Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ἠθικὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος

Του Ἀρχιμανδρίτου Φιλίππου Χαμαργιᾶ Πρωτοσυγκέλλου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Msc «Ἠθικὴ Φιλοσοφία»

Μέσα σὲ μὶα κοινωνία ποὺ βιώνει κρίσεις καὶ ἀμφισβητήσεις, μὲ τὴν ἠθικὴ φθορὰ,τὴν σήψη καὶ τὸ ἰδιοτελὲς συμφέρον νὰ ἔχουν καταλάβει τὴ θέση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης καί ὅπου τὸ «ἐγὼ» πολλὲς φορὲς «καταργεῖ» τὸ «ἐμεῖς», ἡ Ἐκκλησία μας  συνεχίζει νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὴ διδασκαλία του καὶ νὰ τὴν θεωρεῖ ὡς γνώμονα τῆς ζωῆς.  Μιὰ διδασκαλία ποὺ ἔχει ὡς βάση της, καὶ ὡς τελικὴ ἐπιδιώξή της, τὴν ἠθικὴ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Μιὰ ἠθικὴ ὅμως, ὄχι στὰ δεδομένα τῶν «ἠθικιστῶν» τῆς ἑκάστοτε κοινωνίας, ἀλλὰ ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸν πρῶτο διδάξαντα τὸ ἀγαπητικὸ ἦθος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ «ἄλλος τρόπος ὕπαρξης» τοῦ ἀνθρώπου ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα ἀφιερώσεως στὴν ποιμαντικὴ διακονία κοσμεῖ μὲ τὸ ἔργο, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴ διδασκαλία του τὴν Ἐκκλησία. Σπούδασε σὲ Ἑλληνικὲς σχολὲς καὶ μελέτησε τὰ κείμενα τῆς κλασικῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας. Μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του καὶ τὴ μελέτη τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων ἐπεδίωξε νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἄδυτα τῆς ἀνθρώπινης ὕπάρξης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ. Θεωροῦσε πολὺ σημαντικὴ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ γιατὶ ἐκεῖ ἀναζητοῦσε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐγκατέλειψε τὴν ταραχώδη ζωή τῆς πόλης καὶ πρὸς «τὸν ἡσύχιον βίον αὐτομολεῖ». Τὸν Χρυσόστομο ἐνδιέφερε κυρίως ἡ μόρφωση τῶν ψυχῶν ἐπειδὴ πίστευε ὅτι ἡ θεωρία καὶ ἡ πράξη πρέπει νὰ συμπίπτουν, γιὰ αὐτὸ καὶ αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τῆς ἀσκήσεως, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πλήρης πνευματικὴ ὁλοκλήρωση μὲ τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σώματος.

Στὴ μοναχικὴ του ζωὴ ἀσκήθηκε μὲ περισυλλογή, αὐτο εξέταση καὶ προσευχή, ἐπιδιώκοντας νὰ ἐξυψωθεῖ στὶς σφαῖρες τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τῆς ματαιότητος καὶ παροδικότητος τῆς παρούσης ζωῆς.  Στὴν ὁμιλία του  «Πρὸς Εὐτρόπιον», τονίζει ὅτι: «καὶ στοὺς τοίχους καὶ στὰ ἐνδύματα καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὶς οἰκίες καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς θύρες καὶ στὶς εἰσόδους καὶ πρὸ πάντων στὴ συνείδηση καὶ καρδιά συνεχῶς πρέπει νὰ γράφουμε  καὶ συνέχεια νὰ μελετοῦμε πάντοτε τὸ ῥητὸ “ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης”» (Οἱ δύο λόγοι εἰς Εὐτρόπιον, Εἰσαγωγὴ – Ἀναλυτικὴ ἀπόδοσις στὰ Νεοελληνικὰ ὑπὸ Βασ. Μουστάκη, Ἀθῆναι 1967, σελ. 12).

Μελέτησε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ξεκίνησε νὰ γράφει τοὺς Περὶ Ἱερωσύνης Λόγους, ὅπου ἐξηγεῖ πoιός πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερέας καί τὶ εἶναι ἡ κατὰ Χριστὸν ἱερωσύνη, τὸν Περὶ Παρθενίας, ὅπου ἐξηγεῖ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ πνευματικὴ ζωὴ ξεπερνάει τὰ σωματικὰ πάθη, τὸν Εἰς Σταγείριον Μοναχὸν δαιμονιζόμενον, ποὺ ἐξηγεῖ ὅτι οἱ δοκιμασίες,τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, ὀφείλονται σὲ κάποια «μυστικὴ» πρόνοιά του ἀποκαλυπτόμενη στὸν μέλλοντα αἰῶνα, τοὺς Περὶ κατανύξεως δύο λόγους εἰς Δημήτριον καὶ Στελέχιον, καὶ τὸν Πρὸς Θεόδωρον ἐκπεσόντα, ἔργαστὰ ὁποῖα ἐξηγεῖ ὅτι ὅταν ἐκπέσει κάποιος πνευματικὰ πάλι μπορεῖ νὰ ἐπανέλθει στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἐπιπλέον, ἡ ἁγιότητά του φάνηκε καὶ μέσα ἀπὸ τὰ θαύματά ποὺ ἐποίησε, ὅπως ἡ θεραπεία ἑνὸς περιφανῆ Ἀντιοχέα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἡμικρανία, ἡ θεραπεία τοῦ ἄρχοντα Ἀρχέλαου τῆςἈντιοχείας ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ λέπρα, πείθοντάς τον νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποκινήσει καὶ ἄλλους ἄρχοντες νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, ἡ θεραπεία τοῦ Εὔκλεου ποὺ εἶχε χάσει τὴν ὄρασή του ἀπὸ τὸ ἕνα μάτι καὶ ἀποκαταστάθηκε μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου, ἡ θεραπεία τῆς Ἀντιοχειανῆς Χριστίνας ποὺ αἱμορροοῦσε γιὰ ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐλευθερώθηκε μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου, καὶ τέλος ἡ ἐξουδετέρωση ἑνὸς φονικοῦ λιονταριοῦ ποὺ εἶχε φονεύσει καὶ καταβροχθίσει πολλοὺς Ἀντιοχειανοὺς γεωργοὺς, χρησιμοποιῶντας ὡς μοναδικὸ μέσο τὸν Τίμιο Σταυρό.

Ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν ἀφιερωμένη στὴ θυσία καὶ στὴν προσφορὰ. Ἔστρεψε τὴν προσοχὴ του στὴν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας περιθάλποντας στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Ὅταν εὑρίσκετο στὴν Ἀντιόχεια, ὑπῆρχε πλῆθος πτωχῶν. Ἐκεῖ ἵδρυσε εὐαγῆ ἱδρύματα, ὅπως πτωχοκομεῖα καὶ γηροκομεῖα καὶ καθιέρωσε τὸ συσσίτιο γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἡ Ἐκκλησία, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση καὶ φροντίδα του, εἶχε ἀναλάβει τὴν περίθαλψη τῶν φτωχῶν, ἀσθενῶν, ξένων καὶ φυλακισμένων. Περιέθαλπε τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἀπόρους καθημερινά. Ἀναλογο ἔργο ἐπιτέλεσε καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἵδρυσε πλῆθος εὐαγῶν ἱδρυμάτων μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἐνδεῶν. Ὀργάνωσε καὶ ἐκεῖ τὸ ἡμερήσιο συσσίτιο μὲ τὸ ὁποῖο ἔτρεφε ἑπτὰ χιλιάδες (7.000) ἀπόρους. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς δραστηριότητάς του ὑπῆρξε καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τοὺς φυλακισμένους, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν πολυάριθμοι. Μὲ χρήματα ἀπὸ προσφορὲς ἐλευθέρωνε φυλακισμένους γιὰ χρέη ἢ πλήρωνε τὰ λύτρα τῶν αἰχμαλώτων. Σημαντικὸ ῥόλο στὴν ἐπιτέλεση τοῦ φιλανθρωπικοῦ του ἔργου διαδραμάτισε ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ χήρευσε νωρίς, ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία, ὡς προϊσταμένη τῶν φιλανθρωπικῶν ἔργων ποὺ διενεργοῦσε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ νέος τρόπος ζωῆς ποὺ παρουσίασε στὴν Κωνσταντινούπολη ἰκανοποίησε πολλοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἀλλὰ δημιούργησε καὶ πολλὲς ἀντιδράσεις, ἐπειδή προσπάθησε νὰ δείξει τὸν πραγματικὸ χαρακτῆρα τοῦ χριστιανοῦ ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα του καὶ συνήθως ἐπειδή ἡ δρὰση φέρνει ἀντίδραση.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, οἱ μαθητές του, ποὺ ἦταν πλῆθος ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ πιστῶν, δὲν ἀναγνώρισαν τοὺς διαδόχους του καὶ δημιουργήθηκε τὸ σχίσμα τῶν Ἰωαννιτῶν, ὅπως ὀνομάστηκε. Υἱοθετήθηκε καὶ ἀπό τὶς ἐκκλησίες τῆς Δύσεως καὶ μάλιστα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης. Ἡ ἄρση του ἔγινε ἐν μέρει ὅταν ἀναγράφτηκε στὰ δίπτυχα τῶν Πατριαρχείων τὸ ὄνομα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου – Ἀντιοχείας (413), Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀλεξανδρείας (417) καὶ τελικὰ κατά τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ πρώην μαθητή του Πρόκλο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, λίγα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ὀνομάσθηκε Χρυσόστομος ἐξαιτίας τῆς μεγάλης ῥητορικῆς του δεινότητας. Ἐκτὸς ὅμως τῆς ῥητορικῆς του, τὸν διέκρινε καὶ τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Ἑρμήνευσε σχεδὸν ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὰ γραπτὰ ἔργα ποὺ ἄφησε στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πνευματικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ μεγάλος Ἱεράρχης, ὁ οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος καὶ ὁ Μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μερίμνησε γιὰ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ δημοσίου βίου καὶ ἀγκάλιασε ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, στὰ πέρατα τῆς γῆς«αὐτῷ κατὰ Παῦλον ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν ἢν» (Βασιλείου Ἰωαννίδου, Ἡ Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, Ἀθῆναι 1957, σελ. 5). Ὅσον ἀφορᾷ τὸ διαχειριστικὸ καὶ οἰκονομικὸ ἔργο του, περιέκοψε τὶς ὑπερβολικὲς καὶ μὴ ἀναγκαῖες δαπάνες, καὶ κατεύθυνε τοὺς διαθέσιμους οἰκονομικοὺς πόρους σὲ ἔργα φιλανθρωπίας, σὲ νοσοκομεῖα, στὴν πρόνοια γιὰ τὶς χῆρες, τοὺς ἠλικιωμένους, τοὺς πτωχοὺς καὶ γενικὰ σὲ ἔργα ἐλεημοσύνης. Ὁ ἴδιος ἦταν μιμητὴς τοῦ Παύλου «οὕτω πολὺς αὐτῷ καὶ ἀπόρρητος ὁ πρὸς Παύλου πόθος, ὥστε ἀρμοζόντως εἰπεῖν, τοῦτο εἶναι, Ἰωάννην Παῦλον, ὅπερ Παύλῳ Χριστὸς ἐτύγχανε, μᾶλλον δὲ καὶ Ἰωάννη κατὰ Παῦλον Χριστός. Ἐπεὶ καὶ τοιοῦτοι κακείνου διὰ Χριστὸν οἱ πρὸς Παῦλον ἔρωτες». (Σημειώσεις ἀπὸ τὸ Συναξάρι τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ (10ου αἰῶνα) Περιληπτικὴ παρουσίαση ὑπὸ π. Γ. Ν. Δράγα, http://www.diakonima.gr).

Ὡς πρὸς τὴν μὴ προσκόλληση στὸν πλούτο καὶ τὴν ἰδιοποίηση τῆς ἰδιοκτησίας ἀναφέρει: «Πάροικοι καὶ παρεπίδημοι εἴμαστε στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ τὰ οἰκονομικὰ ἀγαθά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐργασία του, μὲ ἔντιμα μέσα, ἀκόμη κι αὐτὰ δὲν εἶναι δικὰ του … Ὃσο γιὰ τοὺς ὅρους ποὺ χρησιμοποιοῦμε “τὸ δικό μου” καὶ “τὸ δικό σου” πρόκειται γιὰ ἁπλὲς λέξεις, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα … Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν εἶναι δικά μας (τὰ χρήματα) ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ ξοδεύομε χάριν τῶν συνανθρώπων μας. Γιὰ τὴν παραλείψῃ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ καθήκοντος κατηγορήθηκε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ στὴν περιγραφὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας φέρονται καταδικασμένοι ἐπειδὴ δὲν ἔθρεψαν τὸν Κύριο (στὰ πρόσωπα τῶν φτωχῶν)». (Ὁμιλία στὴν Α΄Κορινθίους, PG 61, σελ. 86 – 87).

Τὸ κήρυγμα τοῦἸωάννουτοῦ Χρυσοστόμου

Ὃπως προαναφέραμε τὸ μεγάλο χάρισμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καὶ τὸ κύριο γνώρισμά του ἦταν ἡ εὐγλωττία καὶ ἡ ῥητορική του δεινότητα. Ἡ φήμη του ξεπέρασε τὰ ὅρια τῆς Ἀντιοχείας καὶ διαδόθηκε παντοῦ. Αὐτό ποὺ ἤθελε νὰ διδάξει στὸν χριστιανὸ ἦταν ἕνα «ἦθος τῆς γλώσσας» ποὺ πρέπει νὰ διέπει τὴ γλωσσικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων. Ὄχι στὶς διαβολές, ὄχι στὶς ὕβρεις, ὄχι στὰ κακεντρεχῆ σχόλια, ὄχι στὶς βωμολοχίες. Στὰ κηρύγματά του ἑστίασε σὲ ἀρχὲς ὅπως εἶναι ὁ σεβασμὸς στὴν ἱερότητα τῆς γλώσσας, ἡ εὐπρέπεια, ἡ σεμνότητα καὶ ἡ  διακριτικότητα: «Ῥήματα παιδεύοντες τὸ παιδίον, φθέγγεσθαι σεμνὰ καὶ εὐσεβῆ. Μὴ τοίνυν ἔστω τάφος τὸ στόμα σου, ἀλλὰ θησαυρός». (Ὁμιλία εἰς τὸν Ε’ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, σελ. 228). «Παιδεύωμεν οὖν τὴν γλῶτταν εὔφημον εἶναι· «παῦσον γάρ», φησί , «τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ». Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο αὐτὴν ἔδωκεν ὁ Θεός, ἵνα κατηγορῶμεν, ἵνα ὑβρίζομεν, ἵνα ἀλλήλους διαβάλλωμεν, ἀλλ’ ἵνα τὸν Θεὸν ὑμνῶμεν, ἵνα ταῦτα λαλῶμεν, ἃ δίδωσι χάριν τοῖς ἀκούουσι, τὰ πρὸς οἰκοδομήν, τὰ πρὸς ὠφέλειαν» (Ὁμιλία Α’, στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή, ΕΠΕ 24, σελ. 224). Μιλώντας, ὅμως, γιὰ ἦθος καὶ «ἠθικὴ γλῶσσα», ὅπως τὴ διδάσκει ὁ Χρυσόστομος, προκύπτουν ἡ γλωσσικὴ ἐγκράτεια καὶ αὐτοσυγκράτηση, δηλαδή μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλέγξει τοὺς λόγους του καὶτὰ νοήματα αὐτῶν.

Ὁ Χρυσόστομος συμπεριέλαβε στὸ κήρυγμά του τὰ ἀνθρώπινα ἤθη. Μίλησε ἀνοιχτὰ ἐναντίον τῶν συνεισάκτων (τῶν γυναικῶν ποὺ συζοῦν μὲ ἀγάμους), ἐναντίον τῆς πλεονεξίας καὶ τοῦ ἀδίκου πλουτισμοῦ, ἐναντίον τῆς ἀσωτίας, τῆς ἀλαζονείας, τῆς κενοδοξίας, τῆς ἀργολογίας, τῆς ἐπιορκίας καὶ γενικὰ τῆς ὑβριστικῆς στάσης ἐνάντια στὸν Θεό. Ὃποιος τὸν ἄκουγε θεωροῦσε ὅτι ὁ Χρυσόστομος εἶναι «ἀκριβὲς ἀντίγραφο» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «τῆς Παύλου τε ψυχῆς ἐκ μαγεῖον εἶναι νομίσαι τὴν ἐκείνου ψυχὴν». (Σημειώσεις ἀπὸτὸ Συναξάρι τοῦΣυμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ (10ου αἰῶνα) Περιληπτικὴ παρουσίαση ὑπὸ π. Γ. Ν. Δράγα, http://www.diakonima.gr).

Τὰ πρῶτα θέματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολήθηκε ὁ Χρυσόστομος ἦταν ἡ πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ καὶ ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Γιὰ τὸ πρῶτο θέμα, ξεκίνησε νὰ κάνει κηρύγματα μὲ διδακτικὸ χαρακτῆρα ποὺ κατηχοῦσαν τὸν κόσμο σὲ θέματα πίστεως. Ὁ ἴδιος ζοῦσε μὲ ἀσκητικὸ τρόπο καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θέλησε νὰ συνετίσει τοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχούς ποὺ σκανδάλιζαν μὲ τὸν τρόπο ζωῆς τους τὸν λαὸ. Πούλησε ὅτι πολυτελῆ πράγματα εἶχε στὴν ἀρχιεπισκοπὴ καὶ τὰ ἔδωσε στὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τῆς Πόλεως. Ἄλλαξε τὸ λειτουργικὸ καὶ λατρευτικὸ κλίμα στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴν προσθήκη περισσοτέρων ἀκολουθιῶν ποὺ γινόταν μὲ τάξη καὶ ὁ κόσμος ἐνθουσιάστηκε γιατὶ αὐτὸ εἶχε ἀτονήσει μὲ τὸν προηγούμενο Ἀρχιεπίσκοπο Νεκτάριο. Γιὰ τὸ θέμα, τῆς εἰρήνης μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, διαπιστώνεται ἡ ἀγωνία του μέσα ἀπό τὴν ἀλληλογραφία του μὲ τὸν ἐπίσκοπο Παλλάδιο, στὸν ὁποῖο γράφει ἀπό τὴν ἐξορία: «Γιὰ ὅσα συμβαίνουν σὲ ἐμένα, δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπό παρηγοριά. Πονῶ ὅμως καὶ θρηνῶ γιὰ τὴ συμφορά ποὺ βρῆκε ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, γιὰ τὸ πνευματικό ναυάγιο τῆς οἰκουμένης» (Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Γράμματα ἀπὸτὴνἐξορία, ἐκδ. Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας, 2009, σελ. 89).

Στὴν ἐν γένει διδασκαλία καὶ στὴν σκέψη του περὶ ἠθικῆς, ἀκολουθεῖ τὴν ἀριστοτελικὴ διάκριση μεταξὺ προαίρεσης καὶ ἀμετάβλητης φύσης.

Στὸ σύνολο ἔργο του ἐξυμνεῖ τὴ φιλία γιὰ τὰ πνευματικὰ ὀφέλη ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ χαρακτηρίζει ὡς πολυτιμότερη ἀπὸ μυρίους θησαυρούς καὶ αὐτό, γιατὶ ἡ πραγματικὴ φιλία ἡ ὁποία βασίζεται στὴν ἀνιδιοτελῆ χριστιανικὴ ἀγάπη ἔχει αὐξητικὴ δύναμη. «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει δέκα φίλους δὲν καταβάλλεται εὔκολα ἀπὸ κανέναν ἐχθρό, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς δὲν ἀντιμετωπίζει ἕνα ἀλλὰ δέκα. Δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τὴ φτώχεια, ἀφοῦ ἔχει εἴκοσι χέρια ποὺ ἐργάζονται γιὰ νὰ τὸν συντηροῦν. Ἡ σημασία ὅμως τῆς φιλίας φαίνεται κυρίως στὴν ἔλλειψή της. Ὃποιος δὲν ἔχει φίλους δὲν μπορεῖ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρά του καὶ τὰ ἀγαθά του, ἐνῶ τὸν κυριεύει ὁ φόβος γιὰ τὴν ἀπώλεια τους, ἀφοῦ αἰσθάνεται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐμπιστευθεῖ κανέναν» (Μ. Βάντσου, Ἡ φιλία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογικὴ Σχολή, ΤμῆμαΠοιμαντικῆςκαὶΚοινωνικῆς Θεολογίας, 2012).

Ἀρχίζοντας μὲ τὴν «Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον ὁμιλία Ξ΄», ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει τὴν ἠθικὴ κατάπτωση ποὺ ὑφίσταται ἡ κοινωνία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ ὅτι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ἔχουν ἀπαρνηθεῖ τὸ οὐσιῶδες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσφορᾶς καὶ ἀρκοῦνται σὲ μία τυπικὴ κερδοφόρα ἐπιχειρηματικὴ ἐκμετάλλευση τοῦ πλησίον.

Ἐπίσης μία ἀπό τὶς ἀξίες ποὺ δίδασκε ἦταν ἡ ἐλεημοσύνη. «Δῶσε ψωμὶ καὶ πάρε Παράδεισο. Δῶσε μικρὰ καὶ πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καὶ πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτὰ καὶ πάρε ἄφθαρτα» (Λόγος Περὶ Μετανοίας, Γ’, ΕΠΕ 30,142-144. PG49,294-295).Ἔγινε ἔτσι ὁ διδάσκαλος τῆς χωρίς προβολή φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, προτρέποντας τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν πράξεις ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακούφιση τῶν συνανθρώπων τους, μὲ διάκριση. Πόσο ὡραία ἀλήθεια αὐτὴ ἡ προτροπὴ καὶ πόσο διδακτική!!!

Ἡ σημασία τῆς παιδείας κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο

Σύμφωνα μὲ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο σκοπὸς τῆς παιδείας εἶναι ἡ μετάληψη ἁγιότητας καὶ ἀποβλέπει στὴ διόρθωση καὶ ὄχι στὴν τιμωρία. Ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα διενεργεῖται μέσα ἀπὸ τὴν κάθαρση τοῦ βίου, γι’ αὐτὸ ἡ παιδεία ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι παιδεία πνευματική καὶ καθιστᾶ τὸν ἀνθρωπο φορέα τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ χάρη υἱὸ του Τὸν καθιστᾶ ἀνώτερο ἀπό τὶς βιολογικές, διανοητικές, καὶ ψυχικὲς δυνάμεις του. Χωρὶς τὸ φόβο τοῦ θανάτου βιώνει στὸ παρὸν τὴν ἀναστημένη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, νεκρώνοντας τὰ γήινα πάθη μὲ τὴ διαρκῆ πνευματική ἄσκηση.

Στὴ διαδικασία τῆς παιδείας πολὺ σπουδαῖος εἶναι ὁ ῥόλος τοῦ δασκάλου. Ὅταν ἡ διδασκαλία φτάνει στὸ ἄριστο ἐπίπεδο οἱ δάσκαλοι μὲ τὰ λόγια τους καὶ κυρίως μὲ τὸ παράδειγμά τους ὁδηγοῦν τοὺς μαθητὲς στὸν ἀληθινὸ βίο ποὺ ὅρισε ὁ Χριστός. Χωρὶς νὰ παραγνωρίζεται ἡ ἀξία τῶν γνώσεων, ὡς παράδειγμα δεικνύεται ἡ πίστη τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία τοὺς κατέστησε πραγματικὰ μορφωμένους καὶ ὁλοκληρωμένους ἀνθρώπους, βασιζόμενους στὴν πίστη καὶ στὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ τὴν πνευματική τους πορεία. Πραγματικὰ μορφωμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπός ποὺ ἀπαλείφει τὰ πάθη ποὺ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό καὶ δημιουργοῦν προβλήματα μὲ τὸν συνάνθρωπο. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅταν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός, διαβάζοντας καὶ πράττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Τότε διαποτίζεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ μεταμορφώνεται.

Ἡ ἔννοια τῆς ἀγωγῆς, κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, εἶναι στενὰ συνυφασμένη με τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καὶ μὲ τελικὸ προορισμὸ νὰ μοιάσει στὸν Δημιουργό του, νὰ γίνει δηλαδὴ Θεὸς κατὰ χάρη. Ἀναφέρει δὲ σχετικὰ ὅτι: «Τῆς τέχνης ταύτης οὔκ ἐστιν ἄλλη μείζων. Τὶ γὰρ ἴσον τοῦ ῥυθμίσαι (= τῆς διαπαιδαγώγησης) ψυχὴν καὶ διαπλᾶσαι νέου διάνοιαν;» (Ὁμιλία ΝΘ΄, εἰς τὸ κατὰ Ματθ., P. G. 58, 584).

Κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, τὴ βάση τῆς ἀγωγῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου θέτουν οἱ πρῶτοι παιδαγωγοὶ στὴ ζωή του, οἱ φυσικοί του παιδαγωγοί, δηλαδὴ οἱ γονεῖς. Ἡ παιδαγωγική τους καθορίζει τὸ ἦθος καὶ τὴν προσωπικότητα τῶν παιδιῶν στὰ πρῶτα κρίσιμα χρόνια τῆς ζωῆς τους. Ὁ ἴδιος ἀναλύει στὸ κήρυγμά του: «Οὐ γὰρ τὸ τεκεῖν μητρὸς (= γνώρισμα τῆς μητέρας δὲν εἶναι ἡ γεννήσῃ παιδιῶν), τοῦτο γὰρ τῆς φύσεως, ἀλλὰ τὸ θρέψαι μητρός, τοῦτο γὰρ τῆς προαιρέσεως … Οὐ τὸτεκεῖν ποιεῖ μητέρα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι καλῶς» (Εἰς Μακκαβαίους, Ὁμιλ. Α΄, 3, ΕΠΕ, 36, 360 καὶ P. G. 50, 621). Γονέας δὲν εἶναι αὐτός ποὺ ἔφερε τὰ παιδιὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ αὐτός ποὺ κουράστηκε γιὰ νὰ τὰ ἀναθρέψει τονίζοντας ὅτι: «Οὐ γὰρ τὸ σπεῖραι ποιεῖ πατέρα μόνον, ἀλλὰ τὸ παιδεύσαι καλῶς» (ΠερὶἌννης, Α΄, ΕΠΕ 8 Α’, 20-22) ,

 Ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀποδίδειτὰ λάθη τῆς νεολαίας δηλαδὴ τὴν ἀνυπακοή, τὴν ἐπαναστάση, τὸ θράσος, τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἀναρχία στὴν ἐλλιπῆ ἀγωγή ποὺ λαμβάνουν. Ἀναφέρει μὲ ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ σωματικὴ τους ὑγεία ἀλλὰ εἶναι ὕψιστης σημασίας καὶ ἡ ἀγωγὴ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἠθικὴ ἀσυδοσία καὶ οἱ κοινωνικὲς ἀναταραχὲς ὀφείλονται, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, στὴν ἐσφαλμένη φροντίδα γιὰ τὰ παιδιά, στὴν παραμέληση τῆς ψυχικῆς τους καλλιέργειας. «Τοῦτό ἐστι, ὁ τὴν οἰκουμένην ἀνατρέπει πᾶσαν, ὅτι τῶν οἰκείων ἀμελοῦμεν παίδων, καὶ τῶν μὲν κτημάτων αὐτῶν ἐπιμελούμεθα τῆς δε ψυχῆς αὐτῶν καταφρονοῦμεν» (Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας 3, 4, PG 47,356). Δὲν διστάζει γι’ αὐτὸ νὰ ὀνομάσει ἐγκληματικὴ αὐτὴ τὴν ἀδιαφορία τῶν γονέων γιὰτὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν, ἐνῶ θεωρεῖ ὡς παιδοκτόνους ὅσους τὰ ἐφοδιάζουν μὲ τυραννικὰ πάθη, μὲ κακίες ποὺ σκοτώνουν καὶ τυραννοῦν καθημερινὰ τὴν ψυχή τους καὶ διαστροφεῖςτοῦ γνησίου νεανικοῦ αὐθορμήτου ἤθους.

Ἡ σημασία γιὰ τὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν ἀπὸ τοὺςγονεῖς παρουσιάζεται μὲ γλαφυρότητα, μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ὅπου ὁ πατέρας μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ στάση του, πέρα ἀπὸ τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο, παραινεῖ τὸν μικροτερο υἱό του, τονίζοντας ὅτι οἱ ἠθικές ἀξίες καὶ ἀρχὲς εἶναι τὸ πᾶν. «Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ στὸν μικροτερο υἱὸ του:«…σῦ πάντοτε μετ’ ἐμοῦεἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμᾶ σὰ ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἕδει…». Οἱ παγίδες εἶναι πολλές. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅμως μᾶς ἔχει δώσει τὸ μεγάλο ὄπλο τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ πιὸ ὡραῖος καὶ εὐθὺς δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πατρικό σπίτι, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου (νῦν Θεσσαλονίκης), Διακονία τοῦ Λόγου, Ἀθῆναι 1967, σελ. 258). Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ τονίζεται ἡ ἀξία τῆς διαπαιδαγώγησης καὶ ὁ ρόλος τῶν γονέων ποὺ εἶναι πρώτιστα νὰ μεταφέρουν τὴν ἀρετή τῆς ἀγάπης στὰ παιδιά τους.

Συμπερασματικά, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐνέπνευσε, μὲ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία καί μὲ τὰ ἔργα του ὄχι μόνο τοὺς σύγχρονούς του ἀλλά καὶ τὶς μετέπειτα γενεὲς. Ἀπὸ τὸ ἔργο καὶ τὴ ζωή του ἐμφαίνεται ὅτι εἶχε πάντα ὡς γνώμονα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸ Εὐαγγέλιο, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς πρὸ αὐτὸν Πατέρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ μελετῶντας τὴν διδασκαλία καὶ τὸἔργο του, νὰ ἐμπνευστοῦμε γιὰ νὰ διορθώσουμε τὰ κακῶς κείμενα τῆς κοινωνίας μας. Ἡ ἀφοσίωση, ἡ ταπεινότητα καὶ ἡ ἀνιδιοτελὴς του πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του ἂς ἀποτελοῦν πρότυπο γιά ὅλους τοὺς χριστιανούς.

Βιβλιογραφία

Ἀραμπατζῆ, Χ., Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματολογίας καὶΠατερικῆςἘρμηνευτικῆς, Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη, 2014.

Κρικώνης, Χ., Ἡ προσωπικότητα ἑνὸςπολυπαθοῦςἁγίου. ἍγιοςἸωάννης ὁ Χρυσόστομος, 13 Νοεμβρίου 2021, στὸ: https://www.pemptousia.gr/2021/11/i-prosopikotita-enos-polipathous-agiou-agios-ioannis-o-chrisostomos/

Διονυσίου Μητροπολίτου Κοζάνης, ΕἰκόνεςἜμψυχοι, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2000, σελ. 26 – 28.

Μουτσούλα, Η., «ἍγιοςἸωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ὁ Ἀρχιεπίσκοποςτῆςἀγάπης», στὸ Χριστόδουλος, Ἀφιερωματικὸς Τόμος, Ἀθήνα 2010, σελ. 779 – 786.

Μπαμπινιώτη Γ., Ὁ ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος καὶ ἡ ἠθικὴτῆς γλώσσας, 13 Νοεμβρίου 2017, Χρυσοστομικὸ Συμπόσιο, ἘκδόσειςἈποστολικὴ Διακονία, σ. 583-587.

Παπαδοπούλου, Σ., ἍγιοςἸωάννης ὁ Χρυσόστομος, τόμος Α΄, Ἡ ζωὴ του, ἡ δράση του, οἱσυγγραφὲς του, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆνα 2006, καὶ τόμος Β΄, Ἡ σκέψη του, ἡ προσφορὰ του, ἡ μεγαλωσύνη του, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2010.

Πετροπούλου, Α.,  «Οἰκογενειακοὶ Θεσμοί», στὸ Ἀ. Μήλιος, Ν. Μπιργαλιᾶς, Ἀλ. Παπαευθυμίου, καὶ Ἀ. Πετροπούλου, Δημόσιος καὶἸδιωτικὸς Βίος στὴνἙλλάδα : ἈπὸτὴνἈρχαιότηταὡςκαὶτὰΜεταβυζαντινὰ Χρόνια, Τόμος Α΄- Δημόσιος καὶἸδιωτικὸς Βίος στην ἈρχαίαἙλλάδα, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2000, σ. 58-61, 278.

Σκουτέρης, Κ., Ἱστορία Δογμάτων Β’, Ἀθήνα, 1998, σελ. 619.

Χαρώνη, Β., Λανάρα, Ο., ΠαιδαγωγικὴἀνθρωπολογίαἸω. Χρυσοστόμου, τ. Α’,ἐκδ. «Τὸ Βυζάντιον», Ἀθήνα 1993, σ. 47-49.

Χρήστου, Π.,  Ο Ἰωάννης Χρυσόστομος καὶοἱΚαππαδόκαι«ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΒΛΑΤΑΔΩΝ», ἐκδ. Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1973.

Χρήστου, Π., Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 236

ἉγίουἸωάννουτοῦ Χρυσοστόμου, «Γράμματα ἀπότὴνἐξορία», Εἰσαγωγικά – Νεοελληνική ἀπόδοση, ἈθανάσιοςΚοτταδάκης, ἐκδ. «Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας», Καλαμάτα 2009, σελ. 89.

Χρυσοστόμου Ὁμιλίες:  Ἰω. Χρυσοστόμου, Διάλογος Ἱστορικὸς Παλλαδίου, Διάλογος ΙΑ’, PG 47, 38,

ΕἰςτὴνΠρὸςἙβρ. Ἐπιστολήν, Ὁμιλία Η’, PG 63, 75,

Εἰς Μακκαβαίους, ὁμιλ. Α΄, 3, ΕΠΕ, 36, 360 καὶ P. G. 50, 621,

Ὁμιλία στην Α΄Κορινθίους, PG 61, 86 – 87,

Ὁμιλία ΝΘ΄, εἰςτὸκατὰΜατθ., P. G. 58, 584,

ΠερὶἈκαταλήπτου, λόγος Ε΄, 4, ΕΠΕ, 35, 162 καὶ P. G. 48, 740.

Joseph the Hymnographer, Βίος καὶ πολιτεία τοῦὁσίουΠατρὸςἡμῶνκαὶὁμολογητοῦ Στεφάνου τοῦ Νέου, ἐκδ. F. Iadevaia, Simeone Metafraste, Vita di Ταὐτόν. Stefano minore, introduzione, testocritico, traduzione note, Μεσσήνη 1984, σ. 53-54.

Redfield, J., Ὁ Ἕλληνας Ἄνθρωπος, μεταφράση ἀπὸ De Wet, C.L., 2012, ‘John Chrysostom and the mission to the Goths: Rhetorical and ethical perspectives’, HTS Teologiese Studies/ Theological Studies 68(1), Art. 1220, 10 pages. http:// dx.doi.org/10.4102/hts. v68i1.1220

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αχιλλίου Πόλις της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

Διαβάστε ακόμα