ευχαριστιακό τρόπο που δεν χάνει τη δυνατότητα της διάκρισης, η όντως ταπείνωση σέβεται, τιμά τη βούληση και είναι επιλογή, όχι αδυναμία ή απαξίωση του εαυτού αλλά αυτογνωσία,συνείδηση των ορίων. Λέει όχι σε μεγαλοϊδεατισμούς υπερηφάνειας του ανθρωποθεού που δεν καταφέρνει τη νίκη επί του θανάτου που δίνει μόνο Θεάνθρωπος, ώστε να γίνει Εκείνος η «στολή της Θεότητος», το ναι στη Χάρη Του που μας υψώνει μέχρι τον εαυτό Του,όχι για να είμαστε υπεράνω των αδελφών, αλλά για να μπορούμε να τους αντέχουμε και να μην τους απορρίπτουμε “ὡς και οὗτος…” και να βιώσουμε από την αρχή της πνευματικής ζωής, στη διάρκεια του Τριωδίου, την συνάντηση μας με το Έλεός Του που έχει και τον τελευταίο λόγο, ως Φαρισαίοι και  Τελώνες κάθε μορφής και εποχής…

Διαβάστε ακόμα