Ο χριστιανός κενούται για τον συνάνθρωπο

Του Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου

   Στην Εκκλησία πάντοτε ο άνθρωπος έχει μία στάση ζωής και μαθητείας και «κείται εις προσωπικήν ανάστασιν ή πτώσιν». Η διακονία και η πορεία του κινείται ανάμεσα στην κένωση του εαυτού, στην αγάπη προς τον λεγόμενο εχθρό και στην πρόσληψη των στοιχείων του πολιτισμού.

   Είναι μία πορεία όπως του Χριστού, ο οποίος αποδέχτηκε και καταδέχτηκε να κενωθεί «μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Του Χριστού που δεν απαντά στην παράκληση του Πέτρου «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι», δηλαδή αίτημα για διαρκή παραμονή στον χώρο του Θείου φωτός, και κατέρχεται στην ιστορική πραγματικότητα γιά να την μεταμορφώσει, να αλλάξει την κοινωνία του μίσους και της διαίρεσης. Η Εκκλησία, είναι φορέας καταλλαγής και συμφιλίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους και των ανθρώπων με τον Θεό.

   Η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο που «στενάζει και συνωδίνει» γιά να τον λυτρώσει από τον «έσχατο εχθρό», τον θάνατο και γίνεται το φώς που λάμπει «έμπροσθεν των ανθρώπων».

   Η Εκκλησία κινείται εν μέσω ποικιλίας ανθρώπινων νοοτροπιών και πολιτισμών, ομολογιών, θρησκειών. Ο χριστιανός δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την πραγματικότητα και εδώ καταθέτει λόγο δυναμικό η Θεολογία με τους προβληματισμούς της και την μεταφορά με σύγχρονο τρόπο της ευαγγελικής και πατερικής εμπειρίας και διδασκαλίας.

   Λόγος που επιτάσσει την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της Εκκλησίας με τον διαφορετικό συνάνθρωπο μέσα απο έναν ειλικρινή και αληθινό διάλογο με ανοιχτότητα, θέληση παρακολούθησης της γνώμης του άλλου, ετοιμότητα για υπέρβαση προκαταλήψεων, διάθεση για μάθηση. Διάλογο με αποδοχή του άλλου και όχι με ανοχή, ώστε η πίστη του καθενός και πρωτίστως του χριστιανού να μην γίνεται αφορμή και αιτία ερίδων, μαχών και ακαταστασιών, ούτε δεκανίκι πολιτικών, εθνικιστικών, φασιστικών και άλλων μικροκομματικών επιδιώξεων.

   Ο διάλογος και η προσφορά του εαυτού του αποτελεί σήμερα κύριο έργο του χριστιανού σε τοπικό επίπεδο, σε επίπεδο συγκατοίκησης στις μικρές κοινότητες, στον Έβρο, παντού, όπως πάντοτε έπραττε και πράττει ο Χριστός και η Εκκλησια Του στην ιστορική της πορεία. Παράδειγμα ο τρόπος του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, όπως εκφράστηκε στην πόλη των Αθηνών, με την αναγνώριση της θρησκευτικότητας των Αθηναίων, της «ευσέβειας» τους και του πόθου τους γιά γνωριμία με την «αλήθεια» και Αλήθεια είναι ο Χριστός και ο Άλλος. Ο Παύλος επαινεί, δεν καταδικάζει. Εισηγείται μιά «συνέχεια» μεταξύ των «αεί αναζητητών» της θεολογικής απορίας και της κοινωνικής μεταμόρφωσης με γνώμονα τον σωτήριο λόγο τοῦ Ιησού Χριστού. Το «πως και το «τι» του διαλόγου και της συναδέλφωσης το παρέχει ο τοπικός πολιτισμός, οι παραδόσεις, η τέχνη, η φιλοσοφία, και η θεολογία τῶν ανθρώπων, όλα αυτά τα αποτυπώματα, του Θεού και της σοφίας αιώνων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας θεολόγησαν έχοντας γνώση του πολιτισμού της εποχής τους, θεολόγησαν για τον κόσμο, εντός του κόσμου και υπηρέτησαν τον αδελφό συνάνθρωπο ανεξάρτητα φύλου φυλής, θρησκείας και όποιας άλλης ανθρωπίνης συμβατικότητας με σκοπό την μεταμόρφωση του κόσμου, θεολόγησαν «μεταφέροντας» τα έσχατα στο «εδώ και τώρα».

   Η Εκκλησία σήμερα, όπως πάντα, διαλέγεται με πόνο και κόπο, αλλά κενωτικά και αγαπητικά, και παρουσιάζει τό μυστήριο τῆς Σάρκωσης στον άνθρωπο της εποχής της τεχνητής νοημοσύνης υπηρετώντας ιδιαιτέρως τον έχοντα ανάγκη άνθρωπο.

   Το πάντοτε ανανεωτικό Πανάγιο Πνεύμα, «η συνεκτική και δημιουργική των απάντων Θεού Σοφία και Δύναμις», προσκαλεί να υιοθετήσουμε νέες στάσεις ζωής και να «τείνομεν ευήκοον ούς» στις «πονεμένες» εκείνες φωνές και υπάρξεις των μεταναστών, ανδρών και γυναικών, πού όλο και πληθαίνουν και πού καλούν σε αλλαγή ρότας, σε αλλαγή νου, σε μετάνοια, σε αγώνα ενάντια στον ρατσισμό με σκοπό την κοινωνία των αγαπητικών σχέσεων και την κατάργηση των όποιων διχαστικών αντιλήψεων.

Διαβάστε ακόμα