Του Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου
Πριν απο πενήντα δύο έτη στις 29 Δεκεμβρίου 1972, εκοιμήθη εν Κυρίω στο Ζαΐρ ο φλογερός πρώτος Έλληνας ιεραπόστολος ο πατήρ Χρυσόστομος, όπως τον αποκαλούσαν οι πιστοί του Χριστού, στη γη της Αφρικής.
Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος (κατά κόσμον Χρήστος), γεννήθηκε το έτος 1903 στό χωριό Βασιλίτσι πλησίον της Κορώνης Μεσσηνίας. Ο πατέρας του ήταν βοσκός καταγόμενος από την Τρίπολη και είχε τέσσερα παιδιά, τα οποία μεγάλωσε με τη δεύτερη σύζυγο του γιατί η πρώτη είχε πεθάνει. Ο Χρήστος είναι παιδί της δεύτερης συζύγου. Στο Δημοτικό Σχολείο φοίτησε μέχρι την τετάρτη τάξη επειδή λόγω του θανάτου του πατέρα του αναγκάστηκε να συνεχίσει την εργασία του πατέρα του. Ο Χρήστος Παπασαραντόπουλος διδάχθηκε από τους πτωχούς γονείς του την κατά Χριστόν ευσέβεια. Επιθυμούσε να σπουδάσει αλλά, αν και ευφυέστατος δεν το κατόρθωσε κατά την παιδική του ηλικία ένεκα της οικονομικής ανέχειας της οικογενείας του.
Αναζητώντας πνευματική ζωή ό δεκαπεντάχρονος Χρήστος το έτος 1918 προσέρχεται στο ασκητήριο Παναγουλάκη στην Καλαμάτα. Ο αυστηρός ασκητής Ηλίας Παναγουλάκης, ο οποίος εκοιμήθη το 1917, είχε ιδρύσει στις παρυφές της τότε πόλεως των Καλαμών έναν τόπο άσκησης, χωρίς βεβαίως να τύχει επισήμου εκκλησιαστικής αναγνωρίσεως, όπου προσέρχονταν πολλοί νέοι και νέες από την Καλαμάτα, την Μεσσηνία και όλη την Ελλάδα.
Ανάμεσα στους νέους που ποθούσαν τον αγγελικό βίο ήταν ο Άγιος Βησσαρίων (Κορκολιακος) ο Αγαθωνίτης ο φιλάνθρωπος Γέροντας, ο Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος πολυγραφώτατος Θεολόγος και ιδρυτής του Ησυχαστηρίου του Προφήτου Ιωήλ Καλαμάτας, ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ (Νικολαΐδης) Αγιαννανίτης, ο αυστηρός αγιορείτης ασκητής, ο Ιερομόναχος Ευσέβιος Θεριακής ακούραστος εξομολόγος στην Καλαμάτα, η Ηγουμένη της Μονής των Καλογραιών Κωνσταντίνου και Ελένης Καλαμάτας Φιλοθέη Γεννηματά φιλάνθρωπος ορφανοτρόφος, ο Ιερομόναχος Χριστοφόρος Πουλουπάτης καλοκάγαθος κληρικός, ο μετέπειτα πρώτος Επίσκοπος Μεσσηνίας των Παλαιοημερολογιτών και πολλοί άλλοι.
Ο Χρήστος με τον Φώτη Γιαννακόπουλο (π. Ιωήλ) έγιναν αχώριστοι φίλοι. Η φιλία αυτή βοήθησε και τους δύο στις πνευματικές αναζητήσεις και στην άσκησή τους. Παράλληλα η συναναστροφή με τον π. Ιωήλ τον βοήθησε να εμπλουτίσει τις όποιες γνώσεις του. Όμως από την σκληρή άσκηση που εφαρμοζόταν στο ασκητήριο του Παναγουλάκη κλονίστηκε η υγεία του και έπαθε ημικρανίες, τις οποίες θεωρούσε πάντοτε στη ζωή του ως δοκιμασία.
Στη συνέχεια υπηρετεί την πατρίδα ως στρατιώτης από το 1921 έως το 1924 στον Έβρο και στην Καλαμάτα και όταν απολύθηκε επιστρέφει στην σκήτη του Παναγουλάκη και ρασοφορέθηκε. Με την προτροπή και υπό την πνευματική καθοδήγηση του Αρχιμανδρίτη Πολυκάρπου Ανδρώνη Ιεροκήρυκα της Αδελφότητος «Ζωή» έφυγε απ τη Σκήτη και την 1 Ιανουαρίου 1925 σε ηλικία 22 ετών, εισέρχεται ως δόκιμος στη Μονή Μαρδακίου στον Ταΰγετο.
Στις 4 Αυγούστου 1925 κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Χρυσόστομος.
Στις 4 Μαΐου 1926 χειροτονείται Διάκονος απο τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Μελέτιο Σακελλαρόπουλος στην Ιερά Μονή Γαρδικίου. Ιερεύς χειροτονήθηκε την επομένη ημέρα και διορίστηκε εφημέριος του Ιερού Ναού Υπαπαντής του Χριστού στο χωριό Άμφεια, όπου και παρέμεινε μέχρι το έτος 1928. Παράλληλα εξυπηρετεί και τις εφημεριακές ανάγκες γειτονικών χωριών.
Στις 11 Μαιου 1926 διορίστηκε σύμβουλος της Μονής Γαρδικίου, η οποία ευρίσκεται πλησίον της Θουρίας της επαρχίας Καλαμάτας.
Όπως εμφαίνεται απο το παρακάτω ανέκδοτο έγγραφο, το ευρισκόμενο στο Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας τον Οκτώβριο του ιδίου έτους διορίστηκε Ηγούμενος αυτής της Μονής. «ΑΡΙΘ. Πρωτ. 1310 Εν Αθήνας τη 25 Οκτωβρίου 1926.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Προς
Την Σ. Δ. Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ανακοινούμεν ευσεβάστως τη Δ. Ιερά Συνόδω ότι δεκτής γενομένης της υποβληθείσης ημιν παραιτήσεως του Ηγουμενου της Ιεράς Μονής Γαρδικίου Ιωήλ Γιαννακοπούλου διωρίσαμεν αντ’ αυτού προσωρινώς τον Σύμβουλον της αυτής μονής Ιερομόναχον Χρυσόστομον Παπασαραντόπουλον, σύμβουλον δε τον εκ των αδελφών της αυτής Μονής μοναχόν Χριστοφόρον Πουλουπάτην._
Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός
Ο Μεσσηνίας Μελέτιος».
Η επιθυμία του να μορφωθεί συνεχίζει να είναι κραταιά και αρχίζει την αυτομόρφωση. Πέραν των εργασιών στη Μονή διαβάζει πολλές ώρες. Μελετά την Αγ. Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο σε χωριό της περιοχής του ως «κατ’ οίκον διδαχθείς». Στη Μονή Γαρδικίου χειροθετεί τη μητέρα του μοναχή με το όνομα Σεβαστιανή.
Το έτος 1931 ή Μονή Γαρδικίου διαλύθηκε λόγω ελλείψεως μοναχών και γίνεται Μετόχι της Μονής Βουλκάνου. Ο Χρυσόστομος φεύγει και πηγαίνει στη Μονή Χρυσοκελλαριάς πλησίον της Κορώνης. Όσο διάστημα παρέμεινε εκεί οργανώνει Κατηχητικό σχολείο στο Βασιλίτσι, εφημερεύει στο Χαρακοπιό και γίνεται ο πνευματικός πατέρας πολλών χριστιανών της περιοχής. Από το 1934 έως το έτος 1936 υπηρετεί ως εφημέριος στην Αμφιθέα Μεσσήνης όπου συνεχίζει το κηρυκτικό και φιλανθρωπικό του έργο. Οι χωρικοί τον χαρακτήριζαν ανάργυρο επειδή δεν είχε ποτέ δικά του χρήματα γιατί τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Μέχρι το έτος 1937 υπηρετεί στην ενορία του χωριού Λυκότραφο όπου και εκεί αφήνει άριστες εντυπώσεις στους χριστιανούς, οι οποίοι τον αγάπησαν για την υπομονή, την καλωσύνη και την ταπεινότητά του.
Το έτος 1938 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος τον καλεί στην Αθήνα για να υπηρετήσει ως εξομολόγος των μαθητών
των Κατηχητικών Σχολείων. Ο Αρχιεπίσκοπος τον εντάσσει ως μοναχό στη Μονή Πετράκη, τον χειροθετεί Αρχιμανδρίτη και τον διορίζει Ηγούμενο της Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνας. Η πνευματικότητά του γίνεται σύντομα γνωστή σε πολλούς πιστούς στην Αθήνα και στο πανελλήνιο και όλο περισσότεροι προσέρχονται κοντά του για να εξομολογηθούν, να λάβουν πνευματικές συμβουλές και αυτός προσφέρει αγόγγυστα παντού τις υπηρεσίες του.
Το έτος 1939 περιοδεύει στα χωριά της Φλώρινας για να εξομολογήσει και να στηρίξει πνευματικά του πιστούς της ακριτικής αυτής περιοχής.
Όταν το έτος 1941 αναλαμβάνει Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός ο Χρυσόστομος παραιτείται απο Ηγούμενος και εγκαθίσταται στη Μονή Πετράκη. Ιδρύει βιβλιοθήκη για να μελετά ο ίδιος όπως πάντα έπραττε και επιθυμούσε, μάλιστα τον ονομάζουν «κινητή βιβλιοθήκη». Στο κελί του μελετούν φοιτητές από την επαρχία, τους οποίους βοηθά ποικιλοτρόπως για να επιβιώσουν στην Αθήνα τα δύσκολα εκείνα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής. Συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο εξομολογώντας ασταμάτητα εκατοντάδες νέους, νουθετεί, στηρίζει τούς χριστιανούς που υποφέρουν από την πείνα και τα άλλα δεινά της κατοχής. Στο κελί του φιλοξενεί όσους έχουν ανάγκη και τους παρέχει αφειδώλευτα την αγάπη του Η αφιλοχρηματία του, η κατά Χριστόν βιοτή του γίνονται ευρέως γνωστές και προσελκύει πολλούς ανθρώπους κοντά του για να ωφεληθούν πνευματικά.
Το έτος 1942 ορίζεται Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος στην Μητρόπολη Εδέσσης και Πέλλης όπου ανέπτυξε εν μέσω της κατοχής και εθνικοπατριωτική δράση τονώνοντας το εθνικό φρόνημα των κληρικών και των κατοίκων περιοδεύοντας σε πολλά τα χωριά της αντιμετωπίζοντας και τον βουλγαρικό επεκτατισμό. Ποτέ δεν εγκατέλειψε τον πόθο του να σπουδάσει και το διάστημα 1942-1950 δίνει εξετάσεις ως κατ’ οίκον διδαχθείς και προάγεται απο τις γυμνασιακές τάξεις.
Το έτος 1950 υπηρετεί για σύντομο χρονικό διάστημα στην Κοζάνη και στη συνέχεια στην Θεσσαλονίκη ως εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Νέας Κρήνης.
Επανήλθε στην Αθήνα στο ορμητήριό του, τη Μονή Πετράκη και συνεχίζει το φιλάνθρωπο έργο του. Μετά από εξετάσεις λαμβάνει το Απολυτήριο του Γυμνασίου και ανοίγει πλέον ο δρόμος προκειμένου να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο. Δίνει εξετάσεις και εγγράφεται στή Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το έτος 1959 ο Χρυσόστομος σε ηλικία 56 ετών λαμβάνει το πτυχίο της Θεολογίας. Επιπλέον κατέχει καλά τά Γαλλικά και αρκετά καλά Αγγλικά, Λατινικά, Εβραϊκά.
Όταν σπούδαζε στη Θεολογική Σχολή γνωρίζεται με φοιτητές από την Ουγκάντα. Από αυτούς πληροφορείται για την ανάγκη ευαγγελισμού των Αφρικανών αλλά και της παροχής βοήθειας σε αυτούς, οι οποίοι μαστίζονται από επιδημίες, πείνα και κάθε είδους δυστυχία. Αναπτύσσει φιλική σχέση με τον Θεόδωρο Ναγκιάμα, μετέπειτα Μητροπολίτη Καμπάλας και πάσης Ουγκάντας. Ακούγοντας τους λόγους των αδελφών χριστιανών από την Αφρική σχηματίζει την πεποίθηση ότι υπάρχει εκεί έδαφος ιεραποστολικής εργασίας. Έρχεται σε επικοινωνία με τον εκ Καλαμάτας καταγόμενο ιερέα και διδάσκαλο της ελληνικής γλώσσας Σταύρο Γεωργανά, διατελέσαντα εφημέριο επί πολλά έτη στον ελληνικό Ναό Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Τζιμπουτί, ο οποίος τον καιρό εκείνο ζούσε στην Αθήνα, προκειμένου να μάθει περισσότερα για τη ζωή στην Αφρική. Αποφασίζει να μεταβεί στην Ουγκάντα ως ιεραπόστολος εφαρμόζοντας την εντολή του Χριστού: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη»,·και από τους Αφρικανούς της Αθήνας μαθαίνει τα πρώτα στοιχεία της διαφυλετικής γλώσσας Σουαχίλι.
Το Πάσχα του έτους 1960 ευρίσκεται στα Ιεροσόλυμα ως προσκυνητής. Στα άγια μέρη όπου έζησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός με θερμή προσευχή παρακαλεί τόν Κύριο να τον ενισχύσει στο νέο ποιμαντικό του έργο. Από εκεί έρχεται στην Αλεξάνδρεια, παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Χριστοφόρο και ζήτησε την ευλογία του. Ο Πατριάρχης του εφιστά την προσοχή για τους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει στην ιεραποστολή. Όμως ο φλογερός ιεραπόστολος δεν κάμπτεται και δηλώνει στον Πατριάρχη ότι είναι έτοιμος να πεθάνει για την αποστολή αυτή.
Ο π. Χρυσόστομος μετά από αυτή την επιλογή του βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Ουγκάντα την Καμπάλα. Είναι μόνος του με μοναδικό γνωστό τον Θεόδωρο Ναγκιάμα. Πολλές οι δυσκολίες, οι ανάγκες μεγάλες και δεν έχει καμμία ενίσχυση υλική ή ηθική. Η πίστη του όμως στο έργο του φωτισμού των κατοίκων της Καμπάλα δεν κάμπτεται. Αφού μαθαίνει καλά τη γλώσσα Σουαχίλι στέλνει επιστολές σε γνωστούς του στην Ελλάδα και αλλού ζητώντας ενισχύσεις.
Στην αρχή η βοήθεια προς αυτόν είναι κυρίως υλική απο μεμονωμένα πρόσωπα και στη συνέχεια απο την Εκκλησία της Ελλάδος, τις αδελφότητες Θεολόγων «Ζωή» και «ο Σωτήρ», τους ιεραποστολικούς συλλόγους των Πατρών και της Θεσσαλονίκης, το «Πορευθέντες» και από πολλούς άλλους. Με την επιμονή του κατορθώνει να ευαισθητοποιήσει τους πιστούς χριστιανούς στην Ελλάδα για το λυτρωτικό μήνυμα του Ευαγγελίου που μεταφέρει στους ανθρώπους της λεγομένης «Μαύρη Ήπειρος» και να θεωρηθεί ως σπουδαίος Έλληνας ιεραπόστολος.
Στην Ουγκάντα παραμένει μέχρι το 1966. Το έργο του σημαντικό κατηχεί, βαπτίζει, οδηγεί πιστούς στην ιερωσύνη, ανεγείρει, ναούς, σχολεία και βεβαίως περιθάλπει ασθενείς και παρέχει ακόμη και φαγητό σε πολλούς ντόπιους. Μεταφράζει στην τοπική διάλεκτο τη Θεία Λειτουργία του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου, την οποία και πρώτος τέλεσε ενώπιον εκατοντάδων πιστών Αφρικανών. Μεταφράζει επίσης Αποστολικές και Ευαγγελικές περικοπές, τις Ακολουθίες του Όρθρου, του Μικρού Αποδείπνου και των Χαιρετισμών της Θεοτόκου, τα αναστάσιμα Απολυτίκια και τροπάρια μεγάλων εορτών. Ακόμη μετέφρασε και Ορθόδοξη Χριστιανική Κατήχηση. Παρά την κλονισμένη υγεία είναι ακούραστος και με τον αγώνα του τα δίκτυα του Ευαγγελίου συλλαμβάνουν «πλήθος ιχθύων πολύ» με αποτέλεσμα ο ίδιος να ενθαρρύνεται για περισσότερη ιεραποστολική δράση.
Με την μεταφορά το έτος 1966 του κέντρου της ιεραποστολής στο Ναϊρόμπι, πρωτεύουσας της Κένυα, πηγαίνει και εκεί ο π. Χρυσόστομος για να διεξάγει με τον ίδιο ζήλο το αξιοθαύμαστο ευλογημένο έργο του. Εκεί δεν βρήκε ούτε έναν ορθόδοξο. Οι δυσκολίες, κυρίως απο την Ελλάδα, υπήρξαν πολλαπλές. Όμως δεν κάμπτεται, αλλά τα εμπόδια γίνονται ευκαιρία να χαλυβδώσει ακόμη περισσότερο το χαρακτήρα του βιώνοντας τα λόγια του Κυρίου: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» και στέκεται αλύγιστος στον ευλογημένο αγώνα του.
Με τον αγώνα του ιδρύεται και εκεί Ορθόδοξη Εκκλησία. Η δράση και η αντοχή του θαυμαστές αν και οι αποστάσεις είναι τεράστιες. Παρ’ ότι κουράζεται επεκτείνει το κήρυγμα του στις φυλές της υπαίθρου και προς την Τανζανία, μάλιστα έφθασε στο σημείο να ταξιδεύει συνεχώς 700 χιλιόμετρα. Με την ίδια επιτυχία όπως στην Ουγκάντα, ο λόγος του Θεού βρίσκει εύφορο έδαφος και αποδίδει πλούσια καρποφορία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον πατέρα Χρυσόστομο συνάντησε στην Ιεραποστολή και η ανακηρυχθείσα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Αγία, Μοναχή Γαβριηλία (Παπαγιάννη), η Κωνσταντινουπολίτις, η εν Λέρω τελειωθείσα και διακριθείσα γιά τις κατά Χριστόν αρετές της ελεημοσύνης, της φιλανθρωπίας και της απολύτου αφοσιώσεως και εμπιστοσύνης στο θέλημα Του.
Το 1970 εγκατέλειψε την Κένυα και για λίγο καιρό παρέμεινε στην Ζάμπια και από εκεί στο Ζαΐρ όπου χιλιάδες κάτοικοι της Κανάγκα επιθυμούν να ασπαστούν την ορθόδοξη πίστη. Ευρίσκεται ολομόναχος στο εσωτερικό της χώρας. Πολλά τα προβλήματα, ο θερισμός είναι πολύς και εργάτες δέν υπάρχουν, αυτός όμως εργάζεται με αυταπάρνηση, μάλιστα σε επιστολή του σε φίλο κληρικό στην Καλαμάτα στις 25—12—1972 γράφει: «Μέ περιμένουν 100.000 ψυχές».
Όμως δεν πρόφθασε να βαπτίσει τους κατηχουμένους κατοίκους του Ζαΐρ. Εκοιμήθη από υπερκόπωση στις 29 Δεκεμβρίου 1972 σε ηλικία 69 ετών. Όπως μαρτυρεί η Ιεραπόστολος Αδελφή Νοσοκόμος Αναστασία Πέξου, μετέπειτα Μοναχή Ανυσία «Ο πατήρ Χρυσόστομος έφυγε απο την γη στον ουρανό, αλλά δεν πέθανε στην γή. Ζη, ζη στην Αφρική, στα σοκάκια , στους δρόμους τους χωματένιους, στις καλύβες των μαύρων. Ζη προπάντων στις καρδιές των μαύρων Χριστιανών, που το χέρι του το γεροντικό τους βάπτισε και τους εισήγαγε στην στρατευομένη ορθόδοξο εκκλησία του Χριστού. Αυτό το δείχνουν πιο πολύ στο χαμόγελό τους και στα μάτια τους τα λευκά, που λαμπιρίζουν από χαρά μέσα στο μαύρο τους πρόσωπο, τόσες χιλιάδες Χριστιανοί της Ανατολικής Αφρικής, όσο και οι νεοφώτιστοι του Κονγκό, της φυλής Κασάϊ. Το δείχνουν, ναι το δείχνουν αυτοί με όλα τα ανωτέρω, αλλά και με μια πρόσφατη επιστολή τους, δια τους οποίους τόσο πολύ κουράστηκε τον τελευταίο καιρό για να τους κατηχήση, να τους βαπτίση και τα Χριστούγεννα για να λειτουργήση σ΄ όλες τις περιοχής –άρρωστος ών- δια να τους δώση την πρώτη Θεία Κοινωνία, να τους δώση Σώμα και Αίμα Χριστού. Έτρεξε, παρ’ όλες τις αποστάσεις, παντού και έκαμε το καθήκον του ως πατέρας των, και μόλις τελείωσε έπεσε σε βαριά ρινορραγία, δια να μη σηκωθή ποτέ».
Ετάφη στο κοιμητήριο της Κανάνγκα και στις 21 Δεκεμβρίου 1996 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία ευρίσκονται στον κήπο του Ι. Ναού του Αγίου Ανδρέα στο Ιεραποστολικό Κέντρο της Κανάγκα. Γυναίκες και άνδρες της Αφρικής τον έκλαψαν ως πατέρα τους και τον μοιρολόγησαν ζωηρά και παρατεταμένα, κατά τα έθιμά τους. Ο τάφος του είναι διαρκές προσκύνημα των ντόπιων αδελφών χριστιανών.
Δικαίως έχει επηρεάσει την ζωή και την ύπαρξη των Αφρικανών. Θεωρείται Άγιος, ο οποίος τιμάται και θα τιμάται γιατί είναι ο φωτιστής τους, ο πνευματικός πατέρα τους, ο «Μεθόδιος και ο Κύριλλος» της Αφρικής. Εν ζωή και αμέσως μετά τον θάνατό του καθιερώθηκε στη συνείδηση των πιστών της εν Αφρική Εκκλησίας ως Ιεραπόστολος και Ιερομάρτυς, γιατί θυσιάσθηκε στή σκοπιά του καθήκοντος προς δόξα Κυρίου καί σωτηρία ψυχών. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Αφρικής επιθυμούσαν να πεθάνει στην αγία γη τους, γιατί όπως έλεγαν: «θα έχουμε και μείς ένα άγιο λείψανο. Διότι είναι Άγιος ο π. Χρυσόστομος». Η αγιότητά του έλαμψε όταν «πήρε τ’ Αποστόλου το ραβδί και έφυγε πάντα αβοήθητος στην Αφρική. Τότε που έμεινε εκεί επί 13 έτη, οργώνοντας την Ανατολική Αφρική: Ουγκάντα, Κένυα, Τανζανία και το Κογκό μετέπειτα, φυτεύοντας τον Χριστό στις ψυχές των διψασμένων μαύρων αδελφών του. Τότε στις δυσκολίες εκείνες της γλώσσης. Της νοοτροπίας, των ηθών και εθίμων αγνώστων λαών και αχανών περιοχών, που δεν εκάμφθη αλλ’ έμεινε εκεί μέχρι θανάτου μόνος του αναλώσας ολόκληρο τη ζωή του! Τότε που πέθανε εκεί! Τότε ξεπέρασε τον εαυτόν του και πολλούς άλλους ο π. Χρυσόστομος… Τότε εφάνηκε πως ήταν ένας ήρωας, ένας πρόδρομος ιεραποστόλων στην νεωτέρα Ελλάδα, ένα πρότυπον αυταπαρνήσεως, θυσίας. Τότε τον αναγνώρισαν όλοι, τότε υπεκλήθησαν πάντες, τότε του έγιναν πάνδημα μνημόσυνα» (Αρχιμανδρίτης Χαρίτων Πνευματικάκις Ιεραπόστολος).
Δόξασε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος τόν Κύριο με τον ενάρετο βίο του και με την ιεραποστολική δράση του και ο Κύριος της αγάπης τον αντιδοξάζει με τις τιμές που έγιναν στο πρόσωπό του στη γή που αγάπησε και κήρυξε το Ευαγγέλιο, αλλά και στην Ελλάδα.
Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε μετά θάνατο στις 29 Δεκεμβρίου 1987. Το βραβείο αυτό ευρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή του Προφήτου Ιωήλ Καλαμάτας, την οποία είχε ιδρύσει ο νεανικός του φίλος, ο πολυγραφώτατος Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος, ο οποίος και τον επηρέασε ως προς την επιλογή της ασκητικής ζωής. Τον π. Ιωήλ ο Χρυσόστομος αποκαλούσε Φώτη Αφώτιστο και ο π. Ιωήλ τον Χρυσόστομο Χρήστο Άχρηστο, αλλά η Θεία Χάρη επέλεξε τον μεν Φώτη Αφώτιστο να φωτίσει και να φωτίζει με τα συγγράμματά του, το κήρυγμα και την αγία βιοτή του χιλιάδες χριστιανούς από τα μέσα του 20ού αιώνα, τον δε Χρήστο Άχρηστο να χρησιμεύσει ως δοχείο ευαγγελισμού των αφώτιστων υπάρξεων της ματωμένης Αφρικής.
Το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών έχει ως εξής:
«………………………ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΥΧΗ ΑΓΑΘΗ
ΕΔΟΞΕ ΤΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΟΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΝ
ΤΩ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΡΓΥΡΩ ΜΕΤΑΛΛΙΩ
ΤΙΜΗΣΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
ΟΤΙ ΕΠΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΤΗ ΑΟΚΝΩΣ
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΘΕΙΣ
ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΕΤΕΛΕΥΤΗΣΕ ΕΝ ΤΗ ΑΣΚΗΣΕΙ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ
ΑΞΙΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΑΔΕΙΧΘΕΙΣ
ΑΝΕΙΠΕΙΝ ΔΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗΝ ΕΝ ΤΗ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙ ΜΗΝΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΕΝΑΤΗ ΕΠΙ ΕΚΑΔΙ ΕΤΟΥΣ ΕΒΔΟΜΟΥ
ΚΑΙ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑΚΟΣΙΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΣΤΟΥ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΝΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΣ»
Το δε απόσπασμα από την έκθεση του Γενικού Γραμματέως της Ακαδημίας για την βράβευση του πατρός Χρυσοστόμου, ευρισκόμενο και αυτό στο πρωτότυπο στην Μονή του Προφήτου Ιωήλ Καλαμάτας έχει ως εξής:
«ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Απόσπασμα
Από την έκθεση του Γενικού Γραμματέως
της Ακαδημίας Αθηνών Μενελάου Παλλάντιου
(πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας της 29ης Δεκεμβρίου 1987)
Μετά απο πρόταση της Τάξεως των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και απόφαση της Ολομελείας απονέμεται:
………………………………………………………………………….3. Αργυρούν Μετάλλιο, μετά θάνατον, στον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, πρωτοπόρο και μάρτυρα της ιεραποστολικής ιδέας στην Αφρική.
Φιλάσθενος και καχεκτικός, αλλά γεμάτος δύναμη και πόθο να κηρύξει τον Χριστιανισμό, φεύγει το 1960 για την μακρινή Ουγκάντα. Εκεί αναπτύσσει εκπληκτική δραστηριότητα χτίζοντας ναούς, ιδρύοντας κατηχητικά σχολεία και χειροτονώντας ευσεβείς ιθαγενείς κληρικούς. Ιδρύει ιεραποστολικούς σταθμούς και συγκροτεί χριστιανικές κοινότητες, αφού για καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών του μαθαίνει τη γλώσσα των ιθαγενών.
Ο καθένας μπορεί ν’ αντιληφθεί τους άμετρους κόπους του και τις ανύστακτες φροντίδες του για την εξεύρεση των απαιτουμένων χρημάτων για το αποστολικό του έργο και για τον εξοπλισμό με τα απαραίτητα ιερά σκεύη των ανεγειρομένων μικρών ή μεγάλων ναών.
Μετά την Ουγκάντα συνέχισε την εκπληκτική του δραστηριότητα στο Ζαΐρ.
Το 1972 βρισκόμενος σε ιεραποστολική κοπιώδη πορεία έπαθε ακατάσχετη ρινορραγία και τα Χριστούγεννα του ιδίου χρόνου, αφού ετέλεσε την τελευταία του λειτουργία, σε λίγες μέρες υπέκυψε από εξάντληση.
Ακριβές απόσπασμα
Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1987
Ο Γενικός Γραμματεύς
Τ. Σ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΣ».
Στις 29 Δεκεμβρίου 1985 έγιναν τα αποκαλυπτήρια από τον τότε Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο Θέμελη της ορειχάλκινης προτομής του, στη γενέτειρα του το Βασιλίτσι στον προαύλιο χώρο του εκεί ενοριακού Ναού.
Το 2022 συμπληρώθηκαν πενήντα έτη από της κοιμήσεώς του και στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Βασιλίτσι, στις 18 Δεκεμβρίου τελέσθηκε μνημόσυνο από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου. Την ίδια ημέρα με πρωτοβουλία του Δήμου Πύλου-Νέστορος, η πλατεία έμπροσθεν του ενοριακού Ναού ονομάστηκε: «πλατεία Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Παπασαραντόπουλου, Ιεραπόστολου».
Εν κατακλείδι «Ο π. Χρυσόστομος υπήρξε άνθρωπος βαθείας πίστεως, μεγάλης αρετής, ισχυράς θελήσεως και ακαταβλήτου αγωνιστικότητος. Πρώτος ήνοιξεν τον δρόμον της Ιεραποστολής εις την Αφρικήν. Ο θάνατος τον εύρε επί των επάλξεων ως καλόν στρατιώτην Ιησού Χριστού, ευαγγελιζόμενον τον Ιησούν εις τους ειδωλολάτρας της Αφρικής» (Μητροπολίτης Γυθείου και Οιτύλου Σωτήριος).
Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος ο Μεσσήνιος Ιεραπόστολος πολλαπλασίασε τα τάλαντα, τα οποία του ενεπιστεύθη ο Κύριος, και έγινε μάρτυρας και κήρυκας του Ευαγγελίου έως εσχάτου της γης. Το θεάρεστο έργο του βρήκε και συνεχίζει να έχει άξιους μιμητές.
Για την συγγραφή του παρόντος χρησιμοποιήθηκαν έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας και τα βιβλία: α) Ελληνική Εταιρεία Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής, Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος (1903-1972), Θεσσαλονίκη 1974 και β) Γεωργίου Δ. Κούβελα, Φωτισμένοι Διδάχοι, Μορφές της Μεσσηνίας, Εκδόσεις Έλυτρον, Καλαμάτα 2008, σελ. 65-74. Ευχαριστίες οφείλονται στην Οσιωτάτη Καθηγούμενη της Ιεράς Μονής του Προφήτου Ιωήλ Καλαμάτας, Γερόντισσα Καλλινίκη για την ευγενική παραχώρηση προς δημοσίευση των κειμηλίων του πατρός Χρυσοστόμου.