«Θέλεις υγιής γενέσθαι;»: Το διαχρονικό ερώτημα του Χριστού προς τον άνθρωπο

Του Κωνσταντίνου Δ. Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρου

Στην προσεχή Κυριακή, κατά την οποία τιμάται η ανάμνηση του θαύματος της θεραπείας του Παραλύτου, εμπεριέχεται μία μοναδικού περιεχομένου ανθρωποκεντρική διδασκαλία της Εκκλησία μας.

Αυτή η καλλίκαρπος και έμπλεη Θείων νοημάτων ημέρα της περιόδου του Πεντηκοσταρίου, διαπνέεται από την ουσία και την σημασία μίας και μόνο απλής ερώτησης που απεύθυνε ο Ιησούς στον ασθενή παραλυτικό.

Το χρονικό του θαύματος της θεραπείας του παραλυτικού αυτού καθώς και η ερώτηση αυτή Του Κυρίου, περιλαμβάνονται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Ε´ 1 – 15), εις το οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἰουδαίων. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;

Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.

Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.

Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.»

Τα ως άνω, περιγράφονται επίσης στο θαυμάσιο Δοξαστικό του Εσπερινού της Κυριακής αυτής, εις το οποίο εκτίθεται ως εξής η θαυμαστή θεραπεία του παραλυτικού: «Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐπὶ τὴ Προβατικὴ κολυμβήθρα, τὴ λεγομένη κατὰ Ἰουδαίους Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἐχούση, ἐν ταύταις γὰρ κατεκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, Ἄγγελος γὰρ τοῦ Θεοῦ κατὰ καιρὸν ἐπιφοιτῶν, διετάραττεν αὐτήν, καὶ ῥῶσιν ἐχαρίζετο τοὶς προσιοῦσιν ἐν πίστει, Καὶ ἰδὼν ὁ Κύριος χρονιοῦντα ἄνθρωπον, λέγει πρὸς αὐτόν, θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ὁ ἀσθενῶν ἀπεκρίνατο, Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῆ τὸ ὕδωρ, βάλη μὲ εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἰατροὶς κατηνάλωσα τὸν ἅπαντά μου βίον, καὶ ἐλέους τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην, ἀλλ’ ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, λέγει πρὸς αὐτόν, Ἀρόν σου τὸν κράββατον καὶ περιπάτει, κηρύττων μου τὴν δύναμιν, καὶ τὸ μέγα ἔλεος ἐν τοῖς πέρασι.»

Ανεβαίνοντας λοιπόν ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πέρασε από την προβατική κολυμβήθρα, η οποία έλαβε την ονομασία αυτή από την γειτονική Προβατική Πύλη, από εκεί δηλαδή που περνούσαν τα πρόβατα τα οποία προορίζονταν για θυσία, αφού πρώτα τα έπλεναν στην κολυμβήθρα. Η λέξις δε Βηδεσθά που προσδόθηκε στην κολυμβήθρα, ήτο Αραμαϊκής προελεύσεως και σήμαινε «οίκος του ελέους ή οίκος της αγάπης».

Αυτή η κολυμβήθρα, έχει πέντε στοές και κάτω από τις στέγες της βρισκόταν  τότε πλήθος από χρονίως ασθενείς ανθρώπους που ανέμεναν τον κυματισμό του ύδατος από τον  Άγγελο Κυρίου, ο οποίος θα κατέβαινε και θα τάραζε το ύδωρ, ώστε όποιος ασθενής κατόρθωνε και εισερχόταν πρώτος, θα θεραπευόταν από την ασθένειά του.

Τότε, ο Χριστός συναντά έναν χρονίως (συγκεκριμένα επί τριάντα οκτώ έτη) πάσχοντα  παραλυτικό και του απευθύνει το απλό ερώτημα: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;»

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αναρωτιέται κανείς εύλογα, πως είναι δυνατόν ο Χριστός να ρωτά έναν άνθρωπο, που τόσο πολύ έχει πονέσει από την πολυετή ταλαιπωρία της ασθένειάς του, εάν θέλει να γίνει καλά;

Δεν είναι αυτονόητο ότι ήθελε να γίνει καλά; Δεν είναι αυτονόητο ότι ήθελε να απαλλαχθεί από τον πόνο του; Και κυρίως δεν είναι αυτονόητο πως ο Χριστός ήξερε ότι ήθελε να γίνει καλά;

Είναι τελικά όλα τόσο αυτονόητα στην Χριστιανική πίστη; Την απάντηση την δίδει ο ίδιος ο ασθενής παραλυτικός, ο οποίος, δεν απάντησε μονολεκτικά στο ερώτημα που του απηύθυνε ο Ιησούς, αλλά άνοιξε διάπλατα την ψυχή και την καρδιά του και έβγαλε από μέσα του έναν σπαραγμό, κάνοντας απολογισμό της ζωής του.

«Κύριε», είπε, απευθυνόμενος προς τον Χριστό (τον οποίο δηλαδή αναγνώρισε ως Κύριο), «δεν έχω άνθρωπο να με βάλει μέσα στην κολυμβήθρα όταν ταραχθεί το νερό αυτής» και συνεχίζει λέγοντας: «δαπάνησα όλη μου την περιουσία στους ιατρούς και δεν αξιώθηκα ελέους».

Εκείνη την στιγμή βιωματικά ανατρέχει σε όλη του την πορεία και συνειδητοποιεί την ματαιότητα των επιλογών του. Όμως μέσα στα λόγια αυτά υπάρχει η ηλιαχτίδα της επιθυμίας να εξέλθει αυτής της καταστάσεως. Για αυτό και εξιστορεί εν είδει απολογίας προς τον Χριστό, την διαδρομή πόνου και θλίψης που τον χαρακτηρίζουν. 

Και τότε ο Ιησούς, ως ο Ιατρός σωμάτων και ψυχών, του λέγει να σηκωθεί όρθιος, να αναλάβει το κρεβάτι του και να περπατήσει, θεραπεύοντας τον, τονίζοντας του όμως λίγο αργότερα πως: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται».

Ο παραλυτικός, δεν ήταν ασθενής μόνο στο σώμα, αλλά ήταν ασθενής και πνευματικά. Επιζητούσε μεν το να γίνει καλά, αλλά όλη την ελπίδα για την ίασή του, την είχε δώσει αποκλειστικά σε υλικά μέσα. Δεν είχε επίγνωση ότι η αμαρτία δεν εξαλείφεται χωρίς την θέληση για την υπερφυή παρέμβαση του Θεού.

Μπροστά όμως στον Κύριό του, ομολόγησε ότι δεν έχει κανέναν άνθρωπο να τον βάλει στην κολυμβήθρα και πως παρότι δαπάνησε όλα τα χρήματα του στους ιατρούς, δεν κατόρθωσε να ανακουφισθεί. Δηλαδή παραδέχτηκε ευθέως, πως η στήριξή του αποκλειστικά και μόνο στον ανθρώπινο παράγοντα, δεν του έδωσε κανένα έλεος.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, εκκίνησε η σωτηρία του, διότι η ομολογία του αυτή, συνιστά ομολογία της πίστεως, πως ο άνθρωπος ενεργώντας μόνος του χωρίς να πιστέψει στο έλεος Του Θεού, δεν μπορεί να πετύχει τίποτα.

Εις το θαυμάσιο σύγγραμμά του με τίτλο: «Η Ιστορική Πορεία του Ιησού: Από την Φάτνη ως τον Κενό Τάφο» των εκδόσεων Δόμος, ο Γεώργιος Πατρώνος αναφέρει εύστοχα (σελ.409-410) ότι: «….Ο Ιησούς που ήρθε ως ο ‘‘αίρων την αμαρτία του κόσμου’’( Ιωάν. 1,29), κατανοεί την ανθρώπινη ατέλεια και αδυναμία, ‘‘αίρει την ασθένειαν’’ (βλ. Ματθ. 8, 17), θεραπεύει και δίνει ‘‘άφεσιν των αμαρτιών’’  (Ματθ. 26, 28). Αυτό που φέρνει την αλλαγή και σώζει είναι η πίστη (Ματθ, 9,22-15,28, Μαρκ. 10,52 κ.α) Η άφεση των αμαρτιών και η θεραπεία των ασθενειών, έχουν κοινή αφετηρία την πίστη και κοινό σκοπό την είσοδο στην Βασιλεία του Θεού…..Έτσι η πίστη ενοποιεί, ουσιαστικά, το θαύμα με τη σωτηριολογική πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού…»

Βασικό συστατικό της πίστεως είναι η ελευθερία που δίδει ο Θεός εις τον άνθρωπο να επιλέξει το εάν θα Τον πιστέψει, εάν θα Τον ακολουθήσει, εάν θα Τον αγαπήσει, εάν θα εναποθέσει όλο του το είναι και κάθε ελπίδα του σε Εκείνον.

Ο Ιερός Χρυσόστομος, πιστεύειότι «η αποδοχή της πίστεως εξαρτάται από την δική μας ευγνώμονα διάθεση και από την ελεύθερη θέληση μας. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας εξαναγκάσει» («Πατρολογία» του MIGNE 51, 276-277/61,418 καθώς και περαιτέρω συναφείς αναφορές που περιέχονται εις την: «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ», των ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΑΡΩΝΗ/ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΛΑΝΑΡΑ) και προς τούτο αναφέρεται πως: «Τον γαρ μη βουλόμενον πιστεύσαι, τις κύριος αναγκάσαι;»,   

Ο Χριστός επομένως επιζητά ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος εις τις επιλογές του, δεν επιβάλλει την ίαση και την σωτηρία του και δεν τον εξαναγκάζει σε καμία πράξη, αλλά αντίθετα θέλει να πράξει αυτεξουσίως.

Διότι όπως αυτεξουσίως ο άνθρωπος προπατορικά, επέλεξε να απωλέσει τα μυρίπνοα Άνθη του Παραδείσου και «ἐν θρήνῳ κέκραγεν» όταν εκδιώχθηκε από την Πατρική αγκάλη Του Πλαστουργού γενόμενος μέτοχος της αμαρτίας, ομοίως αυτεξουσίως ο άνθρωπος της Καινής Διαθήκης, θα πρέπει να επιλέξει το εάν θα πιστέψει εις το σωτήριο έργο Εκείνου που σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για  αυτόν, «σχίσας το χειρόγραφον» των παθών και των αμαρτημάτων.  

Από τότε έως και σήμερα, ο Κύριος, απευθύνει την ίδια ερώτηση προς κάθε ένα από εμάς που αναζητούμε την ίαση των πληγών μας: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;»

Δεν επιτάσσει την σωτηρία. Δεν επιβάλλει την ίαση. Δεν θαυματουργεί επιδεικτικά και αλαζονικά. Καλεί και προσκαλεί λέγων: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι», ζητώντας την ελεύθερη βούληση και όχι τον καταναγκασμό, την ειλικρινή και όχι την υποκριτική αγάπη. 

Ως ταπεινός επισκέπτης, κρούει διακριτικά την θύρα της ψυχής μας, αναμένων να ανοίξουμε αυτήν για να εισέλθει. Και αφού «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς» εισχωρήσει στα «ενδότερα», επιζητά από εμάς, να αφήσουμε ελεύθερους τους ποταμούς των δακρύων της πίστεως να διατρέξουν την ταλαίπωρη καρδιά μας, ώστε τα δάκρυα αυτά να λειτουργήσουν θεραπευτικά, όπως ακριβώς το ύδωρ της κολυμβήθρας, το οποίο  όταν το τάρασσε ο Άγγελος, θεράπευε τους παρακείμενους ασθενείς που κατόρθωναν να εισέλθουν εντός αυτής.

Ο Χριστός,  δεν αφήνει τον άνθρωπο να βασανίζεται προσπαθώντας να εισέλθει στο ύδωρ της ιατήριας κολυμβήθρας, αλλά ο Ίδιος είναι η ζωαρχική πηγή που προσεγγίζει τον πάσχοντα, για να του προσφέρει, εφόσον θέλει να γίνει υγιής, την απολύτρωση από τα δεσμά των παθών που τον ταλανίζουν, αποδεικνύοντας διαχρονικά (όπως ο Προφητάνακτας Δαυίδ θεοπνεύστως συνέγραψε) ότι: «ὑποστηρίζει Κύριος πάντας τοὺς καταπίπτοντας καὶ ἀνορθοῖ πάντας τοὺς κατερραγμένους… εγγύς….. πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία…» (Ψαλμός 144, στιχ. 14, 18).

Διαβάστε ακόμα