Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Προϊσταμένου του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας
Στα 16 χρόνια της ποιμαντορίας του, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχει αποδείξει ότι υπερασπίζεται την Εκκλησία χωρίς να την εκθέτει σε μάχες πεζοδρομίου, αναγνωρίζει τη ματαιότητα που έχουν οι εξαλλοσύνες στις αντιδράσεις, τα συνθήματα, οι μεγαλόστομοι λαϊκισμοί, η πολιτική ανάμειξη που διασαλεύει την πολιτική τάξη. Ήταν και παραμένει σεβάσμιος και σοφός. Όχι ότι δεν μπορεί να γίνει παρεμβατικός, αλλά μέσα από το παράδειγμα της σοβαρότητας και του σεβασμού για όλους κατορθώνει με μεγαλύτερη επιτυχία να κρατήσει ένα δόγμα 2.000 ετών συμβατό με μια κοσμική ευρωπαϊκή κοινωνία που αλλάζει συνεχώς. Σε αυτά τα χρόνια δεν προέβη σε συγκρουσιακές δηλώσεις, δεν χρησιμοποιεί διχαστικό λόγο που δεν γεφυρώνει, γιατί γνωρίζει τα όρια του θεσμού που εκπροσωπεί.
Ο μη παρεμβατικός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, έχει αποτρέψει να μετατραπεί η Εκκλησία σε συγκρουσιακό θεσμό, ποτέ δεν έχει μετατρέψει τον άμβωνα σε πολιτικό βήμα. Ενώ δέχθηκε εισηγήσεις για διχαστικές λαοσυνάξεις, εκείνος κάνει ενωτικές συνόδους, στο δρόμο της σύνεσης του μακαριστού ΑρχιεπισκόπουΣεραφείμ: Ουδέποτε επιχείρησε να φιμώσει την ιεραρχία, κρατώντας τις ισσορροπίες ανάμεσα σε ιδεαλιστές, ρεαλιστές, οργανωσιακούς και φονταμενταλιστές, στο “κατά φύση” και στο “παρά φύση”, και όπως είπε ο ίδιος: «Το ζήτημα αυτό (του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών) δεν είναι θέμα ενός προσώπου, ακόμα και του Αρχιεπισκόπου, αλλά πρόταση όλης της Ιεραρχίας…. ας σταθούμε λοιπόν στο ύψος των περιστάσεων και ας παρακαλέσουμε τον Πανάγιο Θεό να μας φωτίσει». Έκλεισε τα αυτιά του σε όσους τον καλούν να σηκώσει το «λάβαρο της επανάστασης» βοηθώντας σε αυτά τα δύσκολα χρόνια να προχωρήσει η ελληνική κοινωνία προς την ωριμότητα, χωρίς να φιλοδοξεί να αποσταθεροποιήσει καμία κυβέρνηση. Οι Ιεράρχες και οι κληρικοί της Εκκλησίας, ας τον έχουν ως πρότυπο, για να ζουν στο παρόν και να μην αναπολούν εποχές του γνωστού γραφικού κοινού που καταριέται το 666 και τον αντίχριστο. Για τον Αρχιεπίσκοπο που δεν σκιαμαχεί με συμπτώματα το στοίχημα παίζεται στο βάθος της καρδιάς του κάθε πιστού, όχι σε «επαναστάσεις» που διαψεύδονται (π. χ. να θυμηθούμε τον νόμο για τις ταυτότητες ο οποίος και ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε, παρά την τεράστια αλλοίωση της εκκλησίας και την σύγκρουση που μας είχε συνηθίσει ο προκάτοχός του μακαριστός Χριστόδουλος). Η στάση του: ότι συνιστά αστοχία την ίδια ακριβώς στιγμή αγαπά τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι «εκτρέπεται», τον κατανοεί και τον ενσωματώνει, χωρίς να χρησιμοποιεί ποτέ απαράδεκτο κοινωνικό στιγματισμό: Αναφέρει ο ίδιος: «..όμως δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι είμαστε ποιμένες, σε εμάς επαφίεται τόσο η χρήση της ακρίβειας όσο και της οικονομίας , δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα κρίνουμε αλλά ο Θεός..όμωςδεν είμαστε εμείς αυτοί που μπορούμε να δεχτούμε αλλοίωση του Ευαγγελικού λόγου…». Σε δηλώσεις του πριν την συνεδρίαση «…. μια κοινωνία που δημιουργείται καινούρια, δεν την απορρίπτουμε. Βλέπουμε τάσεις προς τα εκεί…» λαμβάνοντας υπόψιν τις αλλαγές που υφίσταται ο ζωντανός θεσμός της οικογένειας που έχει εξελιχθεί και των δικαιωμάτων που έχουν κατακτηθεί. Όμως συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος «…..την κοινωνία έχει το δικαίωμα ο καθένας να τη διαστρέφει και να την κάνει όπως θέλει;… και οι άλλοι δεν έχουμε δικαίωμα να πούμε ότι δεν μας αρέσει αυτό το πράγμα;» ο Αρχιεπίσκοπος εκφράζει τη θέση της Εκκλησίας που δεν είναι σύμφωνη, μα όμως ποτέ δεν μεταφράζεται σε «πολέμους χαρακωμάτων» που υφίστανται ως σενάρια φαντασίας δημοσιογράφων που φιλοδοξούν αθέμιτα να πλασάρουν την εκκλησία ως κόμμα. Θα έπρεπε όλων οι απόψεις να συμφωνούν; Και αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αφού ο δημόσιος διάλογος απαιτεί ζυμώσεις, αν είναι παραγωγικός.
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν κινήθηκε π ο τ έ κατά κανενός ανθρώπου, διακονεί τον άνθρωπο και τη σχέση του με το Θεό, συνεχίζοντας αναφέρει: «Είναι θέμα της κοινωνίας η εκκλησία δεν θα πάρει τα όπλα, να κάνει οτιδήποτε.…και ο κάθε ένας από εμάς δεν πρέπει σε τέτοια θέματα μεγάλα να σκέπτεται τι θα πει δεξιά, τι θα πει αριστερά, τι θα πει κεντρώα παράταξη μα σκέφτεται ποια κοινωνία θέλουμε και ποια οικογένεια…». Στην προσφώνησή του προς το σώμα της ιεραρχίας: «Δημιουργούνται πολλές προκλήσεις ταυτότητας, …από εδώ και στο εξής θα ομιλήσει η Ιεραρχία», λέει ξεκάθαρα ο Αρχιεπίσκοπος ότι η συλλογική φωνή της συνοδικότητας έχει το λόγο, όσοι «καθαρολόγοι» φορείς, με τον νομικισμό που προβλέπει ο ηθικισμός τους – καλό θα είναι να δώσουν προτεραιότητα στην εκκλησιαστική τοποθέτηση, να μην επικρίνουν, απομειώνουν και προσβάλλουν συνανθρώπους, συναμαρτωλούς. Την εγκύκλιο ας μην την διαβάσουμε με «ηθικιστικές» παρωπίδες ωσάν να είναι το ανακοινωθέν μιας ηθικής αστυνομίας που ελέγχει με «αμαρτιόμετρο» την ηθική, γιατί δεν είναι. Σεένα κράτος δικαίου ο “σκοπός” της Εκκλησίας είναι να εμπνέει ήθος χωρίς να αρνείται το οποιοδήποτε δικαίωμα ως κατάκτηση του ανθρώπου. Άλλωστε το ζητούμενο δεν είναι να μην «περάσει» κάποιος νόμος που θα προστατεύει δικαιώματα, ή που αφορά στην υλοποίηση συνταγματικών επιταγών ισότητας που δεν μπαίνουν σε ζύγια, αλλά να μην εγκλωβίζεται ο πιστός στο «πανταχού παρόν» δικαίωμα, να μην έχει τον έσχατο λόγο η υποκειμενική ηθική του γούστου. Η Εκκλησία δεν γίνεται να μην παραπέμπει στην όντως αγάπη, στο βαθύτερο από την επιθυμία «αληθώς ζην», δεν μπορεί να κρύψει – χωρίς να εξαντλείται στον πολιτισμό – ότι ο πολιτισμός απειλείται κάθε φορά που ο άνδρας γυναικοποιείται και η γυναίκα ανδροποιείται, η Εκκλησία είναι ο θεσμός που μπορεί να μας απαλλάσσει από τη σκλαβιά του να είμαστε άνθρωποι της εποχής και του γούστου.
Στην Εκκλησία δεν μας καθορίζουν οι επιθυμίες μας και δεν κατηγοριοποιούνται οι άνθρωποι, σύμφωνα με την επιθυμία και εσχατολογικά, οι ιδιοτροπίες του καθενός ουδεμία σημασία έχουν, μα η ελευθερία συνδυάζεται με την αλήθεια. Η Εκκλησία δεν μπορεί να “χρησιμοποιείται” στη συντήρηση και διαιώνιση οποιουδήποτε «κοινωνικού στίγματος», ούτε προσφέρεται ως εργαλείο αντιπαράθεσης, ως θεσμός που έχει πάρει διαζύγιο με την πραγματικότητα του μοντέρνου ανθρώπου. Εκτός και αν μας αρέσει τα στερεότυπα που επικαλούμαστε να είναι σχήματα αδειανά, η επίκληση της παράδοσης να γίνεται σαν από τελετουργική υποχρέωση, σαν σε μνημόσυνο. Η Εκκλησία δεν στέκεται απέναντί, ως κατήγορος, στην όποια κατάκτηση του ανθρώπου στα «βήματα προόδου», στα εκάστοτε κοινωνικά δεδομένα, αεί συμπάσχουσα – δεν σταυρώνει, μα συσταυρώνεται με όλους, μα όλουςτους ανθρώπους που είναι άξιοι σεβασμού και αποδοχής, μιμούμενη τον Χριστό, που βλέπει με ευμένεια κάθε άνθρωπο, τον καλεί χωρίς να ζητά πιστοποιητικά ερωτικών φρονημάτων, χωρίς να απορρίπτει οποιονδήποτε στη σωτηρία του Θεού, όποια κι αν είναι η κατάστασή του, υπερβαίνει τις διακρίσεις. Στην ταπείνωση, στη σοφία και στη μετάνοια της δεν προσδοκά από κινήματα (λοατκι) να βλέπουν μακριά – αφού είναι συντεχνιακά, αλλά επενδύει στη μετάνοια των προσώπων, γιατί όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν να ακούσουν τον λόγο της Εκκλησίας μα χωρίς να νιώθουν ότι προσβάλλονται; θέλουν να προσευχηθούν, να ενταχθούν, να κάνουν τον σταυρό τους, μέσα στην ανοιχτή της αγκαλιά, με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας, της ήσυχης παρουσίας, των έργων και της αγάπης.