Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μέγα Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Λίγοι γνωρίζουν τὴν ἁγία Σωσάννα, τὸν πολύτιμο λίθο τῆς πίστεως, τὸ ἀτίμητο μαργαριτάρι στὸ περιδέραιο τῶν διακονισςῶν τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν χρυσὸ κρίκο στὴν ἀλυσίδα τῶν εὐσθενῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξίζει νὰ τὴν προβάλλουμε ὡς πρότυπο εὐσεβείας, προσφορᾶς καὶ ἀνδρείας. Γυναίκα ἀνδρεία θὰ τὴν χαρακτήριζε ὁ σοφὸς Σολομών (Παροιμ. λα΄10), γιατὶαὐτὴ ἀπώθησε τὸ ἀσθενὲς τοῦ γυναικείου φύλου καὶ μὲ τὴν ἰσχὺ τῆς θείας χάριτος, αὐτῆς ποὺ “πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ”, καὶ ἐγκολπώθηκε ἀνδρικὸ φρόνημα. Ντυμένη μὲ τὴν “πανοπλία τοῦ Θεοῦ” (Ἐφεσ. στ΄ 11) νικηφόρα διεξήγαγε τὸν διπλὸ ἀγῶνα της στὴν ἀσκητικὴ καὶ ἀθλητικὴ παλαίστρα.
Ἄνθος εὐθαλέστατο ἡ Σωσάννα ποὺ ἀναβλάστησε ἀπὸ δυσσεβῆ ρίζα, ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα εἰδωλολάτρη καὶ μητέρα Ἑβραία, τὸν Ἀρτέμιο καὶ τὴ Μάρθα, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305) κατεμύρισε μὲ τὴν προσφορά της καὶ τὶς ἀρετές της τὰ θεοβάδιστα Ἱεροσόλυμα. Πατρίδα εἶχε τὴν Παλαιστίνη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀρνήθηκε τὴν “ἀσέβεια καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες” (Τιτ. α΄ 12), προσέτρεξε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κατηχήθηκε καὶ ὁμολόγησε μιὰ πίστη καὶ “ἕν βάπτισμα” (Ἐφεσ. δ΄ 5) ἐνώπιον τοῦ πρεσβυτέρου Σιλβανοῦ.
Μὲ τὸ θάνατο τῶν γονέων της, ἡ Σωσάννα ἐλευθερώνει τοὺς δούλους της καὶ ὑπακούοντας στὸ θεϊκὸ πρσταγμα “πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς”(Ματθ. ιθ΄ 21), διανέμει τὴν περιουσία της στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη καὶ ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς μοναδικῆς πολιτείας. Ἐνδύεται ἀνδρικὰ ἐνδύματα, “κείρεται τὴν κεφαλὴ” καὶ καταφεύγει σὲ ἀνδρικὸ κοινόβιο μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Σὲ αὐτὸ τῆς περιοχῆς τῶν Ἱεροσολύμων, ποὺ ἀναδεικνύεται γιὰ τὴν Σωσάννα σχολεῖο ἀρετῶν, “ἀπεκδύεται τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο “(Κολοσ. γ΄ 9) καὶ μὲ συνεχεῖς ἀγῶνες ἐπιδιώκει τὴν ἠθικὴ τελείωση καὶ τὴν νήψη κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε΄ 8). Ἀναδεικνύεται προϊστάμενος τοῦ Κοινοβίου καὶ ἡ φήμη της ὡς Ἰωάννου ξεπερνᾶ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ περιβάλλοντος τῆς Μονῆς.
Οἱ Ἄγγελοι χαίρονται στὸν οὐρανὸ καὶ οἱ δαίμονες φρίττουν βλέποντες τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῆς Σωσάννης. Αὐτοὶ βάζουν μιὰ προσκυνήτρια νὰ συκοφαντήσει τὴν Σωσάννα, ποὺ θεωροῦσε ἄνδρα, ὅτι προσπάθησε νὰ τὴν παρακινήσει στὴν ἁμαρτία. Ἡ γενναία, ὅμως, δούλη τοῦ Χριστοῦ δέχεται προθύμως τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς συκοφαντίας. Πιστεύει ὅτι στὸ τέλος ἡ ἀλήθεια θὰ λάμψει σὰν τὸν ἥλιο, ὅπως καὶ ἔγινε.
Ὁ ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως ποὺ ἦλθε γιὰ ἀνακρίσεις πρότεινε τὴν καθαίρεση τοῦ Ἰωάννου, πού, ὅμως, ἀμυνόμενος ζήτησε δύο παρθένες διακόνισσες τῆς Ἐκκλησίας, ἐνώπιον τῶν ὁποίων ἀπεκάλυψε τὴν γυναικεία του φύση. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπληττόμενος, ὄχι μόνο ἀπάλαξε τὸν Ἰωάννη – Σωσάννα ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ θαυμάζων τὸ σθεναρό της φρόνημα τὴν χειροτονεῖ διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ἡ Σωσάννα ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία μὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἀπόλυτη ἀφοσίωση “τῷ πνεύματι ζέουσα τῷ Κυρίῳ δουλεύουσα” (Ρωμ. ιβ΄1). Ἔτσι, ἔγινε δοχεῖο οὐρανίων δωρεῶν καὶ προικίσθηκε καὶ μὲ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων. Ἡ καρδιά της, φωτιὰ ποὺ φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Νυμφίο Χριστὸ ζητεῖ τώρα νὰ ἑνωθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸ ἐνωρίτερα μαζί του. Ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὸ μαρτύριο.
Ὅταν ὁ βασιλιὰς Ἀλέξανδρος ἔρχεται στὴν Ἐλευθερούπολη καὶ προσφέρει θυσία στὰ ἀναίσθητα εἴδωλα, ἡ Σωσάννα τὰ κρημνίζει μὲ μόνη τὴν προσευχή της καὶ μὲ παρρησία ὁμολογεῖ τὴν “καλὴ ὁμολογία”(Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). Ὁ δρόμος τοῦ μαρτυρίου ἀνοίγεται τώρα μπροστά της. Τραχὺς μὰ ὡραῖος θέλγει τὴν γενναία ἀθλήτρια. Τῆς κόβουν τοὺς μαστούς, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ξαναγίνονται ὑγιεῖς. Καὶ τότε τὸ θαῦμα παίρνει ἄλλες διαστάσεις. Τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων μὴ μπορώντας νὰ κατανοήσει τὸ γενόμενο πιστεύει στὸν Θεό, δέχεται προθύμως τὸ μαρτύριο καὶ ἀποκεφαλίζεται. Συναριθμεῖται ἔτσι στὸ πλῆθος τῶν ἀθλητῶν τῆς πίστεως.
Στὸ στόμα τῆς μακαρίας Σωσάννης οἱ ἄνομοι δήμιοι ρίχνουν λειωμένο μόλυβδο, ποὺ τῆς κατακαίει τὰ σπλάγχνα. Καὶ πάλιν, ὅμως, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, μένει ἀβλαβής. Ντροπιάζονται οἱ ἀσεβεῖς ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ αὐτὰ γεγονότα. Ἐθελοτυφλοῦν μὲ τὸ νὰ ἀπορρίπτουν τὴν ἀλήθεια τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Ἐπιμένουν νὰ προτιμοῦν τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Ἔτσι, κτυποῦν ἀνελέητα τὴν Σωσάννα καὶ τέλος τὸ βασανισμένο της σῶμα τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά.
Ἀπὸ αὐτὴν ἡ ψυχὴ τῆς πολυάθλου μάρτυρος ἐξέρχεται στεναφηφόρος. Παίρνει τὸν κότινο τῆς νίκης, “τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον” (Α΄ Πέτρ. ε΄ 4) ποὺ τῆς παραδίδει ὁ Κύριος καλώντας της κοντά Του στὴν ἄληκτη μακαριότητα, στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖ ἡ Σωσάννα ἀπολαμβάνει τὴν θέα τοῦ κάλλους τοῦ ὡραίου της Νυμφίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ καταστήσει καὶ ὅλους ἐμᾶς ἄξιους μιμητὲς τοῦ ἡρωϊκοῦ της φρονήματος καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν ἀμετάθετης ἀγάπης καὶ πίστεώς της.