Η προσφορά των Αγίων, Θεοστέπτων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης στον Χριστιανισμό

Του Κωνσταντίνου Δ. Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρου Κορίνθου

«Κωνσταντίνος ο μέγας και αοίδιμος, πρώτος βασιλεύς των Χριστιανών, ο ιδρυτής της Κωνσταντινουπόλεως και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας…….Μήτηρ του Αγίου υπήρξεν η ευσεβεστάτη και αγιωτάτη βασίλισσα Ελένη»

Με αυτές τις μεστές φράσεις ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, περιγράφει εκ προοιμίου τον βίο των δύο αυτών Αγίων, οι οποίοι όχι απλώς υπήρξαν οι θεμέλιοι λίθοι της επισημοποιήσεως της Χριστιανικής Θρησκείας, αλλά με το πλούσιο και θεάρεστο έργο τους, έλαβαν τον στέφανο της Αγιότητας και τιμώνται σήμερον ως Ισαπόστολοι.

Κατέστη εκλεκτόν σκεύος του Υψίστου ο Κωνσταντίνος «ἐξ ἀπιστίας εἰς πίστιν Θεότητος μετοχετευθείς……»  και « ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος». Ούτω αυτός αποτέλεσε το περίλαμπρο παράδειγμα, πως εις τους ατελεύτητους αιώνες, ο Ουράνιος Πατήρ, επέλεξε ανάμεσα σε άλλους και ανθρώπους τέτοιους, μη εξ’ αρχής πιστεύσαντες εις τον Θείον Λόγον, για να διαδώσουν τον Λόγον Αυτόν εις τα πέρατα της οικουμένης, ως έπραξε και με τον Απόστολο Παύλο.

Σε αυτόν τον πλήρη ωραιότητας, αρετών και ικανοτήτων άνδρα, ο Κύριος επεφύλαξε «πλουσίων δωρεῶν τὰ κρείττονα», τον κατέστησε κράτιστο βασιλέα και αήττητο μαχητή κατέναντι των φθονερών αντιπάλων του.

Ως ο Συναξαριστής λέγει για τον Μέγα Κωνσταντίνο: «εκ μικράς ηλικίας ήτο…….αγαθός και καλός κατά την καρδίαν…οι τύραννοι, αντί να τον αγαπώσι, τον εφθόνησαν….διότι ερωτήσαντες το μαντείον του Απόλλωνος, οι ασύνετοι……..Θεού επιτρέποντος, απεκρίθη, ότι αυτός έμελλε να κυριεύση τον κόσμον και να κηρύξη Θεόν τον Χριστόν και ότι επ’ αυτού θα καταρρεύση η θρησκεία των ειδώλων….».

Αυτή την εκ μικράς ηλικίας αγαθότητα και καλοσύνη αλλά και την θεάρεστη εκ μητρός ανατροφή του που συντέλεσε τα μέγιστα στον χαρακτήρα του, η οποία (ανατροφή) δεν επέτρεψε να μολυνθεί ο Άγιος ακόμη και από την συναναστροφή του με φθονερούς ανθρώπους, ενίσχυσε και αντάμειψε ο Κύριος.

Πράγματι, ότε ο Διοκλητιανός, διόρισε ως Καίσαρα εις την Δύση τον πατέρα του Αγίου, τον Κωνστάντιο Α’ τον επονομαζόμενο Χλωρό υπό την εξουσία του Μαξιμιανού και κράτησε όμηρο κοντά του τον Κωνσταντίνο, ως εγγυητή της αφοσίωσης και της πίστεως του πατρός του, ο Κωνσταντίνος για όσα διάστημα παρέμεινε εις την αυτοκρατορική αυλή της Ανατολής και συναναστράφηκε με ασεβείς και τυράννους, δεν μόλυνε την ψυχή του, ούτε το ευλαβές φρόνημά του κάμφθηκε.

Θαρραλέος και δυναμικός, έσπευσε αργότερα κατόπιν παρακλήσεως των ταλαιπωρημένων Ρωμαίων, να τους απαλλάξει από την τυραννία του Αυτοκράτορα της Ρώμης Μαξεντίου, ο οποίος προσχεδίαζε να εξοντώσει τον Κωνσταντίνο, ώστε αυτός να καταστεί μονοκράτωρ και να κυριεύσει όλη την τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την Δύση ως την Ανατολή.

Προς τούτο ο Μαξέντιος συγκέντρωνε πολυάριθμα στρατεύματα, ισχυρότερα κατά πολύ του στρατού που ο Κωνσταντίνος είχε εις την διάθεσή του και ο οποίος είχε διαδεχθεί τον θανόντα πατέρα του εις τον θρόνο των λεγομένων «δυτικωτάτων» επαρχιών, ήτοι Βρετανίας, Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας), Ισπανίας κλπ, ήδη κατά το έτος 306 μ.Χ

Προελαύνων ακαταμάχητος, ο Κωνσταντίνος, έφθασε εις την Ρώμη τον Σεπτέμβριο του 312 μΧ, προ της μεγάλης μάχης όπου τον ανέμενε ο Μαξέντιος πάνοπλος και ισχυρότατος, με πλήθος άπειρο.

Στάθηκε τότε σε ένα ύψωμα και περίλυπος παρατηρούσε την παντοδυναμία του Μαξεντίου, θεωρώντας αδύνατο το να επιτύχει την νίκη έναντι της θηριώδους υπέρτερης στρατιωτικής δύναμης του τυράννου της Ρώμης.

Όμως, ο παντοτινός Νικητής επί του θανάτου, έχρισε τον Κωνσταντίνο νικητή, καταδεικνύων πάλιν και πολλάκις ότι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Ούτω «εν ώρα μεσημβρίας», είδε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού «δι’ αστέρων συντεθειμένον» και πέριξ αυτού γράμματα ελληνικά τα οποία έγραφαν «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα»

Ο δε Αναβάς εις τον Σταυρό Χριστός, τον επισκέφθηκε εις τον ύπνο του το ίδιο βράδυ και τον παρότρυνε να κατασκευάσει ένα Σταυρό ως είδε και κρατώντας αυτόν ως λάβαρο, να προχωρήσει στην μάχη κατά των εχθρών του.

Αυτό και έπραξε ο Κωνσταντίνος, πιστεύοντας πλέον ολόψυχα εις Τον Ένα και Αληθινό Θεό και τα στρατεύματα του όρμισαν έχοντας τον Σταυρό ως κραταιό όπλο.

Εις την μάχη που ακολούθησε εις τον ποταμό Τίβερη πλησίον της παλαιάς γέφυρας της καλουμένης Μυλβίας, ο Κωνσταντίνος θριάμβευσε διαλύοντας τα εχθρικά στρατεύματα, ο δε Σταυρός προκάλεσε τρόμο εις τον κατατροπωμένο Μαξέντιο, ο οποίος δεν μπορούσε να βρει τρόπο και κατεύθυνση διαφυγής και εν τέλει πνίγηκε εις τον ποταμό Τίβερη.

Ο μεγάλος νικητής χρίσθηκε νέος Βασιλεύς της Ρώμης και οι κάτοικοί της τον υποδέχθηκαν μετ’ αγαλλιάσεως, χαράς και μετά πάσης προσήκουσας μεγαλοπρέπειας. Δοξολογών δε ο Άγιος τον Κύριο, εκκίνησε έκτοτε το έργο για το οποίο τον προόριζε «Ὁ τὴν Ἀνάστασιν διδοὺς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων», ήτοι το έργο της εδραιώσεως της Χριστιανικής Θρησκείας, ως αυτό και οι ημέρες αυτού του έργου, περιγράφονται εις τον Μέγα Συναξαριστήν.

Ο νέος Βασιλεύς της Ρώμης, αύθις διέταξε να στηθεί ο ζωοποιός Σταυρός εις τα κυριότερα μέρη της πόλεως και παραλλήλως έδωκε εντολή ίνα λάβει χώρα προσεκτική έρευνα για την εύρεση αγίων Λειψάνων των Μαρτύρων οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους υπέρ του Χριστού και να ενταφιάσουν αυτά με ευλάβεια, ευσέβεια και πάσα τιμή.

Ελευθέρωσε τους φυλακισμένους και άφησε ελεύθερους τους εξόριστους να μεταβούν όπου ήθελαν.

Εξεδόθη υπό αυτού ως Αυτοκράτορα της Δύσης και του Λικίνιου ως Αυτοκράτορα της Ανατολής, το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων δια του οποίου η μέχρι τότε διωκόμενη θρησκεία του Χριστιανισμού, αναγνωρίσθηκε ως η επίσημη θρησκεία του Κράτους. Δια του διατάγματος αυτού, ο Λικίνιος ορκίσθηκε εις τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι δεν θα εκδιώκονται πλέον οι Χριστιανοί.

Εξέδωσε σειρά νομοθετημάτων με τα οποία απαγόρευσε την βλασφημία κατά του Χριστού, απαγόρευσε να ενοχληθεί οιοσδήποτε Χριστιανός για την πίστη του και οι παραβάτες όρισε να τιμωρούνται αυστηρώς δια δημεύσεως της περιουσίας τους.

Πρόσταξε να εγγράφονται ως στρατιώτες μόνο Χριστιανοί.

Διέταξε να καταστραφούν άπαντες οι ναοί και βωμοί που ήταν αφιερωμένοι εις τις ειδωλολατρίες και κέλευσε να κτισθούν στα θεμέλια αυτών επί της απανταχού Αυτοκρατορίας, Εκκλησίες προς δόξαν Του Χριστού, κτίσας και ο ίδιος εις την Ρώμη Ναό αφιερωμένο εις τον Σωτήρα Χριστό.

Καθιέρωσε αργία εκ πάσης εργασίας σωματικής, αρχόμενη από το Σάββατο του Λαζάρου ως την Κυριακή του Αποστόλου Θωμά και ενίσχυσε τους πτωχούς βαπτισθέντες Χριστιανούς δια βασιλικών δαπανών.

Καλλώπισε πάντες τους ανεγερθέντες Χριστιανικούς Ναούς και τους ενίσχυσε δια πλουσίων εισοδημάτων. 

Και όταν ο Λικίνιος εμφορούμενος από φθόνο κατά του Αγίου και δυσώδη κακία κατά των Χριστιανών, κατέστη επίορκος και παραβίασε τα συμφωνηθέντα, ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον του στην Ανατολή το 324 μΧ, έχων και πάλι την πανοπλία του Σταυρού ως αήττητο τρόπαιο.

Εξεδίωξε αυτόν ο οποίος ηττηθείς αρχικώς εις την Ανδριανούπολη, οχυρώθηκε εις το Βυζάντιο όπου και εκεί νικήθηκε, όπως νικήθηκε και ολίγον αργότερα εις την Χρυσούπολη, τραπείς εις φυγήν αλλά αιχμαλωτίσθηκε από τον Μεγάλο Άνακτα Κωνσταντίνο εις την Νικομήδεια της Βιθυνίας.

Φιλεύσπλαχνος ων ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, δεν τον εφόνευσε αλλά τον διέταξε να εξοριστεί εις την Θεσσαλονίκη. Καθώς όμως και εκεί συνέχισε ο Λικίνιος να ενεργεί εις βάρος του ευεργέτου του, ο Κωνσταντίνος τον αποκεφάλισε, αποκαθιστών άπαξ και διαπαντός την ειρήνη και την Του Θεού ευδοκία και ο ίδιος αποκατεστάθη μόνος Αυτοκράτωρ εις άπαν το Ρωμαϊκό Κράτος από της Ανατολής μέχρι της Δύσης.

Περί το έτος δε 316 μ.Χ, είδε ο Άγιος Θείο Όραμα με το οποίο προσετάχθη να κτίσει πόλη εις τα μέρη της Ανατολής και να την αφιερώσει εις την Υπεραγία Θεοτόκο.

Αρχικώς μετέβη εις την Θεσσαλονίκη, αλλά εμποδίστηκε από το θέλημα Του Θεού να οικοδομήσει την πόλη εκεί, όπως εμποδίστηκε και αργότερα να πράξει τούτο εις την κατεστραμμένη υπό τον Περσών Χαλκηδόνα.

Ορών δε αετούς να αρπάζουν τα εργαλεία των τεχνιτών και να τα ρίπτουν εις το Βυζάντιον, ο Άγιος διέγνωσε το Θείο θέλημα και προχώρησε εις την οικοδόμηση πόλεως εκεί, ακολουθών τον Άγγελο που εκ νυκτός τον πρόσταξε σε όραμα, να τον ακολουθήσει το πρωί και όπου μεταβεί, εκεί να θέσει τα θεμέλια.

Ούτω έπραξε ο Άγιος και οικοδόμησε μία περίλαμπρη πόλη ολοκληρώνοντας το 330 μ.Χ τις εργασίες αυτές. Της έδωσε το όνομά του και αυτή ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη.

Η Αγία μητέρα του Ελένη, μετά από όραμα, ταξίδεψε εις τους Αγίους Τόπους των Ιεροσολύμων, ίνα αναζητήσει το Τιμιότατο Ξύλο του Σταυρού. Εκεί, χάριτι και οικονομία Θεού αλλά και κατόπιν θερμής προσευχής της, ο Σταυρός ευρέθη και εκείνη αφού έκτισε πλείστους Ναούς εις την Αγία Γη, πρόσταξε όπως ο Σταυρός κοπεί εις δύο τεμάχια εκ των οποίων σχηματίσθηκαν δύο Σταυροί και έναν εξ αυτών άφησε εις τα Ιεροσόλυμα και έναν παρέλαβε ομού μετά των Τιμίων Ήλων, επιστρέφουσα εις τον υιό της.

Αφού  ακολούθως επέστρεψε η Αγία εις την Βασιλεύουσα, παρέδωσε εις την εκεί Εκκλησία και τον Πατριάρχη τον Τίμιο Σταυρό μετά θήκης που περιείχε τους Ήλους.

Εκ των τεσσάρων Ήλων, δύο τοποθετήθηκαν εις το βασιλικό στέμμα και δύο τέθηκαν δια προσκήνυσιν εις τόπον Άγιον. Μετά από λίγο καιρό, η Αγία βασίλισσα Ελένη εκοιμήθη μακαρίως και ετάφη  εις τον Ναό των Αγίων Αποστόλων.

Ο δε Άγιος και θεοσκεπής βασιλεύς Κωνσταντίνος προ του τέλους του βίου του, βαπτίσθηκε Χριστιανός και εξελθών της κολυμβήθρας ενδύθηκε λευκά ενδύματα τα οποία και διατήρησε αρνηθείς να φορέσει πλέον τα βασιλικά ενδύματα, μέχρι του θανάτου του το έτος 337 μΧ.

Αυτός είναι συνοπτικά ο βίος των δύο αυτών σπουδαιότατων Αγίων της Εκκλησίας μας, η μνήμη των οποίων τιμάται την 21η Μαΐου και αυτή είναι η προσφορά τους στον Χριστιανισμό. Έργα σπουδαία, Χριστοφίλητα, ευκλεή και καλλίκαρπα έπραξαν οι Άγιοι, συνδέοντας τον βίο τους με την ζωοποιό δύναμη του Σταυρού.

«Πανσέβαστος, θεομακάριστος βασιλεύς, ευσεβέστατος και Χριστομίμητος αυτοκράτωρ, ορθοδόξων βασιλέων πατήρ, Ισαπόστολος, Χριστού δούλος γνησιότατος, θερμός βοηθός των εν πίστει και αληθεία επικαλουμένων αυτόν»(κατά τον Μέγα Συναξαριστή και την συναφή υμνολόγία), ο Άγιος Κωνσταντίνος συν τη θεόφρονι μητρί αυτού Αγία Ελένη η οποία τον εφοδίασε με τις αρχές του ενάρετου βίου, έλαμψε δια της Χάριτος Του Θεού, ως ο Άρχων που καθιέρωσε τον Χριστιανισμό επίσημη και ακαταδίωκτη θρησκεία του Κράτους, καταλύοντας τα ψεύδη και τις πλάνες των ειδώλων.

Μέχρι και σήμερα πολλοί δυσεβώς και βλασφήμως αμφισβητούν τον Άγιο, επικαλούμενοι διάφορες θεωρίες και απόψεις απότοκες ανθρωπίνων κατασκευασμάτων. Πλην όμως εκείνος, ως εδιδάχθη εκ της μακροθυμίας του Σταυρωθέντος Σωτήρος, έδωκε το παράδειγμα της διηνεκούς αμνησικακίας κατέναντι ακόμη και των υβριστών του και αυτό αποτελεί την απάντηση εις τους αμφισβητούντες αυτόν.

Χαρακτηριστικό των ως άνω για την αμνησικακία του Αγίου, είναι αυτό που εκθέτει ο Μελέτιος στον α΄ τόμο της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας» (σελίς 335).  Συγκεκριμένα αναφέρει πως όταν κάποιοι λιθοβόλησαν την εικόνα του Αγίου, παρότι αυτός παρακινήθηκε από τους οικείους του να τους τιμωρήσει, διότι δια των λίθων επλήγωσαν το πρόσωπό του, εκείνος ψηλάφησε το πρόσωπό του και αφού χαμογέλασε είπε: «Οὐδαμοῦ πληγήν ἐπί τοῦ μετώπου γεγενημένην ὀρῷ, ἀλλ’ ὑγιής μέν ἡ κεφαλή, ὑγιής δέ ἡ ὄψις ἅπασα» (Χρυσ. Λόγ. κ’, εἰς τούς Ἀνδριάντας).

Ας γίνουμε λοιπόν και εμείς μιμητές αυτών των Αγίων, οι οποίοι μιμήθηκαν τον Χριστό, δόξασαν το όνομά Του εις τα πέρατα της οικουμένης και εκήρυξαν τον Χριστιανισμό ως την μία και μοναδική αληθινή θρησκεία. Και εδραιώνοντας την ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους δια των θεοπνεύστως αρίστων ενεργειών του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έλαβαν  ο κράτιστος αυτός βασιλεύς και η βασίλισσα μητέρα του, τα Ουράνια Στέμματα εις την Άνω Ιερουσαλήμ.

Διαβάστε ακόμα