Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας
«Διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθό πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» ρωτάει ο νέος του Ευαγγελίου μα δεν αποφεύγει να μπει σε «ρόλο ευσεβείας». Το μειλίχιο ύφος, η γονυκλισία και η υπερβολική ευγένεια,τιμή που αρχίζει από τον εαυτό του καιγίνεται κολακεία, τιμή που θέλει να υποχρεώσει το Χριστό, να τον ελέγξει.ΟΚύριος τού απαντά: Γιατί με ονομάζεις «αγαθό», Ένας ο Αγαθός, «Τήρησε τις εντολές» μα ο νέος προκαλεί,φροντίζει να αναπλαισιώσει την αφήγηση από την πλευρά του: «Ποιές εντολές;; Αυτές που φύλαξα από τα παιδικά μου χρόνια;;; σαν να μην υπάρχει εντολή που να μην την έχει εφαρμόσει.
Οι εντολές έχουν παραμορφωθεί σε κρυψώνες, δεν τόλμησε ποτέ να κοινωνήσει με τους άλλους, κλεισμένος στην φαντασιακή εικόνα (ειδωλολατρία του εαυτού του)για να πεθυμήσει τον όντως παράδεισο του Χριστού. Ο ψευτοπαράδεισος των κατορθωμάτων του,ο αυτισμός του«ιδίου θελήματος», δεν τον αφήνουν να αφεθεί στο Έλεος Του, Επικεντρώνεται στο πως θα ήθελε τον Θεό και χάνει το πως είναι όντως ο Θεός, ο Οποίος αν διάβαζε την ταπείνωση μέσα του και έλεγε ο νέος«Προσπαθώ να εφαρμόσω μα εσύ δίδαξέ με Κύριε να μαθητεύσω κοντά σου», άραγε ο Χριστός δεν θα τον δεχόταν; Δεν είπε κάτι τέτοιο μόνο : «Τι έτι υστερώ»: Δηλαδή δεν νομίζω να μου λείπει κάτι,έχει ιδέα ότι αποτελεί το τελειότερο άνθος εφαρμογής της μωσαϊκής διδασκαλίας. Ο Χριστός, για να αποδείξει στον μπερδεμένο νεαρό το εσωτερικό του κενό του ζητάει, ως επιστέγασμα της προχωρημένης πνευματικής πορείας του, να πωλήσει τα πάντα και να τα δώσει στους φτωχούς, όταν του τίθεται το όντως δίλημμα που ο ίδιος το προκαλεί – έστω και αν ξαφνιάζεται «τι έχει προτεραιότητα»ο Χριστός ξεκαθαρίζει τα κριτήρια και συνεπώς του λέει και μας λέει: Μέτρο, πυξίδα για αξιολόγηση είναι ο Θεός και μόνον, το θέλημά Του που πάντα είναι υπέρ των ανθρώπων έστω και όταν ζητά αποταγή των πάντων και ο νέος χωρίς διάθεση υπακοής, χωρίς καμία ετοιμότητα, αποδεικνύεται τελικώς ότι το μόνο που έχτιζε ήταν προστατευτικό τείχος του εαυτού.
Μια διαδρομή χρόνων στη θρησκεία τελικά δεν βοηθά να απαντήσει καταφατικά στο Θεό, έχοντας μασκαρέψει τον εγωϊσμό του σε τήρηση διατάξεων και δεν έχει πάρει τίποτε, δεν βιώνει ως δώρο την πίστη του αλλά χάνεται μέσα στο δάσος από εντολές. Τα «καλά» του έργα είναι φως; με τί κίνητρα γίνονται; έχουν Λόγο μέσα τους, τα κάνει για να τον δικαιώσουν, ή για να τονφέρουν πιο κοντά στο Θεό? Ο νέος προτιμά τα πλούτη και αρνείται τη Βασιλεία και ο εγωϊσμός του -χωρίς όριολυπάται σφόδρα γιατί, θέλει να είναι καιπλούσιοςμα και τέλειος.Δεν ήθελε να αλλάξει και έφυγε από το Χριστό. Η ψεύτικη εικόνα τραυματίζεται, μα ο νέος παραμένει αυτοδικαιωμένοςκαι ανώνυμος.
Την τελευταία λέξη έχει η θλίψη που γέμισε την ψυχή του και η απομάκρυνσή του τελικώς από τον Χριστό, επιβεβαίωσαν την αυταπάτη μιας πορείας από την οποία λείπει η χαρά, δηλαδή λείπει ο Θεός. Ο νέος δεν έχει αντέχει στη σκέψη ότι μπορεί να κάνει λάθος και είναι τότε που κάνει το μεγαλύτερο λάθος: Το να μην κάνει λάθος, παρουσιάζοντας το προφίλ ενός ανθρώπου που νιώθει υπεροχή με συμπαγή τελειομανία. Ταυτίζει την αξία του με την επιτυχία του, εγκλωβίζεται, μα ο Θεός είναι άνοιγμα, είναι πλάτυνση της ύπαρξης και άνοιξη.
Ο κίνδυνος από τις θρησκευτικές αυταπάτες και τον πνευματικό ναρκισσισμό, είναι ορατός και παραμορφώνεισε ομφαλοσκοπισμό που ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν, καταντάει την πνευματική ζωή μονοδιάστατη, ευλαβείς ασχολίες που δεν αλλάζουν τις προτεραιότητες, μόνο το σκηνικό και δεν εξυγιαίνουν τα πάθη. Η έντιμηπροσπάθεια για τήρηση των εντολών του Θεού, ως δείγμα έντιμηςπρόθεσης, όχι μόνο δεν σώζει αυτόματα μαπιθανό και να απειλήσει τη σωτηρία, όταν νομίζουμε ότι η αιώνια ζωή έρχεται με στείρα υπακοή σε κανόνες, χωρίς τη χάρη και την παρουσία Θεού και η μετοχήμαςπου συνδέεται με την Βασιλεία δεν είναι κάτι αλλά σχέση με Κάποιον, δώρημα άνωθεν, σωτηρία με το Θεό, γι’ αυτό και η υποχώρηση του ναρκισσισμού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να φτάσει κανείς στην κορυφή της αγάπης που δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτη.
Το ερώτημα του νέου του Ευαγγελίου απασχολεί κάθε άνθρωπο, όχι ακόμα και όταν,αλλά ιδίως όταν κάνει λάθη και αστοχίες. Στην ελευθερία απὸ τὴν υποδούλωση στην αυταπάτη ότι είμαστε αυτάρκεις ο πλούτος μας βρίσκεται στο Θεὸ που δεν έχει αυτοαναφορά.Δεν πρόκειται για είδους «κατάκτησης» της Βασιλείας του Θεού, μόνο ελευθερία προς τον Ζωοδότη και αυτοπαράδοση. Είναι δώρο η σχέση με το Θεό αλλά έχει και μια μορφή συναλλαγής όπως η κάθε σχέση, χρειάζεται ετοιμότητα και ισότητα στη θυσία, όταν ζητάει την καρδιά το άνθος της ελευθερίας της ύπαρξης του νέου, έχει δώσει πρώτα όλο τον Εαυτό Του. «Δος αίμα λάβε πνεύμα». Γι’ αυτό εξηγεί ότι η απεξάρτηση από τα πλούτη είναι αδύνατη με τις ανθρώπινες δυνάμεις και δυνατή με τη Χάρη. Αν κάνουμε εμείς το ελάχιστο, θα μας προσφέρει ο Θεός το άπειρο, την παντοδύναμη Χάρη του «θησαυρού εν ουρανοίς».