Παραβολή των Ταλάντων ή η παραβολή της περιπέτειας της ανθρώπινης ελευθερίας

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Προϊσταμένου του Ι. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας

Ο Άρχοντας εμπιστεύεται στους δούλους που τους κάνει οικείους Του την περιουσία Του, σε όλους δίνει και όλους τους εξυψώνει, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος: Αυτοπροσφέρεται, αυτοπαραδίδεται όπως έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, δίνει για να μας κάνει άξιους (όχι επειδή είμαστε άξιοι). Δίνει πολλά, για να δώσει περισσότερα, καθότι καλεί σε σχέση με τις δωρεές Του, η κρίση Του είναι μια χορηγία αλόγιστης και σπάταλης αγάπης και όχι δικαστικός έλεγχος. 

 Όλα είναι του Θεού και μας τα δίνει απλόχερα χωρίς να περιμένει ανταπόδοση και σε ποια ανάγκη ανταπόδοσης θα μπορούσε να υπάγεται άλλωστε. Όπως τα μυστήριά Του δεν μπορούν να πάρουν τη μορφή εμπορεύματος, δεν υπάγονται στην ανταλλαγή, γιατί είναι η τιμή του Θεού που χαρίζει, χωρίς να υποτάσσει το έλεός Του προς τους ανθρώπους σε μέτρο και πήχη. Είναι η τιμή που «τιμή δεν έχει», το πρότυπο του «δωρεάν ελάβετε  δωρεάν δότε». Η εμπορευματική ανταλλαγή προϋποθέτει την ισότητα και ισοδυναμία των προσώπων που ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους, ενώ η προσφορά δώρων δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Δεν προϋποθέτει, αλλά δημιουργεί ισότητα μεταξύ των δύο δωρητών. Η πράξη του δώρου είναι αφετηριακή σχέσεων ζωής. Στον Δωρεοδότη δεν είμαστε «υποχρεωμένοι», ούτε μας θέλει εξαρτημένους. Του αντιδωρίζουμε τον κόπο της μετοχής, της ελεύθερης ανταπόκρισης, όπως στη θεία ευχαριστία. Σε κανένα ο Χριστός δεν είπε μην χαρείς, μην ζήσεις τα χαρίσματα, αντίθετα «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι». Η οκνηρία δεν χωράει στη ζωή του Χριστιανού και όταν τα χαρίσματα τα αξιοποιούμε εκκλησιαστικά, τότε δεν τα απολυτοποιούμε, ούτε κανένα απομονώνουμε, Τον γνωρίζουμε πληρέστερα. Στην επιστροφή του Άρχοντα της Παραβολής, παρουσιάστηκε εκείνος που είχε λάβει τα πέντε τάλαντα και του έφερε άλλα πέντε: Σαν να λέει «Την απεριόριστη δική Σου αγάπη την έκανα αγάπη για τους αδελφούς μου». Του λέει ο Άρχοντας: «Σ’ αυτά τα λίγα πού σού έδωσα αποδείχθηκες άνθρωπος στον όποιο μπορεί κάνεις να στηριχτεί, τώρα λοιπόν θα λάβεις και άλλα υπάρχει και συνέχεια, μπες στη χαρά του Κυρίου, στη Βασιλεία του Θεού. Συνεχίζοντας με τον δεύτερο: Εγώ πήρα δύο τάλαντα. Τα αύξησα σε άλλα δύο, τα έκανα τέσσερα, όπως και στον προηγούμενο, του λέει: “Αποδείχθηκες σ’ αυτά τα λίγα έμπιστος, θα σε καταστήσω τώρα σε πολλά.” Δηλαδή και εσύ θα γίνεις και εσύ μέτοχος της Βασιλείας του Θεού. 

Ενώ ο πρώτος και ο δεύτερος λειτουργούν ευχαριστιακά, ευγνωμονούν Εκείνον για ό,τι τους εμπιστεύθηκε, φιλοτιμούνται και καλλιεργούν τα τάλαντα καί αποδίδουν το παν σέ Αυτόν, ο τρίτος της παραβολής που έλαβε ένα τάλαντο, δεν έχει αγάπη μέσα του και ότι προσλαμβάνεται κατά τον νόμο του προσλαμβάνοντος προσλαμβάνεται: Μέσα από αυτή τη «μικρή» δωρεά, μια μεγάλη κλήση (Να γιατί ο Θεός του έδωσε ένα γιατί θα ήταν μεγαλύτερη η κατάκρισή του αν λάμβανε περισσότερα) και εκείνος αποδύεται σε μια κατασυκοφάντηση του Δωρητή: «Γνώριζα ότι είσαι σκληρός και άδικος άνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν έσπειρες καί μαζεύεις εκεί όπου δέν σκόρπισες…» λέει στον Άρχοντα. Κρύβεται, αρνείται να ζήσει την μοναδικότητα του χαρίσματός του, με την στάση του απορρίπτει την προσωπική κλήση σε σχέση – μέσα από το χάρισμα που του δόθηκε. Δεν θεωρεί δίκαιο ο δωρητής να λειτουργήσει ως δανειστής που ζητά πίσω αυτό που έδωσε, τον κρίνει και τον κατακρίνει και στην πράξη επικρατεί στην καρδιά του η οκνηρία, θεωρεί δεδομένη την αποτυχία του να καλλιεργήσει το χάρισμα που έλαβε αν παραβλέψει και την καχυποψία ότι δια των δωρεών ο Άρχοντας πιθανό να θέλησε να τον υποτάξει ή να τον υποχρεώσει. Γι’ αυτό και δεν το ακουμπά καν, προτιμά να το θάψει, πεπεισμένος ότι θα ζήσει την αρνητική εξέλιξη για την οποία έχει προετοιμάσει τον εαυτό του. Δεν μπορεί να αφήσει ό,τι έχει χωρίς να υποκύπτει στο φόβο του, υπομένοντας την όποια ανασφάλειά του. Μένει αυτάρκης, μα άδειος, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου και άτολμου τρόπου ζωής. Ο Θεός του ζητάει να ζήσει με χαρά, με νόημα, όχι μέσα σε ψευδαισθήσεις και κοινοτυπίες και τα διλήμματα  τύπου αν αξίζει, αν ο Θεός είναι μαζί του, αν είναι δυνατόν να μπορεί έστω μέ ἕνα τάλαντο νά προκόψει – έχουν την τελευταία λέξη. Τον ακούμε να λέει «Καί ἐπειδή φοβήθηκα, παράχωσα τό τάλαντο σου …»: Ο φόβος της αποτυχίας είναι υπαρκτός μα άλλο τόσο εγωϊστικός, έγκειται στην απογοήτευση την οποία ίσως ζήσει, αν το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό. Όμως όποιος φοβάται τον κίνδυνο της αποτυχίας φοβάται και την ελευθερία κι έτσι αποφεύγει να κάνει το βήμα προς προοπτικές που μπορεί να φαίνονται ριψοκίνδυνες. Παράλληλα φοβάται την αγάπη, αντιστέκεται στην ανάπτυξη, στην αλλαγή, στο άγνωστο. Αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός είναι γεμάτος από τον εαυτό του ως ένα σύμπλεγμα από επιθυμίες. Το δικό του – δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Μέχρι που ρίχνεται στό σκοτάδι όπου οι αυτοκατάκριτοι, όπου θά ὑπάρχει «τό κλάμα καί τό τρίξιμο των ὀδόντων», εκεί που ο «Θεός ου κολάζει» αλλά μόνος του χτίζει την κόλαση του φόβου, της ανασφάλειας, ως βαθιάς απιστίας. Είναι πειρασμός να νομίζουμε ότι μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να αισθανόμαστε ασφαλείς σε ότι συντηρούμε, ότι ενώ την ίδια στιγμή οπισθοδρομούμε. Όταν  βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ότι έχουμε, το γνωρίζουμε και επαναπαυόμαστε. 

Ότι ξοδεύεται, προσφέρεται, μεταδίδεται, κινείται δεν πάει χαμένο, αντίθετα αυτό που συντηρείται, που δεν καλλιεργείται, δεν αυξάνεται, δεν αναπνέει, είναι ήδη ανάμνηση ζωής, όχι η «Οδός και Ζωή Χριστός». Οπότε πάρτε τό τάλαντο ἀπό αὐτόν καί δῶστε το σέ ἐκεῖνον που έχει τά δέκα τάλαντα, ….σε ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύουν». Ότι στρέφεται στον Θεό θα δεχτεί εν καιρώ τον σπόρο και θα περισσέψει ο πνευματικός καρπός, θα πνέει μέσα του άλλη πνοή, θα γεννιέται μια άλλη θέαση και μια ξένη ελπίδα. Η διαφορά του βλέμματος και η ενάργεια της πνοής είναι απτή σε όσους έχουν αυτιά για να ακούν και μάτια για να βλέπουν με την καρδιά που δέχεται ως δώρο τον λόγο του Χριστού να αναδημιουργείται, να γίνεται καθρέφτης της ελευθερίας της νέας κτίσης που δεν αλλάζει δι’ ημών, αλλά μεθ’ ημών…

Διαβάστε ακόμα