Του Αρχιμ. Δαμασκηνού Χρυσολωρά
Κάθε επέτειος της Υπεραγίας Θεοτόκου από την Εκκλησία είναι αφορμή γιορτής. Η γέννησή Της, η Εισόδευσή Της στον Ναό, ο Ευαγγελισμός Της και κυρίως η Κοίμησή Της, (ο κατά φύσιν θάνατός Της δηλαδή). Και μοιάζει παντελώς παράδοξο, πως η φυσική λήξη μιας ζωής, γίνεται αιτία γιορτής, λόγος πανηγυρισμού.
Το αναμενόμενο είναι το πένθος, ο θρήνος, η θλίψη. Η αποχή από κάθε τι ευχάριστο και όχι η λαμπρή διάσταση και ο μεγαλοπρεπής εορτασμός μπροστά στην καταλυτική δύναμη του θανάτου. Πώς και γιατί η Εκκλησία μεταποιεί το θανατηφόρο άλγος σε χαρά; Θυμόμαστε το γεγονός όχι σαν μνημόσυνο, μα σαν πανηγύρι. Για τα δεδομένα αυτού του κόσμου είναι οξύμωρο.
Στο πρόσωπό, όμως του πανίερου προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου, υπάρχει, όχι η ανατροπή, αλλά η υπέρβαση των κοσμικών δεδομένων. Από τη σύλληψή της μέχρι την επερχόμενη Κοίμησή Της, οι νομοτέλειες αντιπαρέρχονται. Όπως γράφει ο υμνοδός, “νενίκηνται της φύσεως οι όροι”. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει.
Η Υπεραγία Θεοτόκος συνύφανε την ύπαρξή Της με την Όντως Ζωή. Προσέφερε τη θέλησή Της αρχικά, και το άσπιλο, μεν, κτιστό δε σώμα Της μετέπειτα, στον Υιό και Λόγο του Θεού, την αιτιώδη Αρχή των πάντων. Η ανθρώπινη φθαρτότητά Της συνεπλάκη με τη θεϊκή Αφθαρσία του Κυρίου μας με τρόπο υπαρξιακό. Κάθε γυναίκα που εγκυμονεί, δεν δανείζει απλά τις σωματικές της λειτουργίες στο έμβρυο της, ουσιαστικά τις μοιράζεται. Αυτό το “μοίρασμα” στην υπερφυή κυοφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου, είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την κατάποση της φθαρτής της φύσης από την άφθαρτη του Υιού Της και Θεού μας.
Στην περίπτωση της Παναγίας αποτυπώνεται το μυστήριο της συνύπαρξης του κτιστού με το άκτιστο και αποτελεί το αρχέτυπο της σωτηριολογικής πραγματικότητας, που διατρανώνει η Εκκλησία μας. Καταφαίνεται, πως γίνεται η περίφημη ένωση ανθρώπου-Θεού και τί επιφέρει για τον πρώτο, την αποδέσμευση από τη φθορά και την ισοπέδωση του θανάτου. Και αυτό, όχι αλλάζοντας τη φύση των πραγμάτων, αλλά διαφοροποιώντας τον τρόπο ύπαρξή της σχετιζόμενη πλέον με την ύπαρξή του Τριαδικού Θεού.
Αυτό ακριβώς, και με απόλυτο τρόπο, συνέβη και στην Υπεραγία Θεοτόκο. Βίωσε την ανθρώπινη φθορά, τον θάνατο. Η άρρηκτη, όμως, σχέση Της, (οργανική και αναπόσπαστη), με τον Θεό, δεν Της επέτρεψε την υπαρξιακή εξάλειψή Της. Ο θάνατός Της στην ουσία έγινε ένα συμβάν και τίποτα περισσότερο. Ακόμη και το σώμα που αφήνει πίσω του ως φυσική αποτύπωση της ζωής που έφυγε, στην περίπτωση της Παναγίας δεν θα μπορούσε να συμβεί. Ούτε αλλοίωση, ούτε φθορά μετά θάνατον. Τόσο εξυγιασμένη είχε καταστεί εν ζωή, που το αφύσικο θα ήταν να υποστεί την φυσική αποσύνθεση. Για το λόγο αυτό, χάριτι Θεού, μετατίθεται, ακόμη και το αμώμητο σώμα Της στην ουράνια βασιλεία του Θεού.
Πώς, λοιπόν, να μην γιορτάζει, και με τρόπο πανηγυρικό η Εκκλησία μας αυτό το γεγονός; Δεν είναι θάνατος, όπως τραγικά τον γνωρίζει ο άνθρωπος. Είναι “κοίμηση” και “μετάσταση”. Είναι το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα συσχετισμού θείου και ανθρώπινου παράγοντα. Τιμή και κάθε προσκύνηση οφείλουμε, σαν γένος ανθρώπινο, στο πάνσεπτο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γέννησε το “ασύλληπτο” και με το επίγειο πέρασμά Της μας έδειξε τον δρόμο, τον πολυπόθητο δρόμο, για την ακατάλυτη και ατελεύτητη συνύπαρξή μας με τον Θεό.
Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Χρυσολωράς είναι Εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Αμαρουσίου