Tου Αρχιμ. Νήφωνος Συριανού – Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Γλυφάδας
Σέ μιά κοινωνία πού πανταχόθεν ἀκούγεται ἡ λέξη ἀγάπη, θά περίμενε κανείς νά ἀντικρίζει γύρω του καταστάσεις παραδείσου. Ἡ πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι πολύ διαφορετική. Ἐνίοτε ἄκρως ἀποκρουστική καί ἀπελπιστική. Τί καί ἄν ὑπάρχουν ἀπειράριθμες μή κυβερνητικές ὀργανώσεις, οἱ ὁποῖες φιλοδοξοῦν νά προσφέρουν ἀγάπη πρός κάθε πονεμένο ἄνθρωπο, ἐντούτοις, οἱ συρράξεις μεταξύ τῶν λαῶν, οἱ ἐμπάθειες, οἱ ἀντεγκλήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες, ἡ βία καί ὁ ἀλληλοσπαραγμός περισσεύουν.
Εἶναι πραγματικά ἐφιαλτική ἡ διαπίστωση, ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ξέρει νά ἀγαπᾶ καί ἄν θεωρητικά γνωρίζει, δέν μπορεῖ. Καί δέν μπορεῖ, διότι ὁ ἐγωισμός λειτουργεῖ σάν κλειδί πού κλειδώνει τόν ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό του καί τοῦ στερεῖ τήν χαρά τοῦ δοσίματος καί τοῦ σπαταλήματος στήν ἀγάπη. Ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς, ὅμως, γίνεται ἀντιληπτή μόνο μέσῳ τῆς ἀγάπης καί τῆς προσφορᾶς πρός τόν συνάνθρωπο∙ τόν πλησίον, ὅπως τόν ὀνομάζει ὁ Κύριος.
Ἡ γνωστή παραβολή τοῦ Χριστοῦ περί τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, τήν ὁποία διαβάζουμε κατά τήν Η’ τῶν Κυριακῶν τοῦ Λουκᾶ, ἀποτελεῖ τόν ὁρισμό τῆς πραγματικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Ὁ καλός Σαμαρείτης, παρά τό ὅτι «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις», παραθεωρεῖ τίς ὅποιες διακρίσεις εἴτε εἶναι φυλετικές, εἴτε ἐθνικές, εἴτε θρησκευτικές καί πράττει αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή του. Περιθάλπει τόν ἡμιθανῆ ἄνθρωπο πού συναντᾶ στόν δρόμο του καί μάλιστα μέ κίνδυνο τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς. Κανένας δέν τόν διαβεβαιώνει, ὅτι δέν ἀπειλεῖται καί ὁ ἴδιος καί ὅτι οἱ κακοποιοί δέν καιροφυλακτοῦν, προκειμένου νά ἐπιτεθοῦν στό νέο τους θύμα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά δέν φείδεται κόπου, χρόνου καί χρημάτων. Ἐλεεῖ αὐτήν τήν ἀναγκεμένη ὕπαρξη μετά περισσῆς προθυμίας. Δείχνει πρωτοφανές ἐνδιαφέρον γιά κάποιον πού τοῦ εἶναι, ὄχι ἁπλῶς ἄγνωστος, ἀλλά εἶναι καί Ἰουδαῖος.
Ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς γίνεται τό ἀξιομίμητο πρότυπο ἐφαρμογῆς τῆς ἀληθοῦς ἀγάπης. Ἐφόσον ἡ ἀγάπη δέν εἶναι θεωρία, ἀλλά μίμηση Χριστοῦ καί ὡς ἐκ τούτου ἐλεύθερη κίνηση τῆς καρδιᾶς καί κατ᾿ ἐξοχήν πράξη καί βίωμα. Δεν γνωρίζει ὅρια, ὅρους, φυλές καί γλῶσσες. Ἐπίσης, ὁ «πλησίον» δέν συγκεκριμενοποιεῖται. Τόν συναντᾶ κανείς στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἐμπεριστάτου συν-ανθρώπου πού ἔχει ἀνάγκη, ὄχι μόνο τήν ὑλική μας συνδρομή, ἀλλά πολλάκις τόν ζεστό καί παραμυθητικό μας λόγο, τό ἐλπιδοφόρο χαμόγελό μας, τήν συμπονετική ἀγκαλιά μας, τήν ἐπιστηρικτική παρουσία μας στήν ζωή του.
Βεβαίως, ὀ δρόμος τῆς ἀγάπης εἶναι δύσβατος καί ἀνηφορικός. Ἀπαιτεῖ ὑπέρβαση τοῦ ἐγωισμοῦ καί τοῦ ἀτομισμοῦ, κάτι πού εἶναι ἐπίπονο καί ὀδυνηρό. Διότι, δυστυχῶς, δέν κατορθώσαμε νά ἀνταποκριθοῦμε στήν Ἁγιογραφική προτροπή: «υἱέ δός μου σήν καρδίαν». Δέν θελήσαμε νά δώσουμε τήν καρδιά μας στόν Θεό καί νά τόν κάνουμε κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀντιθέτως, θεοποιήσαμε τούς ἑαυτούς μας, ἐξειδανικεύσαμε τήν εἰκόνα μας, ἀρεσκόμενοι νά βλέπουμε παντοῦ δικά μας ἀντίγραφα καί ὄχι τούς ἄλλους. Γιά νά φτάσει, ὅμως, κανείς στήν κατά Χριστόν ἀγάπη θά πρέπει νά μάθει νά ἀγαπᾶ τόν Θεό «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» καί τότε θά μπορέσει νά ἀγαπήσει καί τόν «πλησίον ὡς ἑαυτόν».Ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ∙ «πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» πρός τόν Νομικό τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος τόν ῥωτᾶ τί νά κάνει, γιά νά κερδίσει τήν αἰωνία ζωή εἶναι ὁ ἀσφαλέστερος δρόμος πού ὁδηγεῖ σέ αὐτήν.
Ἔτσι, γιά νά βαδίσουμε σταθερά στό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ στήν αἰωνία ζωή, χρειάζεται νά πορευθοῦμε μιμούμενοι τόν Χριστό καί νά μάθουμε νά ἀγαπᾶμε ὅπως θέλει Ἐκεῖνος. Ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητος τῆς ἀληθοῦς ἀγάπης εἶναι ἡ καθολικότητα καί ἡ αὐτοθυσία. Καί τά δύο αὐτά στοιχεῖα ὡς ἀπαραίτητα συστατικά τῆς τελείας ἀγάπης τά διακρίνουμε στό πρόσωπο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Κάθε προσπάθεια ἀπομονώσεως τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου στοιχείου ὑποβιβάζει τήν ἀγάπη σέ συμφέρον.
Καλούμενοι, λοιπόν, νά ἐφαρμόσουμε στήν πνευματική μας ζωή τόν λόγο τοῦ Κυρίου, θά πρέπει νά κατανοήσουμε, ὅτι ἄν ἡ ἀγάπη μας δέν περιλαμβάνει σέ πλάτος καί τόν τελευταῖο ἄνθρωπο, ἀκόμα καί τόν χειρότερο ἐχθρό μας καί ἄν σέ βάθος δέν φτάνει μέχρι τήν αὐτοθυσία, τότε δέν εἶναι ἀγάπη, ἀλλά ἕνα ἐπιπόλαιο καί εὐμετάβλητο συναίσθημα.
Εἴθε νά πορευόμαστε πράττοντες πάντοτε ὅ,τι καί ὁ καλός Σαμαρείτης. Διότι μόνο τότε θά καταστοῦμε κληρονόμοι ζωῆς αἰωνίου καί μέτοχοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γένοιτο!