Το σέμνωμα του Ταϋγέτου, Παναγία η Γιάτρισσα

Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μέγα Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Ἡ Παναγία μας εἶναι τῶν Χριστιανῶν ἡ προστάτις. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὅλοι μας αἰσθανόμαστε ἀδύνατοι. Προστασία ζητάει τὸ κράτος ἀπὸ τὶς μεγάλες δυνάμεις, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς γελιέται. Προστασία ζητάει ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὸ κράτος, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μάταια. Προστασία ζητοῦν οἱ πολίτες ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ὅμως πολλὲς φορὲς μεροληπτοῦν. Προστασία ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ ἀπογοητεύεται. Προστασία ζητάει αὐτὸς ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ποὺ ὅμως ἀκολουθοῦν τὸν αἰώνιο νόμο τους ἀμίληκτα. Ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ προστατεύσει ὅλους μας καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα, μὲ σιγουριά; Ὀξὺ τὸ πρόβλημα τῆς προστασίας, ἀφοῦ ὅλοι μας κατὰ καιροὺς αἰσθανόμαστε ἀπροστάτευτοι. Ἀπροστάτευτοι ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὶς ἀρρώστιες μας, στοὺς σεισμούς, στοὺς κυκλῶνες, στοὺς κεραυνούς, στοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς. Κινδυνεύουμε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Μοιάζουμε σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου, ὅπου οἱ σφαῖρες πέφτουν βροχὴ γύρω μας καὶ ἐμεῖς παραμένουμε ἀκάλυπτοι. Θέλουμε κάλυψη, θέλουμε προστασία, θέλουμε σκέπη. Αὐτὴ τὴν κάλυψη μᾶς τὴν προσφέρει ἡ Παναγία. Δίκαια λοιπὸν ὁ ὑμνογράφος τὴν ὀνομάζει «Προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντον».

Μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, μᾶς μετασχηματίζει τὸν πόνο σὲ χαρά, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, μᾶς διασφαλίζει ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα. Τὸ γνωρίζουμε αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς σώσει: «Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων» τῆς λέμε. Μπορεῖ ἡ Παναγία μας νὰ μᾶς λυτρώσει. Ἔχει τὸν τρόπο της νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀπάθεια. Ἔχει τὴ δύναμη μὲ τὴ μητρική της παρρησία νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας, ὥστε νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ ὑπερνικήσει τὸ ἔλεός Του τὴ δίκαιη Κρίση Του.

Ἀγαπητοί μου, σ’ αὐτὸ τὸ ὄμορφο τοπίο, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας μας τῆς Γιάτρισσας, περιΐπταται ἡ χάρη της. Σ’ αὐτὸ τὸν εὐλογημένο τόπο, ποὺ χαϊδεύει ἡ Μεσογειακὴ αὔρα καὶ περιφρουρεῖται ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς Παναγίας μας, ἐρχόμαστε οἱ πιστοὶ νὰ λάβουμε τὴν εὐλογία της. Νὰ φύγουμε μὲ ἀναπαυμένη τὴ συνείδηση ὅτι ἡ Παναγία μας ἄκουσε τοὺς χτύπους τῶν καρδιῶν μας καὶ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ δίκαια αἰτήματά μας.

Ἡ Παναγία ἡ Γιάτρισσα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προσκυνήματα τῆς Μάνης καὶ ὁ θρόνος της δεσπόζει πάνω στὶς ὑψηλὲς βουνοκορφὲς τοῦ Ταϋγέτου, στὴν περιοχὴ τῶν Βαρδουνοχωρίων, δίπλα στὸ ὄμορφο δάσος τῆς Βασιλικῆς καὶ στὸ τέρμα μιᾶς καταπληκτικῆς ὀρεινῆς διαδρομῆς.

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Γιάτρισσας μοιάζει μὲ ἀετοφωλιὰ κτισμένη στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ταϋγέτου, σὲ ὑψόμετρο 1040 μέτρων, στὰ σύνορα τῶν νομῶν Λακωνίας καὶ Μεσσηνίας. Ἐκκλησιαστικὰ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μάνης, ἡ ὁποία ἔχει ἕδρα τὸ Γύθειο καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸ Γενέσιο τῆς Παναγίας μας, ποὺ γιορτάζεται στὶς 8 Σεπτεμβρίου.

Τὸ ἱερότερο κειμήλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Γιάτρισσας» καὶ ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός του εἶναι ἡ χαριτόβρυτη εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Εἶναι μικρὴ σὲ μέγεθος καὶ ἁγιογραφημένη ἐπάνω σὲ σκληρὸ ξύλο ἀπὸ καστανιά. Εἰκονίζει τὴν ὡραία σκηνὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου φαίνονται τὰ πρόσωπα τῶν Θεοπατόρων, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, τῆς Παναγίας μας ὡς Βρέφους καὶ ἕξη γυναικῶν, δηλαδὴ τῶν ὑπηρετριῶν, τριῶν ποὺ σπεύδουν νὰ δώσουν φαγητὸ στὴ λεχὼ καὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦν καὶ ριῶν ποὺ μεριμνοῦν διὰ τὸ ἀρτιγέννητο βρέφος.

Τὸ ἀσημένιο ὑποκάμισο τῆς πρώτης εἰκόνος ἔγινε τὸ 1863 μὲ δαπάνη τοῦ Ἠλία Παναγουλάκου ἀπὸ τὸ Γύθειο. Μὲ δωρεά του ἔγινε τὸ ἀσημένιο κάλυμμα τῆς εἰκόνος τῆς «Γιάτρισσας». Αὐτὸς εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν τρομερή, γιὰ τὴν ἐποχή του, ἀσθένεια τῆς φυματιώσεως, ἀσθένεια ποὺ ἐπανεμφανίζεται, δυστυχῶς, καὶ σήμερα μὲ τὴν ἀνεξέλεγκτη εἴσοδο στὴ χώρα μας πτωχῶν καὶ ἐμπεριστάτων λαθρομεταναστῶν. Κατέφυγε στοὺς τότε καλύτερους γιατροὺς τῆς Ἀθήνας, οἱ ὁποῖοι τοῦ συνέστησαν νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Ἑλβετία. Ἡ χώρα αὐτὴ διέθετε τότε τοὺς πιὸ ἔμπειρους γιατρούς, τὰ τελειότερα 15 Σανατόρια καὶ τὶς εὐνοϊκότερες κλιματολογικὲς συνθῆκες γιὰ τοὺς φυματικούς. Αὐτός, ὅμως, δὲν συμμορφώθηκε μὲ τὶς ὑποδείξεις τους, ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ μητέρα τοῦ ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας, τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ, ἐπέστρεψε στὸ Γύθειο καὶ ἀνέβηκε στὴ «Γιάτρισσα», ὅπου παρέμεινε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα προσευχόμενος. Περνοῦσε τὶς ἡμέρες του μέσα στὴν καθαρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ταϋγέτου καὶ κυρίως στὸ πνευματικὸ περιβάλλον τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἄμεση συντροφιὰ τὴν Παναγία μας. Μπροστὰ στὴν εἰκόνα της, κάτω ἀπὸ τὸ ἁπαλὸ φῶς τῶν καντηλιῶν, ἔψαλλε πρωῒ καὶ βράδυ καὶ ἀπέθετε κάθε του ἐλπίδα στὴ χάρη της λέγοντάς της:

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου
εἰς σὲ ἀνατίθημι,
Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,
φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

Φλεγόμενος στὸ καμίνι τοῦ πυρετοῦ, αὐτοῦ ποὺ κατατρώει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ μειώνει τοὺς σωματικές τους δυνάμεις, ἀπευθυνόταν μὲ θέρμη στὴν Παναγία μας ἀναγνωρίζοντάς την «τῆς νόσου του ἰατρόν» καὶ «μόνην καταφυγὴν» στὶς θλίψεις του.

Ἐδῶ στὸ Μοναστήρι ὁ γνήσιος οἰκέτης τῆς Παναγίας μας,ὁ Ἠλίας, ρουφοῦσε μὲ βουλιμία τὸ ἄφθονο ὀξυγόνο τῆςπίστεως καὶ γέμιζε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῆς ἉγίαςΓραφῆς τὰ στήθη του μὲ ἐλπίδα. Ἀντλοῦσε δύναμη ἀπὸ τὴ χάρητης, λὲς ἀπὸ πηγὴ ἰαμάτων, γιὰ νὰ νικήσει τὴν ἀσθένεια. Μοναδικὸ φάρμακο εἶχε τὴν τακτικὴ Θεία Κοινωνία, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἔπαιρνε «εἰς ἴασιν ψυχῶν καὶ σωμάτων, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον». Ἔτσι, ἡ Γιάτρισσα κατὰ τὸ μέτρο τῆς πίστεώς του τοῦ χάρισε τὸ πολύτιμο καὶ πολυπόθητο ἀγαθό, τὴν ὑγεία.
Ὅταν ὁ Ἠλίας καὶ πάλι ἐπισκέφθηκε τοὺς γιατρούς του στὴν Ἀθήνα, τὴν βρῆκαν θεραπευμένο ἀπὸ τὴ φυματίωση καὶ τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι οὔτε τὸ παραμικρὸ ἴχνος τῆς νόσου δὲν ὑπῆρχε πάνω του καὶ τὴν ἴαση τὴν ἀπέδιδαν στὴ μετάβασή του στὴν Ἑλβετία, μὴ γνωρίζοντες ὅτι δὲν τοὺς εἶχε ἀκούσει, ἀλλὰ 16 εἶχε μεταβεῖ στὴν «Ἑλβετία τοῦ Ταϋγέτου», στὴν Παναγιά μας τὴ Γιάτρισσα. Μὲ χαρὰ τοὺς διηγήθηκε τὴ θαυμαστὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας καὶ τοὺς παρώτρυνε, ὅπως καὶ ἄλλους ἀσθενεῖς
κατευθύνουν στὴ χάρη της ἀντὶ τῆς Ἑλβετίας.

Θεραπευμένος ἔτσι ὁ Ἠλίας Παναγουλάκος ξαναγύρισε γεμάτος εὐγνωμοσύνη, κατ’ ἀπομίμηση τοῦ εὐγνώμονος λεπροῦ Σαμαρείτη, στὸ Μοναστήρι τῆς «Γιάτρισσας», γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴν Παναγία μας. Μέσα στὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἑσπερινοῦ γονάτισε στὴ χάρη της καὶ ψέλλισε τὸ τροπάριο τοῦ
Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος: «Τί σοι δῶρον προσάξω, τῆς εὐχαριστίας, ἀνθ’ ὧνπερ ἀπήλαυσα», Γιάτρισσά μου Κεχαριτωμένη; Στὴ συνέχεια πῆρε τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα της καὶ τὴν πῆγε στὰ Κύθηρα, ὅπου μὲ εὐγνωμονοῦσα καρδιὰ τὴν ἐπένδυσε μὲ καθαρὸ ἀσήμι γιὰ μνημόσυνό του αἰώνιο.

Τὸ ὄνομα «Γιάτρισσα» δόθηκε στὴν Παναγία μας γιὰ τὶς πολλὲς της ἰάσεις στοὺς ἀσθενεῖς πρόσφυγες τῆς χάριτός της. Δὲν τὴν ὀνόμασαν «Γιάτρισσα» τὰ Προεδρικὰ Διατάγματα, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ κατέφυγαν στὴ χάρη της καὶ ἔνοιωσαν τὴν ταχινή της βοήθεια γιὰ τὴ θεραπεία τους.

Ὁ χρόνος ἱδρύσεως τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν εἶναι ἱστορικὰ ἐξακριβωμένος. Εἶναι, ὅμως, σίγουρο, ὅτι στὰ προχριστιανικὰ χρόνια στὸ ἴδιο σημεῖο ὑπῆρχε ναὸς ἀφιερωμένος στὴ θεὰ Ἀθηνᾶ. Σύμφωνα μὲ τὸν ἄλλοτε ἡγούμενο π. Σωφρόνιο Σαραντόπουλο «ἔκειτο πρὸ Χριστοῦ μέγιστος Ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς, ὑπηρετούμενος ὑπὸ πολλῶν τότε ἱερέων», ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸ μακαριστὸ Μητροπολίτη Γυθείου καὶ Οἰτύλου, κυρὸ Σωτήριο, «τὴν τοποθεσία αὐτὴ τὴν εἶχαν διαλέξει στὴν ἀρχὴ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, γιὰ δική τους κατοικία. Βρισκόταν μακρυὰ ἀπὸ τὶς θαλάσσιες ἀκτές, γιὰ τὸ φόβο τῶν πειρατῶν, καὶ κοντὰ στὰ δάση, γιὰ τὴ χρήση τῆς ξυλείας καὶ τὴν ἀνάπτυξη καὶ συντήρηση τῆς κτηνοτροφίας. Ἐκεῖ, λοιπόν,
εἶχαν κτίσει μαζὶ μὲ τὶς κατοικίες τους καὶ τοὺς ἱεροὺς βωμούς τους.

Μὴ λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ἐπεδίωκαν, μὲ κάθε τρόπο τὸ ψυχικό τους ἀνέβασμα. Ἀναζητοῦσαν τὸ Θεὸ κυρίως στὰ ψηλώματα, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν ἐκλέξει γιὰ κατοικία 17 τῶν θεῶν τους τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου. Οἱ Χριστιανοὶ ἄλλωστε τὰ ἄνω ζητοῦν πάντοτε κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου: «Τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολοσ. γ΄ 1) , καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἰησοῦ μας «Ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἑμαυτόν» (Ἰωάν. ιβ΄ 32). Κάποια στιγμή, λοιπόν, σὲ αὐτὴ τὴ θέση χτίσθηκε Ναὸς ἀφιερωμένος στὴν Παναγία. Σύμφωνα μὲ τὸν π. Σωφρόνιο Σαραντόπουλο ἡ μετατροπὴ τοῦ Ναοῦ ἀπὸ παγανιστικὸ σὲ χριστιανικὸ συντελέσθηκε ἀρχικὰ τὸ 382. Στὸ σημεῖο μάλιστα αὐτὸ λέγεται ὅτι δὲν κτίσθηκε μόνο ἕνας Ναός, ἀλλὰ ὁλόκληρο μοναστηριακὸ συγκρότημα. Αὐτὴ ἡ παράδοση ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς τοποθεσίας «Καλογερικά». Δὲν εἶναι καθόλου ἀπίθανο νὰ πέρασε ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος Νίκων, ὁ «Μετανοεῖτε», ὁ ὁποῖος γιὰ ἀρκετὸ χρόνο παρέμεινε στὴ Μάνη. Τὸ βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι ὁ φλογερὸς αὐτὸς ἱεραπόστολος εἶχε κτίσει στὸν Ταΰγετο πολλοὺς Ναούς. Μία μάλιστα ἀπὸ τὶς πολλὲς πλευρὲς τοῦ Ταϋγέτου, ἐπάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ ποὺ λέγεται Ἅγιος Νίκων (Πολιάνα), ὀνομάζεται καὶ σήμερα «Ἅγιος Νίκος». Σώζεται μάλιστα ἡ παράδοση, ὅτι ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Νίκωνος βρίσκεται στὸ παλιὸ Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὸ χωριὸ τῆς Λαγκάδας.

Ὁ Ναὸς τῆς Γιάτρισσας ἐρήμωσε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, λόγω πολέμων, ἐπιθέσεων πειρατῶν καὶ ἄλλων δυσχειμέρων καταστάσεων μέχρι καὶ τὸ 1632 περίπου, ὅταν ὁ Κυριακούλης Ἡλιαφέντης, ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς Καστάνιας, καὶ ἡ γυναίκα του Μαρία, 56 ἐτῶν καὶ οἱ δύο σύμφωνα μὲ τὸν π. Σαραντόπουλο, ἀποφάσισαν νὰ μονάσουν, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κατακραυγὴ τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ἦσαν ἄτεκνοι καὶ ἡ ἀτεκνία ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἀποτελοῦσε ὄνειδος, ἰδίως γιὰ τὴ γυναῖκα, καὶ νὰ κτίσουν Μονὴ καὶ κελλιὰ στὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου Ναοῦ. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸ θρύλλο ἡ Μαρία Ἡλιαφέντη ἔμεινε ἔγκυος τὴν ἀμέσως ἑπόμενη χρονιὰ ἀπὸ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ Ναοῦ, ἐνῶ γέννησε καὶ δεύτερο παιδὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα. Ἀπὸ τότε μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἡ Παναγία ἡ Γιάτρισσα εἶναι ἀπόλυτα συνδεδεμένη μὲ τὴν καθημερινὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τὴν 18 ἱστορία τῆς Βαρδούνιας καὶ συγκεντρώνει πλήθη προσκυνητῶν ὅλο τὸ χρόνο.

Σήμερα τὸ ἱστορικὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Γιάτρισσας εἶναι ἀνδρικὸ καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. κ. Χρυσόστομος ἀνέθεσε τὴν ἐπάνδρωσή του στὸν ἐγνωσμένης πνευματικῆς ἀξίας, πολύπειρο Ἀρχιμανδρίτη π. Χρυσόστομο Πανταζή.

Ἂς εὐχηθοῦμε ὅπως τὸ Μοναστήρι ἀνοίξει καινούρια πνευματικὴ σελίδα μὲ τὴν ποδηγεσία του στὴ διαχρονική του ἱστορία, σελίδα γραμμένη μὲ ἀνεξίτηλα γράμματα πρὸς δόξαν Θεοῦ, τιμὴ τῆς Παναγίας μας, τῆς Γιάτρισσας, καὶ ὠφέλεια καὶ θεραπεία πολλῶν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ

Διαβάστε ακόμα